Για να κατανοήσουμε τις
διαστάσεις που έχει στην Ευρώπη η πολλαπλή σημερινή κρίση, πρέπει να θυμηθούμε
οτι όλα ξεκίνησαν όταν κατά τη δεκαετία του 70, φάνηκε πλέον οτι οι συνταγές
της “ένδοξης τριακονταετίας” και οι ελπίδες που γέννησαν στις λιγότερο
αναπτυγμένες και θεσμικά συγκροτημένες χώρες, δεν είχαν πλέον καμμία σχέση με
ότι θα συνέβαινε στο μέλλον. Επειδή όμως οι αναφορές στην ανάπτυξη και το “ευρωπαϊκό
κοινωνικό μοντέλο” διατηρήθηκαν στον πολιτικό λόγο των περισσοτέρων κομμάτων,
αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι συζητήσεις για την επόμενη κάθε
φορά φάση της “ευρωπαϊκής οικοδόμησης”, φαινόταν – και φαίνεται σήμερα – να
επιστρέφουν στη νοσταλγία - και τη δυνατότητα – ενός παλιού καλού
“ευρωπαϊσμού”, και να ξεχνιέται οτι η στρατηγική που υλοποιείται είναι εντελώς
διαφορετική.
Τα κείμενα που είχε την καλή
ιδέα να παρουσιάσει και να σχολιάσει η Μαριάννα Τόλια, δείχνουν πρίν απ’όλα
πόσο μακρυά από την πραγματικότητα βρίσκεται η άποψη οτι ενώ υπήρχε ένα σχέδιο
της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, έγιναν λαθεμένοι χειρισμοί από την πλευρά της
Γερμανίας, ή από την πλευρά των κυβερνήσεων του νότου. Μπορεί όμως κανείς να
ισχυριστεί ακόμα καλύτερα οτι όλες οι μεγάλες αποφάσεις στο επίπεδο των κρατών
μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά, δεν είναι παρά διαδοχικές επιλογές
στη λογική της συνεχιζόμενης αποδόμησης του μεταπολεμικού αναπτυξιακού μοντέλου
της Ευρώπης, και επομένως του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου. Ή αλλιώς οτι το
σχέδιο της διατήρησης της εξουσίας των οικονομικών και πολιτικών ελίτ αξίζει
όλες τις θυσίες των υπολοίπων.
Επειδή ζούμε ακόμα σε ένα
πολιτιστικό περιβάλλον επηρεασμένο από τον ενάρετο μεταπολεμικό αναπτυξιακό
κύκλο και από τις κοινωνικές ισορροπίες που τον χαρακτήριζαν, και διαβάζουμε
κυρίως μεσοαστούς διανοούμενους που θεωρούν οτι αυτό που τους αξίζει είναι ένα
τέτοιο μοντέλο κοινωνίας, τείνουμε να ξεχάσουμε οτι κατά τη δεκαετία του 70 και
αυτήν που ακολούθησε, εγκαινιάστηκαν τρομερές ανατροπές. Ας σημειωθεί οτι αυτές
οι ανατροπές έγιναν από επιτελεία οικονομικά και πολιτικά τα οποία
δαιχειριζόταν “κοινωνικά συμβόλαια” στην Ευρώπη, αλλά διαχειριζόταν στον
υπόλοιπο κόσμο την πείνα, την εξαθλίωση, τη καταπάτηση των δικαιωμάτων και τη
διαφθορά των τοπικών ελίτ.
Οι θατσερικές κορώνες δεν
αφορούσαν μια προσωρινή συντηρητική στροφή αλλά μια στρατηγική επιλογή για να
αντιμετωπιστούν, η ικανότητα των συνδικάτων να διαπραγματεύονται αυξήσεις
μισθών εν μέσω πληθωριστικής κρίσης, η εξέγερση του τεϋλορικού εργάτη, η κρίση
του μαζικού πανεπιστημίου και η αμφισβήτηση της δυτικής καταναλωτικής κοινωνίας
από τη νεολαία, η κρίση του κοινωνικού κράτους και η πεποίθηση ολόκληρων
πληθυσμών για την αέναη άνοδο του βιωτικού τους επιπέδου. Η αποφάσεις για την
αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και για το no problem σχετικά με την
ανεργία και τη φτώχεια είχαν ληφθεί (και για την Ευρώπη όπως και στον υπόλοιπο
κόσμο), αλλά έμενε να αντιμετωπιστεί το δύσκολο κομμάτι: πώς από κοινωνίες που
έζησαν και ήλπιζαν να ζήσουν στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συμβολαίου κεφαλαίου
και εργασίας με ότι αυτό συνεπάγεται, θα περνάγαμε σε κοινωνίες διαφορετικά
ιεραρχημένες, όπου η επέκταση της ανεργίας και της μαζικής ανασφάλειας θα
συνυπήρχε με τη συμφωνία πλατιών στρωμάτων μισθωτών και επαγγελματιών με υψηλό
μορφωτικό επίπεδο, να υπηρετήσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου και κυρίως τη
συνεχή προσπάθεια αύξησής της με κάθε μέσο.
Ήταν επόμενο να υλοποιηθούν
αυτές οι μεγάλες αλλαγές με επιτυχίες και αποτυχίες, αλλά στις οικονομιικές και
πολιτικές ελίτ είχε πλέον αλλάξει το κριτήριο της επιτυχίας και της αποτυχίας.
Το χρηματιστήριο μας έδινε τις σημαντικές πληροφορίες και η αύξηση της ανεργίας
τροφοδοτούσε κατά κανόνα την αισιοδοξία των “επενδυτών”. Η μεταφορά της
αρμοδιότητας για τη δημιουργία του χρήματος στις ιδιωτικές τράπεζες, η
εγκαθίδρυση ενός ενιαίου νομίσματος σε μια ευρωπαϊκή οικονομία χωρίς κράτος και
με μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές διαφορές, η εξίσωση επομένως των
δυνατοτήτων δανεισμού μεταξύ πολύ διαφορετικών οικονομιών, η περαιτέρω
διεύρυνση της Ένωσης με την υποδοχή ακόμα φτωχώτερων πληθυσμών και επομένως η
διεύρυνση των ανισοτήτων και του “κοινωνικού ντάμπινγκ”, η υποστήριξη της
ελευθερίας του εμπορίου σε παγκόσμια κλίμακα και επομένως η δρομολόγηση της
αποβιομηχάνισης, ήταν “λάθη” που οδήγησαν στη σημερινή φάση της κρίσης. Δεν
ήταν κατά πάσα πιθανότητα εύκολο να προβλεφθεί σε ποιό βαθμό αυτές οι
μονομερείς υπέρ του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου αποφάσεις δεν θα έφερναν μόνο
την αλλαγή των κοινωνικών συσχετισμών, αλλά θα έφερναν και την αναδίπλωση σε
εθνικές διαχειρίσεις των στρατηγικών αλλαγών.
Αν θελήσουμε να εξετάσουμε
την ελληνική περίπτωση στο πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατηγικής αλλαγής προτύπου
στην Ευρώπη, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τι συνέβει αλλά και τι
συμβαίνει. Κατά τη δεκαετία του 80, μετά την ένταξη στην ΕΟΚ και την εκλογική
νίκη του ΠΑΣΟΚ, και ενώ έφθαναν στην Ελλάδα τα νεοφιλελεύθερα κηρύγματα,
κυριαρχούσε ακόμα στον ελληνικό πληθυσμό η αναμονή του “εξευρωπαϊσμού”, της
μεταφοράς δηλαδή στην Ελλάδα του επιτυχημένου ευρωπαϊκού μοντέλου ανάπτυξης των
προηγούμενων δεκαετιών. Η βιομηχανική αστική τάξη όμως ήθελε χαμηλότερες
αμοιβές, χαμηλότερες κοινωνικές δαπάνες, καθόλου βιομηχανική πολιτική, ήθελε
δηλαδή να κάνει ότι είχε κάνει και στο παρελθόν, εγκαινιάζοντας όμως ένα λόγο
που ενσωμάτωνε τους σύγχρονους ευρωπαϊκούς ύμνους στην επιχειρηματικότητα.
Παράλληλα η πορεία προς την “απελευθέρωση” του τραπεζικού συστήματος, τη
δυνατότητα δηλαδή των τραπεζών να φτιάξουν ένα καρτέλ που θα επέτρεπε τη μεταφορά
στην οικονομία των ζημιών των “προβληματικών επιχειρήσεων”, αποτελούσε το πρώτο
βήμα προς την εγκαθίδρυση της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στην
Ελλάδα. Ο Μητσοτάκης πίστεψε τότε οτι “ήρθε η στιγμή” και ασπάστηκε τον
θατσερισμό, για να σκοντάψει όμως στην δύναμη των συνδικάτων του δημόσιου τομέα
και την αδράνεια των κοινωνικών συσχετισμών. Αλλά το μέλλον του “εξευρωπαϊσμού”
είχε από τότε παιχτεί: το κεφάλαιο δεν ήθελε κανενός είδους κοινωνικό
συμβόλαιο, και δεχόταν μόνο να παίξει κατά κόρον το θέατρο του “κοινωνικού
διαλόγου”, τον οποίο δεχόταν η ΕυρωπαΪκή Επιτροπή να χρηματοδοτήσει
γενναιόδωρα.
Η μετατροπή του
εξευρωπαϊσμού σε “εκσυγχρονισμό” αποτέλεσε τό έργο της περιόδου Σημίτη, που
εφάρμοσε ένα σχέδιο προσαρμογής στη γενική στρατηγική επιλογή των ευρωπαϊκών
ελίτ, το οποίο κατόρθωσε να συνδυάσει τον προσεταιρισμό των ισχυρών συνδικάτων
του δημόσιου τομέα, την ενεργό υποστήριξη του επιχειρηματικού τομέα μέσω
πολλαπλών επιδοτήσεων, τη σταδιακή απορρύθμιση της αγοράς εργασίας στον
ιδιωτικό τομέα, και στο τέλος την ένταξη στο Ευρώ για την εξασφάλιση της
χρηματοδότησης απο τις ευρωπαϊκές τράπεζες μιας οικονομίας που με απόλυτα ορατό
τρόπο γινόταν όλο και λιγότερο ανταγωνιστική. Ο Σημίτης ο οποίος σιχαινόταν και
που έβλεπε τους συνδικαλιστές, έκανε αυτό το συμβιβασμό, γνωρίζοντας πολύ καλά
– όπως και τα κορυφαία στελέχη του ΣΕΒ – οτι η “απελευθέρωση” των εργασιακών
σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα θα άλλαζε τελικά το συνολικό συσχετισμό και ότι οι
συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες θα εγκλωβιζόταν αργά ή γρήγορα στις προνομιακές
τους σχέσεις με το κράτος και τα ευρωπαϊκά κονδύλια, και επομένως σε μοιραίες
εσωτερικές ιεραρχήσεις με βάση πελατειακές σχέσεις, οικονομικά προνόμια ή
συμμετοχές σε δίκτυα διαφθοράς. Ήταν μια οικονομία που παρίστανε πως “εκσυγχρονίζεται”
τροφοδοτώντας την ανάπτυξη και την κερδοφορία των τραπεζών, χάνοντας με
ιλιγγιώδεις ρυθμούς παραγωγικό δυναμικό, ενώ παρέμενε εντυπωσιακά στάσιμη ως
προς την αποτελεσματικότητα των διοικητικών μηχανισμών. Είχε όμως ως προτέρημα
οτι υλοποιούσε πιστά την πραγματική ευρωπαϊκή αντζέντα, και γι’αυτό οι
αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που γνώριζαν τα πάντα, όχι μόνο για τα
νούμερα, αλλά και για τις εκτροπές των ευρωπαϊκών χρημάτων (των γερμανών
φορολογουμένων ειδικότερα) έκαναν οτι δεν καταλάβαιναν πως “οραματικές”
αποφάσεις όπως η Στρατηγική της Λισαβόνας, δεν ενδιέφεραν κανέναν και γι’αυτό
ούτε υλοποιήθηκαν, και ούτε αξιολογήθηκαν, από τους κατά τα άλλα τόσο
σχολαστικούς υπαλλήλους των Βρυξελλών.
Το αποτέλεσμα έχει δύο
όψεις, αφού επιτέλους υλοποιούνται τα μνημόνια. Από τη μία η καταστροφική
οικονομική και κοινωνική κρίση, που δεν είναι όμως πρωτοφανής στην Ευρώπη των
27 μετά την κατάρρευση της Ανατολικής Ευρώπης, από την άλλη όμως το απόλυτα
επιτυχημένο πείραμα ταχείας μετατροπής του σχεδίου του “εξευρωπαϊσμού”, που
παρέμενε στην Ελλάδα το σχέδιο αναφοράς ακόμα και κατά το πρώτο μισό της
δεκαετίας του 2000, σε ένα εντελώς νέο σχήμα κοινωνικής ιεραρχίας και
κοινωνικών συμμαχιών. Από τη μία μεριά ένα πλήθος ανέργων, ανασφάλιστων,
αδήλωτων, επισφαλώς απασχολουμένων, στους οποίους προστίθενται συνεχώς
κατηγορίες (πρώην;) επαγγελματιών ή μισθωτών του δημόσιου τομέα, και από την
άλλη μια απολύτως κυρίαρχη συμμαχία τραπεζιτών και επιχειρηματιών, στην οποία
προσχωρούν μεσαία στρώματα (επιχειρηματιών, επαγγελματιών, ή μισθωτών) είτε
επειδή διατηρούν την προηγούμενή τους θέση, είτε επειδή θεωρούν ότι μόνο με
τους ισχυρούς θα την επανακτήσουν, είτε επειδή το μόνο που ξέρουν να κάνουν
είναι να διαπραγματεύονται με την εξουσία κρατική ή επιχειρηματική. Το σημαντικό
δεν είναι μόνο οτι έχει χαθεί οριστικά κάθε δυνατότητα ενός γενικού κοινωνικού
συμβολαίου (που να καλύπτει το σύνολο της κοινωνίας). Έπρεπε αντίθετα να χαθεί
κάθε δυνατότητα των “από κάτω” να διεκδικήσουν και να επιβάλουν ένα τέτοιο
συμβάλαιο, ενώ αυτοί που είχαν μια τέτοια δυνατότητα στο παρελθόν, έπρεπε να
σκύψουν και να υποταχθούν στη λογική των ισχυρών με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ο
βασικός στόχος της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης έχει επιτευχθεί.
Αυτό δεν σημαίνει οτι δεν
υπάρχουν αντιστάσεις, ότι δεν υπάρχουν προοπτικές. Αλλά χρειάζεται να ανοίξουν
οι συζητήσεις σχετικά με τρία πακέττα ερωτημάτων: (1) αρκεί το παλαιό
οπλοστάσιο πολιτικών για να αντιμετωπιστούν – ιδιαίτερα στην Ελλάδα – τα
στρατηγικά προβλήματα της ανασυγκρότησης του παραγωγικού ιστού, της
αναδημιουργίας κοινωνικών υπηρεσιών, και της ένταξης σε μια ευρωπαϊκή
στρατηγική για το περιβάλλον; (2) ποιές κοινωνικές δυνάμεις θα αποτελέσουν την
κινητήρια δύναμη της χάραξης και υλοποίησης νέων στόχων, όπως και της
συγκρότησης νέων κοινωνικών συμμαχιών γύρω απο αυτούς; (3) πώς μπορεί να
διατηρηθεί η Ευρώπη ως φυσικός γεωγραφικός χώρος διεκδίκησης και οικοδόμησης
του κοινωνικού κράτους και του κράτους δικαίου, οταν οι εθνικές στρατηγικές
είναι ο κανόνας και οι εθνικές αντιστάσεις μια αναγκαστική οδός;
Η ελληνική εκδοχή της κρίσης
αποκαλύπτει οτι η έκταση της οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής είναι
τέτοια που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με πολιτικές οι οποίες επιδιώκουν την
επενεκκίνηση της ανάπτυξης, ή την επικαιροποίηση μερικών διαρθρωτικών στόχων,
από αυτούς που ακόμα και τώρα εγγράφονται ματαίως στα ευρωπαϊκά προγραμματικά
κείμενα. Τα σχέδια Μάρσαλ ή οι βιομηχανικές στρατηγικές “για την τεχνολογική
αναβάθμιση και την ανταγωνιστικότητα” δεν αρκούν, γιατί οι άφθονοι ευρωπαϊκοί
πόροι της τελευταίας 30ετίας δεν παρήγαγαν τον “εξευρωπαϊσμό”, ούτε έβγαλαν τον
επιχειρηματικό κόσμο από την εμμονή σε μια βραχυπρόθεσμη ρηχή κερδοφορία. Η
απουσία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου και των επιχειρηματικών ομάδων με
ανάλογα σχέδια, αλλά και η σοβαρότητα των διαρθρωτικών αναγκών, απαιτούν πολύ
πιό τολμηρές προσεγγίσεις. Η έλλειψη ενός νέου στρατηγικού σχεδίου αφόρα
εξάλλου ακόμα και τη Γερμανία που στην
πραγματικότητα διαχειρίζεται ένα ιστορικό κεκτημένο που συγκροτήθηκε
κατά την μεταπολεμική ανάπτυξη χάρη στο κοινωνικό κράτος, και έχει κατορθώσει
να συσπειρώσει γύρω από την εθνική πλοήγηση στα ευρωπαϊκά χαλάσματα του
χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, την εργατική αριστοκρατία και τα
“εκσυγχρονιστικά” μεσαία στρώματα σε βάρος βέβαια ενός διευρυνόμενου μέρους του
κόσμου της εργασίας.
Καμμία κοινωνία δεν μπορεί
να αλλάξει πραγματικά αν δεν υπάρχουν κοινωνικές ομάδες με στόχους και σχέδια
για το μέλλον, και την ικανότητα να συγκροτήσουν ευρύτερες συμμαχίες γύρω από
αυτά. Η προθυμία των ελληνικών επιχειρηματικών ομάδων να συμμετάσχουν στην δια
των μνημονίων συντήρηση της
κερδοφορίας τους και στο πλιατσικολόγημα του δημόσιου πλούτου, δείχνει οτι οι
στρατηγικές διαρθρωτικές επιλογές δεν ενδιαφέρουν τον κόσμο αυτό (εκτός
μεμονωμένων εξαιρέσεων φυσικά). Ενώ τα περίφημα μεσαία στρώματα,
συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ταλαντεύονται,
διασπώνται, διστάζουν ή κωλυσιεργούν, αλλά πάντως δεν έχουν τα βλέμματα και τις
σκέψεις τους στραμμένα προς το μέλλον. Στην Ελλάδα έχει τύχει ο λαχνός να είναι
η πρώτη ευρωπαϊκή κοινωνία που πρέπει να σκεφτεί, να συνθέσει, να ζήσει και να
επιτύχει, μια κοινωνική ανασυγκρότηση. Να συναρμολογήσει δηλαδη σε κάτι
καινούργιο, αποτελεσματικό και γοητευτικό, τις πρωτοβουλίες ευφυών εργαζομένων,
στη παραγωγή, τις υπηρεσίες και την αυτοτελή παραγωγή γνώσης, σε υπαρκτές ή
νέες επιχειρήσεις ή θεσμούς. Και να αφήσει πίσω της την αέναη αφελή ή
πολιτικάντικη επανάληψη μιας εκδοχής “εξευρωπαϊσμού”, που οι ελληνικές ελίτ
φρόντισαν για 30 ολόκληρα χρόνια να οδηγήσουν στην απόλυτη αναξιοπιστία.
Αυτή η ανασυγκρότηση είναι
στην ημερησία διάταξη στο νότο τουλάχιστον της Ευρώπης. Είναι όμως ένα σχέδιο
το οποίο μπορεί να βασιστεί σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο σε μια ιστορία και σε
συνεχιζόμενους αγώνες υπεράσπισης των κοινωνικών δικαιωμάτων, του δημοσίου
συμφέροντος και των δημοκρατικών θεσμών, που θα ήταν μεγάλο λάθος να
υποτιμηθούν προς όφελος μιας αναγεννημένης σε κάθε χώρα “εθνικής” συσπείρωσης.
Οι αγώνες αυτοί δεν μπορούν βέβαια να αποφύγουν να θέσουν ριζοσπαστικούς
στρατηγικούς στόχους που έρχονται σε σύγκρουση όχι μόνο με τις κυρίαρχες
πολιτικές στην Ευρώπη, αλλά και με τη θεσμική ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Η
προτεραιότητα στην κοινωνική βιωσιμότητα, τον ισορροπημένο ευρωπαϊκό
καταμερισμό εργασίας, τη ενιαία στρατηγική για την κλιματική αλλαγή, η ανάκτηση
του δημόσιου ελέγχου της δημιουργίας και της κυκλοφορίας του χρήματος, η
απόρριψη της παγκοσμιοποίησης χωρίς ρύθμιση των ζητημάτων κοινωνικών
δικαιωμάτων, απασχόλησης, οικονομικής και περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, κατά
ζώνες και κατά χώρες, είναι στόχοι που αναδεικνύονται και θα αναδειχθούν στο
μέλλον με άνισους τρόπους. Η ως τώρα συζήτηση για την παραμονή στην ευρωζώνη
έχει δείξει επαρκώς οτι κανείς δεν μπορεί να αποδείξει πραγματικά οτι η
παραμονή σε αυτήν είναι εξασφαλισμένη, ή οτι είναι το απαραίτητο συστατικό μιας
στρατηγικής ανασυγκρότησης. Το σημαντικό είναι το αν η όποια επιλογή θα
αποτελεί εμφανώς στοιχείο μιας τέτοιας στρατηγικής σε εθνικό και ίσως ευρωπαϊκό
επίπεδο, και ο βαθμός στον οποίο θα επιδιώκει να αλλάξει τους κανόνες του
σημερινού πλαισίου άσκησης νομισματικής πολιτικής.
[11-11-2013]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου