Τα αλλεπάλληλα κύματα
μνημονιακών πολιτικών έχουν οδηγήσει σε δραματικές μειώσεις των εισοδημάτων με
ταυτόχρονη διεύρυνση των ανισοτήτων και της φτώχειας, και σε παροπλισμό έμψυχου
και άψυχου παραγωγικού δυναμικού, με αύξηση της ανεργίας σε πρωτοφανή διεθνώς
επίπεδα, χωρίς κάν να έχει διευθετηθεί οριστικά το πρόβλημα του χρέους.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα η συζήτηση για τη χάραξη ενός νέου
προσανατολισμού για την οικονομία, δεν μπορεί παρά να στραφεί γύρω από την ιδέα
της ανασυγκρότησης και της οικοδόμησης ενός νέου προτύπου κοινωνικής
δικαιοσύνης και παραγωγικής ισορροπίας με το διεθνή περίγυρο. Η ρήξη επομένως
με τις μνημονιακές λογικές απαιτεί μια ουσιαστική αλλαγή του κοινωνικού
συσχετισμού δυνάμεων και τη δυνατότητα αξιοποίησης των πρόσθετων πόρων και των
νέων πολιτικών που απαιτεί η επίτευξη του παραπάνω στόχου.
Η επεξεργασία ενός σχεδίου
ανασυγκρότησης δεν αφορά μόνο, ούτε κατά κύριο λόγο τη συζήτηση για τη συνέχιση
της ένταξης στην ευρωζώνη, αλλά ούτε και τη συζήτηση για την εξισορρόπηση της
οικονομίας εντός ή εκτός ευρωζώνης. Αφορά την αποκατάσταση εργασιακών και
κοινωνικών δικαιωμάτων, την αύξηση της απασχόλησης με τον ταχύτερο δυνατό
ρυθμό, την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων σε παραγωγικούς τομείς και ειδικότερα
σε αυτούς που έχουν σχέση με την οικολογική στρατηγική, την αναδιανομή του
πλούτου και τους εισοδήματος, την αύξηση των διαθέσιμων δημόσιων πόρων μέσω της
διαγραφής χρεών και της εμπλοκής ευρωπαϊκών θεσμών στα επενδυτικά σχέδια για το
περιβάλλον και τις υποδομές, και αφορά επίσης την εξασφάλιση της ρευστότητας
της οικονομίας.
Αυτό που ένα τέτοιο σχέδιο
ζητάει από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν είναι μόνο να δεχθούν μια ρύθμιση της
εξυπηρέτησης του χρέους, με κάποιο συνδυασμό αναστολής πληρωμών και διαγραφών,
αλλά να τη δεχθούν στο όνομα ενός εφικτού σχεδίου ανασυγκρότησης το οποίο
έρχεται σε πλήρη ρήξη με τον νεοφιλελευθερισμό. Στο οποίο θα έπρεπε να
περιλαμβάνεται επίσης η διεκδίκηση της συμβολής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας
Επενδύσεων στις μακροχρόνιες περιβαλλοντικές επενδύσεις και παραγωγικές
υποδομές, και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην εξασφάλιση της ρευστότητας
ενός τραπεζικού συστήματος υπο δημόσιο έλεγχο. Η ανασυγκρότηση είναι στην πραγματικότητα
μια νέα στρατηγική της οποίας η πλήρης εκδοχή επιδιώκει να αλλάξει την
ευρωπαϊκή οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική στρατηγική.
Στο αντίποδα του σχεδίου
ανασυγκρότησης βρίσκεται μια κατεύθυνση πολιτικής η οποία μπορεί να
περιλαμβάνει διαγραφή χρέους, δίνοντας όμως προτεραιότητα στην έξοδο από την
ευρωζώνη, που θα επανέφερε το εργαλείο της νομισματικής και συναλλαγματικής
πολιτικής (τη δυνατότητα υποτίμησης), και θα αποτελούσε σύμφωνα λ.χ. με την
εκδοχή Φλάσμπεκ-Λαπαβίτσα την οδό για την εξισορρόπηση των σχέσεων της
οικονομίας στο διεθνή χώρο (αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της
“ανταγωνιστικότητας”). Αλλά δεν θα αποτελούσε με κανένα τρόπο την οδό για την
αποκατάσταση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων ή την υλοποίηση της
προτεραιότητας στην απασχόληση, καθώς η λογική της ανάκαμψης μέσω υποτίμησης
σπρώχνει πολύ μακρυά την προοπτική της αύξησης της απασχόλησης και των
κοινωνικών δαπανών. Σε αυτή την περίπτωση ακόμα κι αν η έξοδος από το ευρώ
συνοδευόταν από διαγραφή μέρους του χρέους θα ήταν η επισφράγιση μιας ήττας,
και η εγκατάλειψη της προοπτικής να δοθεί κυρίως η μάχη στο πεδίο των
κοινωνικών συσχετισμών τόσο σε εθνικό, όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η επιδίωξη της αναδιανομής
πόρων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, με την αναστολή της εξυπηρέτησης του
χρέους και τη διαγραφή ενός μέρους του, με τη διεκδίκηση ευρωπαϊκών επενδυτικών
πόρων, με την αναδιανομή πλούτου και εισοδήματος στο εσωτερικό, συσπειρώνει
κοινωνικές συμμαχίες και όχι εθνικά κράτη. Το ισχυρότερο επιχείρημα πάνω στο
οποίο πρέπει να βασιστούν αυτές οι συμμαχίες δεν είναι η σοβαρότητα του
“προβλήματος” της Ελλάδας, αλλά η κοινωνική, παραγωγική και περιβαλλοντική
(δυνητική) αποτελεσματικότητα του σχεδίου ανασυγκρότησης. Η ανάπτυξη αυτού του
επιχειρήματος πρέπει να είναι ο στόχος των κοινωνικών δυνάμεων που στην Ελλάδα
αποτελούν την κοινωνική βάση αυτού του σχεδίου, ενώ η συνεργασία τους με άλλες
κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη πρέπει να βασίζεται στη
βεβαιότητα για τη δυνατότητα υλοποίησης αυτής της εναλλακτικής στρατηγικής.
Έχουμε βέβαια δρόμο να
διανύσουμε μέχρι να φθάσουμε σε ένα κινηματικά νομιμοποιημένο σχέδιο
ανασυγκρότησης στην Ελλάδα, το οποίο να παίζει ουσιαστικό ρόλο σχετικά με την
προγραμματική συζήτηση στην Ευρώπη. Το πιό πιθανό είναι οτι θα βρεθούμε σχετικά
σύντομα σε μια κατάσταση όπου θα έχει επιτευχθεί – από την κυβέρνηση της
Αριστεράς - μια ουσιαστική ρύθμιση για το χρέος (σημαντικότερη από την έτσι κι
αλλιώς προβλεπόμενη), ενώ συγχρόνως θα συνεχίζουν να υπάρχουν προβλήματα
διαθεσιμότητας δημοσίων πόρων και προβλήματα ρευστότητας, καθώς θα υστερούμε
από άποψη κινηματικής πίεσης για αναδιανομή εισοδήματος αφενός, και απόσπασης
αφετέρου μιας στήριξης της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος από την ΕΚΤ. Η
οικονομία θα ανακάμπτει λόγω αλλαγής της εισοδηματικής πολιτικής και της
ελαφράς αύξησης των κοινωνικών δαπανών, αλλά δεν θα έχουμε στη διάθεσή μας τους
πόρους που απαιτεί ένα αποτελεσματικό σχέδιο ανασυγκρότησης.
Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε
οτι θα μπορούσε να αποφασιστεί - σε συνθήκες διαπραγμάτευσης και αντιπαράθεσης
με την τροϊκα σχετικά με το χρέος και τα χαρακτηριστικά του σχεδίου
ανασυγκρότησης - μια έξοδος από το ευρώ για την ανάκτηση της δυνατότητας
άσκησης νομισματικής πολιτικής και αύξησης της ρευστότητας, που δεν θα
υποκαθιστούσε όμως την κινηματική και πολιτική πίεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ
ως προϊόν της διαπραγμάτευσης θα μπορούσε να αποφύγει κερδοσκοπικές επιθέσεις
σε βάρος του νέου νομίσματος. Η αντιμετώπιση του προβλήματος της χρηματοδότησης
και της ρευστότητας θα μπορούσε να πάρει και τη μορφή της έκδοσης
συμπληρωματικών νομισμάτων σε εθνικό επίπεδο, με τη διατήρηση της ένταξης στο
ευρώ. Εξάλλου, δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί σε ευρύτερη ευρωπαϊκή κλίμακα, η
προοπτική ενός νέου καθεστώτος ρύθμισης ισότιμων συναλλαγών και καταμερισμών
εργασίας, που θα περιελάμβανε τη συνύπαρξη εθνικών νομισμάτων.
Η ανασυγκρότηση δεν είναι
συνώνυμο της ανάκαμψης ή της ανάπτυξης. Είναι η ιδέα της ανάγκης ενός
προγράμματος που θα αμφισβητήσει τις αβυσσαλέες διαφορές μεταξύ κοινωνικών
τάξεων, αλλά και μεταξύ κρατών που διαμόρφωσε στο εσωτερικό της ΕΕ η οικονομική
κρίση και η διαχείρισή της από την τρόϊκα. Η ανασυγκρότηση απαιτεί σχεδιασμό
της υλοποίησης κοινωνικών, παραγωγικών και περιβαλλοντικών προτεραιοτήτων, τη
δημοκρατική νοιμιμοποίηση του σχεδιασμού και την υποστήριξη αυτού του σχεδίου
με αποφασιστικής σημασίας μεταφορές πόρων μεταξύ τάξεων και μεταξύ οικονομιών.
Δεν είναι απλώς ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, αλλά μια στρατηγική για τον 21ο
αιώνα. Είναι δύσκολο να διαμορφωθεί ως σχέδιο, και ακόμα δυσκολότερο να το
επωμιστούν και να το επιβάλουν οι κοινωνικές τάξεις που το έχουν περισσότερο
ανάγκη, αλλά δεν υπάρχει άλλη οδός. Το εντός ή εκτός του ευρώ είναι ένα ζήτημα
προς επίλυση, αλλά με κανένα τρόπο δεν είναι το σημαντικότερο ή το κυρίαρχο.
{26-12-2013]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου