γνώση και εργασία


Γνώση, εργασία και συλλογική δράση
(Final 18-04-2010)
1. Εισαγωγή
Η εξέλιξη των καπιταλιστικών κοινωνιών εμφανίζεται ως μια συνεχής πρόοδος και βελτίωση των γνώσεων των μισθωτών και των απασχολούμενων γενικώς, που οφείλονται στην εκπολιτιστική εν γένει αποστολή του κεφαλαίου. Η παρακολούθηση των σχέσεων εργασίας και γνώσης κατά του τελευταίους δύο αιώνες, οδηγεί όμως στο συμπέρασμα οτι οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής και οι διαχειριστές του χρηματικού κεφαλαίου, είχαν πάντοτε και συνεχίζουν να έχουν ως κύριο μέλημα την υποτίμηση άν όχι την υποβάθμιση των γνώσεων αυτών που απασχολούν, μέσω θεσμικών επιλογών που αφορούν είτε την εσωτερική οργάνωση της επιχείρησης, είτε τους κανόνες λειτουργίας της αγοράς εργασίας. 
Το κύριο μέλημα αυτών που αγοράζουν εργατική δύναμη είναι το πώς θα καθοριστεί και θα υλοποιηθεί η αξία χρήσης αυτού του εμπορεύματος, το πώς επομένως θα πειστεί ο μισθωτός να συμμετάσχει, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, και στα δύο αυτά στάδια της εργασιακής διαδικασίας. Πρόκειται για ένα σύνολο διεργασιών και αποφάσεων που περιλαμβάνουν αφενός τον καθορισμό οργανωτικών, χρονικών, γνωσιακών και τεχνολογικών επιλογών, και αφετέρου τον καθορισμό των επιλογών εκείνων που αφορούν ειδικότερα την αποδοχή από τον μισθωτό των συνθηκών αξιοποίησης της εργατικής του δύναμης. Έτσι, αν η απόσπαση υπεραξίας, ο καθορισμός της διαφοράς ανάμεσα στη αξία που παράγεται και την αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, αποτελεί το εμφανές πεδίο των κοινωνικών αγώνων στον καπιταλισμό, η διαμόρφωση της αξίας χρήσης της εργατικής δύναμης είναι το πεδίο όπου προσδιορίζονται τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της παραγωγής αλλά και της αναπαραγωγικής διαδικασίας.
Η επικράτηση του τευλορισμού από τις αρχές ως το τέλος σχεδόν του 20ου αιώνα, προκάλεσε τη γενικευμένη αποειδίκευση της εργασίας και τη μεταφορά των γνωσιακών λειτουργιών στο μάνατζμεντ και το κοινωνικό περιβάλλον του εργοδότη, διαμορφώνοντας έναν γενικό καταμερισμό των γνώσεων στις βιομηχανικές κοινωνίες. Ο καταμερισμός αυτός επηρέασε και τον τρόπο με τον οποίο οι οργανώσεις των μισθωτών και οι πολιτικές οργανώσεις που φιλοδοξούσαν να τους εκπροσωπούν, σκέφτηκαν και είχαν τη δυνατότητα να σκεφτούν τους κοινωνικούς αγώνες, ασχολούμενες κατά κύριο λόγο με τον καταμερισμό της παραγόμενης αξίας και το θεσμικό πλαίσιο που παγίωνε τις κατακτήσεις σε αυτό το επίπεδο, δηλαδή με το φορντιστικό “καθεστώς συσσώρευσης”. Παράλληλα ο κόσμος των εργοδοτών και των μάνατζερς αποκτούσε έναν καθοριστικό για τον καπιταλισμό δυναμισμό, μέσω διαδικασιών εκτός αγοράς, που συνδύαζαν άτυπες διαδικασίες εκμάθησης ή μεταφοράς γνώσης, απόκτηση συλλογικών δεξιοτήτων (όπως λέμε σήμερα) και αξιοποίησης θεσμών όπως η εκπαίδευση και η έρευνα. Η κεντρική ιδέα ήταν να παραμείνει ο κόσμος της εργασίας εκτός αυτών των διαδικασιών και αυτού του κοινωνικού χώρου, ή το πολύ να ενσωματωθούν επιλεκτικά περιορισμένες κατηγορίες κατόχων “εφαρμοσμένων” γνώσεων. Την ιδέα αυτή την βρίσκουμε και στην προσέγγιση της μαρξιστικής ορθοδοξίας (όπως θα δούμε στη συνέχεια), η οποία αντιμετώπισε την πρόσβαση μερίδας μισθωτών στη συστηματική γνώση και τις γνωσιακές διαδικασίες εντός των επιχειρήσεων, ως αδιάψευστη ένδειξη της απομάκρυνσης τους από τον κόσμο της εργασίας. Για τη μαρξιστική ορθοδοξία  η εργατική τάξη ήταν το άθροισμα των χειρωνακτικά εργαζόμενων μισθωτών, που ανήκαν σε άλλη τάξη, όχι μόνο σε σχέση με τους κατόχους των μέσων παραγωγής, αλλά και σε σχέση με τους διανοητικά εργαζόμενους.
Αγνοήθηκε όμως οτι η επιβολή ενός αυστηρού καταμερισμού εργασίας μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, είχε πάντοτε και διατήρησε έναν συγκρουσιακό χαρακτήρα. Γενικώς, η χειρωνακτική εργασία έχει πάντοτε ένα διανοητικό περιεχόμενο, ενώ η διανοητική εργασία καταλήγει πολλές φορές σε ένα υλικό αποτέλεσμα. Το πέρασμα στον τεϋλορισμό είχε ως κύριο σκοπό να αποδυναμώσει την αντίσταση των ειδικευμένων εργατών που ήταν αντιπροσωπευτικοί ενός συνδυασμού χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, καθώς αυτοί ήταν που μπορούσαν να αποφασίσουν για την οργάνωση και το περιεχόμενο της παραγωγής. Η μεταφορά της διοίκησης και οργάνωσης έξω από το χώρο της χειρωνακτικής εργασίας, μείωσε δραστικά το διανοητικό περιεχόμενο της εργασίας των εργατών, αλλά δεν το μηδένισε, ενώ απο την άλλη μεριά η αποτελεσματική λειτουργία του μάνατζμεντ (της διοίκησης και οργάνωσης), ήταν ακριβώς να προλαβαίνει την ενίσχυση της αυτονομίας των χώρων εργασίας, κάθε φορά που ετίθετο το ζήτημα της μετεξέλιξης ή μεταβολής των τεχνολογικών και οργανωτικών στοιχείων της παραγωγής. Ο αυστηρός διαχωρισμός χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας δεν αγνόησε μόνο την ύπαρξη αυτής της σύγκρουσης, αλλά στάθηκε και εμπόδιο για την κατανόηση της αδυναμίας του καπιταλισμού να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς να αναγνωρίσει με κάποιο τρόπο τη διανοητικότητα της παραγωτικής εργασίας.
Η μεταφορντιστική εποχή, σημαδεύεται από την οριστική αμφισβήτηση αυτού του διαχωρισμού ανάμεσα στην χειρωνακτική, κερματισμένη και αποειδικευμένη εργασία της μεγάλης πλειοψηφίας των μισθωτών και τη διανοητική εργασία στον χώρο της διοίκησης και οργάνωσης της παραγωγής, την οποία τροφοδοτούσαν αποκλειστικά το εκπαιδευτικό σύστημα και το σύστημα της επιστημονικής έρευνας. Πολλές παράλληλες εξελίξεις συνέβαλαν σε αυτή τη ρήξη. Η συνεχής άνοδος του μορφωτικού επιπέδου του εργαζόμενου πληθυσμού, και επομένως η ικανότητά του να αμφισβητεί την τευλορική οργάνωση και τους ρυθμούς της, οδήγησε σε ανανέωση των μορφών οργάνωσης της εργασίας με την εμπλοκή πλέον των εργατών σε διαδικασίες διοίκησης και οργάνωσης (όπως στο ιαπωνικό μοντέλο) και την ευρύτερη στη συνέχεια εμπλοκή των μισθωτών της παραγωγής σε διαδικασίες καινοτομίας που αφορούν την τεχνολογία, την οργάνωση, ή την ποιότητα των αγαθών ή υπηρεσιών. Η ενασχόληση με τη διοίκηση, την οργάνωση και την καινοτομία, ξεχείλισε από τον περιχαρακωμένο οργανωτικά και κοινωνικά χώρο του μάνατζμεντ, για να γίνει το αντικείμενο της δραστηριότητας ευρύτατων στρωμάτων μισθωτών, οδηγώντας σε ανατροπή του τύπου εργασιακής σχέσης της φορντιστικής εποχής: οι νέοι μισθωτοί έπρεπε όμως, είτε να αποκτήσουν με τα κατάλληλα κίνητρα ισχυρότερους δεσμούς με τις διοικήσεις, είτε να μεταφερθούν σε μια περιοχή αβεβαιότητας και ανασφάλειας, να πεισθούν με αυτό τον τρόπο οτι οι γνωστικές τους ικανότητές δεν συνεπάγονται με κανέναν τρόπο οτι έχουν μεταβάλει προς όφελός τους τον συσχετισμό δυνάμεων. 
Η διάδοση της εκπαίδευσης και ειδικότερα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε μεγάλες μερίδες της νεολαίας, και η επέκταση των ερευνητικών δραστηριοτήτων εντός ή εκτός των πανεπιστημίων, τροφοδότησαν διαδικασίες απόκτησης και παραγωγής γνώσεων, οι οποίες δεν αφορούσαν πλέον τον κοινωνικό χώρο των εργοδοτών και του μάνατζμεντ, ούτε ανταποκρινόταν αυστηρά στις αναπαραγωγικές ανάγκες των καπιταλιστικών κοινωνιών. Στα μεγάλα κινήματα που συμμάδεψαν την μεταπολεμική περίοδο, όπως το αντιαποικιακό, το αντιμπεριαλιστικό, το κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κίνημα για το περιβάλλον, δεν συμμετείχε μόνο ο φοιτητικός κόσμος, αλλά και ένα υπολογίσιμο μέρος του επιστημονικού δυναμικού των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων, σε συνδυασμό με πρωτοβουλίες μορφωμένων πολιτών που μπορούσαν πλέον μαζικά να αξιοποιήσουν γνώσεις προερχόμενες από τον επιστημονικό κόσμο. Η περίοδος αυτή σήμανε την ισχυρή τάση απελευθέρωσης των κινημάτων από τις κομματικές ιεραρχίες και αυτονόμησής τους με την αξιοποίηση γνωσιακού κεφαλαίου προερχόμενου από τους θεσμούς παραγωγής γνώσης. Σήμανε επίσης και την ανάπτυξη αυτόνομων κοινωνικών πρωτοβουλιών, με τις μορφές των επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας, μη κυβερνητικών οργανώσεων, ή ανεξάρτητων “κοινοτήτων γνώσης”. Όπως και την διεύρυνση της σημασίας των ατομικών διαδρομών απόκτησης γνώσεων και εμπειριών, στο εσωτερικό των συστημάτων εκπαίδευσης ή παραγωγής, μια εξέλιξη που εμφανίζεται ως συνυφασμένη με τη λειτουργία μηχανισμών αγοράς, αλλά είναι στην πραγματικότητα μια νέα δυνατότητα ατομικής συμβολής σε κοινωνικού χαρακτήρα πρωτοβουλίες και καινοτομίες.
Η μεταφορντιστική εποχή δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την εμφάνιση μιας νέας πνευματικής εργασίας στο εσωτερικό της επιχείρησης, αλλά και από την επέκταση μιας “μαζικής διανοητικότητας” (intellectualité de masse) στην κοινωνία. Η “άϋλη εργασία” (προσδιορισμού εν πολλοίς της αξίας χρήσης της εργατικής δύναμης), γίνεται πλέον το αντικείμενο της δραστηριότητας μεγάλης μερίδας των μισθωτών, πέρα από το παραδοσιακό μάνατζμεντ στις επιχειρήσεις, αλλά και το αντικείμενο της ευρείας κοινωνικής συνεργασίας και δημιουργικότητας, οι οποίες αναπτύσσονται τόσο εντός, όσο και εκτός των αναγνωρισμένων χώρων εργασίας. Την ίδια στιγμή όμως ο κίνδυνος απώλειας από την πλευρά του κεφαλαίου, του ελέγχου πάνω στο περιεχόμενο της εργασίας και το αποτέλεσμά της, είναι τόσο σοβαρός, ώστε να είναι αναγκαία η ριζική ανανέωση των κοινωνικών μηχανισμών ένταξης των μισθωτών στις διαδικασίες απόκτησης και χρήσης των γνώσεων, όπως και στις διαδικασίες διαμόρφωσης των παραγωγικών επιλογών. Η διαφοροποίηση των μισθωτών στις μεγάλες κατηγορίες των συμμάχων του κεφαλαίου και της μεγάλης μάζας των εξατομικευμένων ευέλικτα και πρόσκαιρα απασχολούμενων, αποτελεί το μεγάλο και φιλόδοξο εργοτάξιο των νέων εργασιακών και κοινωνικών πολιτικών, συγκρίσιμο με το εξίσου τερατώδες εργοτάξιο τιθάσευσης της μαζικής διανοητικότητας, με την πολύμορφη ιδιωτικοποίηση της έρευνας και της εκπαίδευσης, που ισοδυναμεί τόσο με την απελπισμένη προσπάθεια ελέγχου της παραγωγής και διάδοσης της γνώσης (η οποία δεν μπορεί να επιτυγχάνεται παρά μέσω της εξαγοράς ανθρώπων και υποβάθμισης θεσμών), όσο και με την μανιώδη καταπολέμηση των απόλυτα ανεπαρκών κατακτήσεων του εκδημοκρατισμού της πρόσβασης στην εκπαίδευση. Χωρίς να ξεχνάμε και τον ρόλο των επιχειρήσεων μαζικής ενημέρωσης που έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία μετατροπής τους σε εμφανώς ελεγχόμενους μηχανισμούς παρεμπόδισης της διάδοσης πληροφοριών και γνώσεων.
Οι κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις που γεννάει η προσπάθεια του κεφαλαίου να αντισταθεί στον κίνδυνο της απώλειας ελέγχου του περιεχομένου της εργασίας, δεν είναι προφανώς το αποτέλεσμα μιας εκτροπής από το φορντιστικό μοντέλο, που επιδιώκει την υπερκεμετάλλευση της εργασίας, ή την ικανοποίηση της ασυδοσίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Οι συγκρούσεις αυτές αφορούν τόσο τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, όσο και τις διεκδικήσεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στρέφονται προς την απόκτηση και την αξιοποίηση γνώσεων από τους ίδιους τους μισθωτούς. Οι έρευνες που πραγματοποίησε το ΙΝΕ κατά την προηγούμενη περίοδο, σε διαφορετικούς κλάδους, όπως η χημική βιομηχανία και τα πετρελαιοειδή και το δημοσιογραφικό επάγγελμα, όπως και μια πρόσφατη έρευνα στον τομέα των ταχυμεταφορών που θα αξιοποιήσουμε επίσης, προσφέρουν παραδείγματα προφανών διαδικασιών αναβάθμισης των γνώσεων των εργαζομένων, αλλά και δυνατοτήτων ενεργού παρέμβασής τους σχετικά με την οργάνωση και τους στόχους της παραγωγής αγαθών ή υπηρεσιών. Δείχνουν επίσης οτι οι ταξικές αντιπαραθέσεις επικεντρώνονται πλέον εκ των πραγμάτων στα ζητήματα που αφορούν τον έλεγχο της γνώσης και των δυνατοτήτων αξιοποίησής της.


2. Ο καταμερισμός της γνώσης στον φορντισμό και η κριτική του καπιταλισμού
Η αναδρομή στην φορντιστική περίοδο του καπιταλισμού δεν έχει μόνο ενδιαφέρον σχετικά με τον καταμερισμό εργασίας που εγκαθίδρυσε και εξέλιξε, διότι καθ’όλη την πορεία του 20ου αιώνα, επέτρεψε συγχρόνως μια εντυπωσιακή και ραγδαία κατά περιόδους ανάπτυξη της επιστήμης, των γνώσεων και των καινοτομιών, που πραγματοποιήθηκε σε ένα κοινωνικό χώρο απομακρυσμένο από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, κλειστό και από πολλές απόψεις μυστηριώδη, αλλά πάντως πολύ λίγο μελετημένο από τους κριτικούς του καπιταλισμού που έστρεφαν την προσοχή τους στη χειρωνακτική εργασία. Το γεγονός οτι ο κοινωνικός χώρος του μάνατζμεντ επικοινωνούσε με ένα εκπαιδευτικό και ερευνητικό σύστημα που ήταν μέχρι σχετικά πρόσφατα ένα δημόσιο θεσμικό πλαίσιο, περιέπλεκε τα πράγματα και απέκρυπτε κατά κάποιο τρόπο τις σημαντικές διεργασίες οι οποίες συνέβαιναν σε αυτό το χώρο. Το σημαντικότερο όμως ήταν οτι η εκπροσώπηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας, οι κομματικές και συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, όσο πιστές και να ήταν στον ρόλο τους, είχαν το μεγάλο μειονέκτημα της απόστασης από τον κοινωνικό χώρο όπου συνέβαιναν οι σημαντικές γνωσιακές, τεχνολογικές και οργανωτικές αλλαγές. Εγκλωβισμένες στη δεκδίκηση ενός μεγαλύτερου μεριδίου της πίττας, στην αναδιαπραγμάτευση του ποσοστού υπεραξίας, μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις μόνο στο πλαίσιο ατομικών διαδρομών, και τελικά κατέληγαν στην παραδοσιακή αντίληψη για τη γνώση που φθάνει στον κόσμο της εργασίας “από έξω”, χωρίς όμως να συμμετέχουν στις σημαντικές γνωσιακές διεργασίες οι οποίες από μια στιγμή και μετά δεν αφορούσαν μόνο τον χώρο του μάνατζμεντ, αλλά όλο και περισσότερο τους χώρους παραγωγής. 
Δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητό οτι η νεοφιλελεύθερη στροφή πραγματοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη στην περιθωριοποίηση των εκπροσώπων των εργατικών στρωμμάτων και την αδυναμία τους να συλλάβουν την μεταβατικότητα της περιόδου εκείνης και την ανα΄γκη να ξεφύγουν από την επανάληψη του προηγούμενου μοντέλου. Παράλληλο φαινόμενο είναι η διαδικασία κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία έχασε την πρωτεύουσα μάχη της γνώσης, απέναντι σε έναν παγκόσμιο καπιταλισμό ο οποίος, παρά μια περίοδο αμηχανίας μπροστά στην κρίση του φορντισμού, κατόρθωσε να διατηρήσει τη δυναμική προς την οικονομία της γνώσης, η οποία γεννήθηκε στην περίοδο της άνθησης και κάμψης του φορντιστικού μοντέλου. Δεν υπήρχε σχέδιο αξιοποίησης του δημόσιου χαρακτήρα των αναπτυσσόμενων, σε όλες τις βιομηχανικές χώρες, εκπαιδευτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων, και το αποτέλεσμα ήταν ότι οι οικονομικές ελίτ ανακάλυψαν γρήγορα και επέκτειναν τα οφέλη που θα είχε η είσοδος των επιχειρήσεων και της επιχειρηματικότητας στον χώρο παραγωγής γνώσης, και η διοχέτευση προς αυτή την κατεύθυνση της εφευρετικότητας και των καινοτομικών πρωτοβουλιών που αναπόφευκτα ανθούν στον επιστημονικό κόσμο. Επιδιώκοντας και κατορθώνοντας να οικοδομήσουν μια γερή συμμαχία μεταξύ των κεφαλαίου και σημαντικών μερίδων του επιστημονικού κόσμου και των πνευματικά εργαζόμενων κοινωνικών στρωμάτων.
Αυτός που έθεσε με τον πλέον γόνιμο τρόπο το θέμα της έκφρασης σε γνωσιακό επίπεδο μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης των αναγκών και συμφερόντων της τάξης των μισθωτών, ήταν ο Γκράμσι. Η έννοια των “οργανικών διανοουμένων” της εργατικής τάξης, που αποτελούν μια κοινωνική κατηγορία αντίστοιχη με τους οργανικούς διανοούμενους της αστικής τάξης, άνοιξε στην πραγματικότητα τους ασκούς του αιόλου σε σχέση με όλα τα ερωτήματα για το πώς σκέφτεται, πώς κατανοεί και πώς αποφασίζει η τάξη των μισθωτών. Σε οτι αφορά τους οργανικούς διανοουμένους της αστικής τάξης, όταν “ο καπιταλίστας επιχειρηματίας φέρνει μαζί του τον τεχνικό της βιομηχανίας, τον επιστήμονα της πολιτικής οικονομίας, τον οργανωτή μιας νέας παιδείας, ενός νέου δικαίου κλπ”1, δημιουργούνται καταστάσεις σε θεσμικό ή επιχειρησιακό επίπεδο όπου τα μέλη της αστικής τάξης συμμετέχουν ενεργά τόσο στην επεξεργασία των κατευθύνσεων που προκύπτουν από τα ταξικά τους συμφέροντα, όσο και στην επεξεργασία και υλοποίηση τεχνικών, οργανωτικών ή θεσμικών λύσεων που υπηρετούν αυτά τα συμφέροντα. Πώς όμως συμμετέχει η εργατική τάξη σε μια ανάλογη διαδικασία, όταν ούτε η θέση της στην κοινωνία, ούτε ο καταμερισμός εργασίας στην παραγωγή, της προσφέρουν τη δυνατότητα να κατέχει γνώσεις και να αξιοποιεί θεσμους με τον ίδιο τρόπο;
Τόσο η τοποθέτηση του Γκράμσι, όσο και η πραγματικότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας του 20ου αιώνα, υποδεικνύουν οτι η σχέση αστικής τάξης και οργανικών διανοουμένων της, συγκροτείται σε έναν οργανωμένο κοινωνικό χώρο, και δεν αφορά μόνο την υιοθέτηση ιδεολογικών θέσεων ή τη συμμετοχή σε πολιτικές οργανώσεις. Η διατύπωση που ακολουθεί αναδεικνύει αντί να αντιμετωπίζει τα προβλήματα που αφορούν την άλλη πλευρά: “Οι οργανικοί διανοούμενοι της εργατικής τάξης με τη σειρά τους ορίζονται αφενός από το ρόλο τους στην παραγωγή και την οργάνωση της εργασίας και αφετέρου από τον καθοδηγητικό πολιτικό τους ρόλο. Με την αναληψη της συνειδητής ευθύνης από αυτούς και με την απορρόφηση από τις εργατικές οργανώσεις ιδεών και πνευματικών ανθρώπων προερχόμενων από πιο προωθημένα στρώματα αστών διανοουμένων μπορεί η εργατική τάξη και τα συνδικάτα να ξεκολλήσουν από τον παραδοσιακό συντεχνιακό, γραφειοκρατικό και οικονομίστικο συνδικαλισμό και να προωθήσουν την ηγεμονία τους”2. Μια τέτοια περιγραφή αναφέρεται σε αθροίσματα ειδικών κοινωνικών ή ατομικών περιπτώσεων και όχι σε ευρείες κοινωνικές διεργασίες με διάρκεια και ορατότητα. Οι μόνες εμπειρίες που πλησιάζουν τη συγκρότηση σε μόνιμη βάση μιας σχέσης εργατικών στρωμάτων και οργανικών διανοουμένων, είναι αυτές των σοσιαλ-δημοκρατικών διακυβερνήσεων της Βόρειας Ευρώπης, όπου όμως δεν κατακτήθηκε η ηγεμονία της εργατικής τάξης, αλλά ένα θεσμοποιημένο κοινωνικό συμβόλαιο με την αστική τάξη.
Μετά όμως το εύστοχο (παρά τα ερωτηματικά που άφησε) προηγούμενο του Γκράμσι, οι προσεγγίσεις από την πλευρά των εκπροσώπων ιστορικών ρευμάτων του μαρξισμού του φαινομένου της ανάπτυξης της διανοητικής εργασίας, οδηγήθηκαν στην ταξινόμησή του με διάφορους τρόπους, που αντιμετώπιζαν το πρόβλημα των οργανικών διανοουμένων από την απλοποιημένη σκοπιά του κόμματος της εργατικής τάξης. Ο Ερνέστ Μαντέλ, αναγνωρίζοντας και αναλύοντας την επέκταση της πνευματικής εργασίας και την ανάπτυξη των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, οδηγήθηκε σε μια πολύ στενή παρουσίαση της εξέλιξης αυτής: “Η προλεταριοποίηση της διανοητικής εργασίας συνεπάγεται την ειδίκευσή της, ακόμα και τον κερματισμό της, την ακραία εξατομίκευσή της. Την εποχή που δοξάζουμε τους εμπειρογνώμονες, η απόκτηση μιας τέτοιας ειδίκευσης δεν είναι δυνατή παρά σε όλο και πιό στενά πεδία γνώσεων”3. Η ανάπτυξη της διανοητικής εργασίας στον καπιταλισμό οδηγεί επομένως στην ενσωμάτωσή της στην τευλορική οργάνωση της εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο η εμφάνιση στους χώρους παραγωγής μιας διανοητικής εργασίας με διοικητικές και οργανωτικές αρμοδιότητες, και ενεργό ρόλο στην καινοτομική δραστηριότητα και την τεχνολογική εξέλιξη, παραβλέπεται ή μάλλον αντιμετωπίζεται ως περιθωριακό φαινόμενο.
Η απάντηση που έδωσε ο Νίκος Πουλαντζάς στο ορατό από την αρχή της δεκαετίας του 60 φαινόμενο της επέκτασης της διανοητικής μισθωτής εργασίας, πήγε προς μια άλλη κατεύθυνση, εξίσου χαρακτηριστική της άρνησης των διανοουμένων που φιλοδοξούσαν να εκφράσουν την εργατική τάξη, να δεχθούν οτι η σχέση γνώσης και εργασίας μπορούσε να ξεφύγει από το στενό πλαίσιο της σχέσης κόμματος και τάξης. Η κατηγορηματική θέση οτι ανάμεσα στην διανοητική και χειρωνακτική εργασία υπάρχει “ανταγωνιστική αντίθεση”4, συνοδεύτηκε μάλιστα με την ταυτόχρονη απόρριψη δυο διαμετρικά αντίθετων προσεγγίσεων απέναντι στην εξελισσόμενη σχέση τεχνολογίας, εργασίας και γνώσης, της θέσης για τη “νέα επιστημονικοτεχνική επανάσταση” και της θέσης για τη “νέα εργατική τάξη”. Και αυτή η τόσο άκαμπτη και αδιέξοδη αντιμετώπιση της διανοητικής εργασίας, καταλήγει σε μια άλλη γενίκευση σχετικά με την επιστήμη που δεν είναι ποτέ καθαρή η ουδέτερη και υπάρχει μόνο με τη μορφή γνώσης στενά ενσωματωμένης στην κυρίαρχη ιδεολογία5. Μοιραία δηλαδή, η συνείδηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να φθάσει παρά ως το σημείο όπου αναγνωρίζει τον ηγετικό ρόλο του “κόμματος” και φυσικά των διανοουμένων του, ενώ η γνώση που κατέχουν δεν είναι συνάρτηση διεργασιών επιστημονικών ή γνωσιακών ευρύτερα μέσα στην κοινωνία, αλλά πηγάζει προφανώς από τις γραφές και την εξ’ορισμού ικανότητά του κόμματος και των διανουμένων του να τις ερμηνεύουν σωστά.
Για το ερώτημα που έχουμε θέσει εδώ, σχετικά με την εξέλιξη του μάνατζμεντ και της κριτικής του, έχει από πολλές πλευρές ενδιαφέρον η εμφάνιση της θέσης για την “επιστημονικοτεχνική επανάσταση” του Ράντοβαν Ρίχτα. Πρόκειται μάλιστα για μια θέση που επηρέασε εκείνη την εποχή σημαντικά κομμουνιστικά κόμματα, όπως το γαλλικό. Έχει καταρχάς σημασία οτι αναγνωρίζεται το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η κατονόηση των διεργασιών οι οποίες, στο εσωτερικό του χώρου της οργάνωσης και διοίκησης των επιχειρήσεων, διαμορφώνουν σε καθοριστικό βαθμό την εξέλιξη του καπιταλισμού. Η διαδικασία όμως που έχει καθοριστικό χαρακτήρα είναι η “επιστημονικοποίηση”6 της εξέλιξης αυτής, δηλαδή το γεγονός οτι η επιστήμη είναι η βασική κινητήρια δύναμή της. Όταν οι επιλογές που πραγματοποιούνται από τις διοικήσεις των επιχειρήσεων περνάνε από το μαύρο κουτί του ελέγχου που επιβάλει το κεφάλαιο, στον ορθολογισμό που επιβάλει η επιστήμη και η εξέλιξή της, έχουμε κάποια πρόοδο (τίθεται κάποιο θέμα), αν και πρόκειται για μια κραυγαλέα απλοποίηση. Δεν είναι τυχαίο οτι η προσέγγιση του Ρίχτα γεννήθηκε σε μια χώρα του υπαρκτού σοσιαλισμού, στο πλαίσιο μιας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας η οποία ξεκινούσε από την κορυφή σε μια κοινωνία έντονα ιεραρχημένη, με μια οικονομία η οποία είχε αντιγράψει τευλορικά και φορντιστικά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών οικονομιών, και ταυτοχρόνως δεν είχε ζήσει πραγματικά την εμπειρία ενός σύγχρονου βιομηχανικού μάνατζμεντ. 
Η κριτική του Ρίχτα αποτέλεσε όμως την ευκαιρία για να ξεκινήσει ένας προβληματισμός σχετικά με το πώς επηρεάζει τις καπιταλιστικές σχέσεις η εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης. Ο τσέχος συγγραφέας χρησιμοποιεί ως επιχείρημά του ένα απόσπασμα από τα Grundrisse του Μάρξ το οποίο αναφέρει ότι “...η εργασία παύει να είναι το καθοριστικό στοιχείο... μειώνεται σ’ένα ρόλο απαραίτητο βέβαια, αλλά υποδεέστερο σε σχέση με τη γενική επιστημονική δραστηριότητα, με την τεχνολογική εφαρμογή των φυσικών επιστημών κλπ”7. Ως απάντηση σε αυτή την “ορθολογική” και πολύ λίγο συγκρουσιακή ερμηνεία του Μάρξ, δεν ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί8 οτι λίγο πιό κάτω (στο κείμενο του Μαρξ) προστίθεται πως “ακόμα κι αν οι μηχανές είναι η πιο επαρκής μορφή της αξίας χρήσης του πάγιου κεφαλαίου, δεν συνάγεται καθόλου πως η υπαγωγή τους στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις αντιπροσωπεύει τον πιο επαρκή και τον καλύτερο τρόπο για τη χρησιμοποίησή τους”, και πως “το κεφάλαιο δεν χρησιμοποιεί τις μηχανές παρά μονάχα στο βαθμό που επιτρέπουν στον εργάτη να του αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνους του...”. Να λοιπόν που μαζί με την επιστημονική δραστηριότητα, υπάρχει στις επιχειρήσεις και η διανοητική δραστηριότητα που αφορά την καλύτερη υπαγωγή των μηχανών στις καπιταλιστικές σχέσεις. Το “μαύρο κουτί” έχει ανοίξει και η επιστήμη δεν συμμετέχει απλώς στην κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά πρέπει να μελετηθεί σαν αυτό που είναι, για να προσαρμοστεί στη συνέχεια στις επιταγές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Απέναντι σε μια θεώρηση (του Ρίχτα) που τελικά επιδιώκει να προσφέρει μια διέξοδο στην “άρχουσα τάξη” των σοσιαλιστικών καθεστώτων, με όχημα την ανάπτυξη της επιστήμης, γίνεται πλέον αποδεκτή η ανάγκη να μελετηθεί το πώς χρησιμοποιεί το κεφάλαιο τις μηχανές, το πώς οργανώνεται και διοικείται η παραγωγική διαδικασία.
Η επιτυχία που γνώρισε το έργο Labor and monopoly capital του Harry Braverman9 στο μέσο της δεκαετίας του 70, είναι μια επιπλέον απόδειξη της συνεχιζόμενης απροθυμίας μιας κριτικής της εργασίας στον καπιταλισμό, εμπνευσμένης από τον Μάρξ, να εγκαταλείψει μια τευλορική ανάγνωση των σχέσεων διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας και - το σπουδαιότερο - να δεχθεί οτι η διοίκηση και οργάνωση των επιχειρήσεων αποτελεί ένα θέμα προς μελέτη και για την κριτική του καπιταλισμού. Η ανακάλυψη και μελέτη του ιαπωνικού μοντέλου αποτέλεσε από αυτή την άποψη μια τομή10. Η αναγνώριση της σημασίας της πρωτοβουλίας εργατών για τον εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά και η εμπλοκή εργατών και υπαλλήλων σε διοικητικές και οργανωτικές διαδικασίες, καθώς και η αναγνώριση της υπεροχής αυτού του μοντέλου σε σχέση με τον τευλορικό καταμερισμό εργασίας, σήμαναν το τέλος του εγκλωβισμού της μεθόδου ανάλυσης σε μια απλοϊκή θεώρηση του “εργάτη” και στην αδυναμία κατανόησης της γνωσιακής δυναμικής του καπιταλισμού. Η ιαπωνική εμπειρία που προκαλούσε αμηχανία στους παραδοσιακούς μαρξιστές, ήταν από πολλές απόψεις προάγγελος μεταγενέστερων εξελίξεων που αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του 80, καθώς η “εξαγορά” των νέου τύπου εργατών και υπαλλήλων στις μεγάλες επιχειρήσεις με σημαντικά προνόμια στον τομέα της απασχόλησης, ήταν η άλλη πλευρά της ριζικής διχοτόμησης της αγοράς εργασίας και της συνύπαρξης των μεγάλων οργανωμένων επιχειρήσεων με μια θάλασσα μικρών επιχειρήσεων, όπου κυριαρχούσε η απόλυτη ανασφάλεια ως προς την απασχόληση11.
Η παρατήρηση όμως μιας τάσης αναβάθμισης των ειδικοτήτων αλλά και των πρωτοβουλιών για κατηγορίες που ανήκαν ως τότε στους χειρωνακτικά εργαζόμενους, αφορούσε από κάποια στιγμή και μετά επιχειρήσεις και στον ευρωπαϊκό χώρο. Εκτεταμένες έρευνες σε εργασιακούς χώρους κατέληξαν αρκετές φορές στην παρουσίαση ενός νέου μοντέλου παραγωγής12, το οποίο αναγνωρίζει τη σημασία των ατομικών και συλλογικών δεξιοτήτων και ικανοτήτων, καθώς και το ρόλο των ειδικοτήτων και της αυτονομίας των εργαζομένων. Παράλληλα, ασκήθηκε κριτική στην παραδοσιακή ανάλυση των χώρων εργασίας μέσω της έννοιας του καταμερισμού εργασίας και αναδείχθηκε η γονιμότητα μιας προσέγγισης που επικεντρώνεται στη συνεργασία13, και καταλήγει στην έννοια της “συλλογικής ειδίκευσης”. Μέσω ενός ερευνητικού έργου σε βιομηχανικούς κλάδους, διαπιστώθηκε μάλιστα η εμφάνιση μιας έντασης, ανάμεσα στην ατομική και τη συλλογική ειδίκευση, που αφορά το πώς τοποθετείται το άτομο (με τις γνώσεις και ικανότητές του) σε μια εργασιακή διαδικασία όλο και πιό κοινωνική14, όπου γνώσεις και δεξιότητες είναι σε μεγάλο βαθμό κοινές αλλά και συλλογικές. Οι έρευνες μας στην ελληνική χημική βιομηχανία15 ανέδειξαν τις ίδιες τάσεις αλλαγής του καταμερισμού της γνώσης μεταξύ μάνατζμεντ και χώρων παραγωγής, αναβάθμισης των γνώσεων των εργαζομένων και δημιουργίας χώρων συλλογικής μάθησης και απόκτησης ειδικοτήτων και δεξιοτήτων. Ανέδειξαν όμως επιπλέον οτι αυτές οι τάσεις αλλαγών εκδηλώνονται στο πλαίσιο ιεραρχημένων επιχειρησιακών δομών, τις οποίες δεν είναι πρόθυμες οι εργοδοτικές ηγεσίες να μεταβάλουν, ενώ οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν έχουν τη δυνατότητα να επιβάλουν ανατροπές προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης ενός ριζικά νέου καταμερισμού των γνώσεων και προτύπου διοίκησης.
Γιατί λοιπόν δεν κατόρθωσαν οι οργανωμένες δυνάμεις του κόσμου της εργασίας να αξιοποιήσουν αυτές τις εξελίξεις, μαζί με την “προλεταριοποίηση της διανοητικής εργασίας”, και να αναδείξουν αυθεντικούς “οργανικούς διανοούμενους”, παράλληλα με τη διαμόρφωση ενός σχεδίου για την κοινωνία με ηγεμονικές βλέψεις και προτάσεις; Οι αντικαπιταλιστικές πολιτικές δυνάμεις, αποτέλεσαν προϊόντα των επαναστάσεων του 20ου αιώνα, και παρέμειναν προσκολλημένες σε μοντέλα καθαρά τευλορικά και ιεραρχημένα (και σαφώς αυταρχικά), αδυνατώντας να κατανοήσουν τις αλλαγές στη σχέση διαφόρων κοινωνικών και εργατικών στρωμάτων με τη γνώση. Ανεξαρτήτως αποχρώσεων, αυτές οι πολιτικές δυνάμεις, δεν μπόρεσαν ειδικότερα να καταλάβουν την αδυσώπητη δυναμική προς την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, θεωρώντας τον ιδιότυπο ανατολικό φορντισμό ως ένα πλαίσιο στο οποίο μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μεταρρυθμίσεις. Από την άλλη μεριά οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ των καπιταλιστικών χωρών, κατανόησαν πολύ γρήγορα την απειλή που μπορούσε να αποτελέσει ο συνδυασμός κοινωνικών κινητοποιήσεων, όπως η  εξέγερση των νέων γύρω από το 1968, και οι εργατικές κινητοποιήσεις της δεκαετίας του 70, και πέρασαν παγκοσμίως στην υλοποίηση ενός νέου προγράμματος, το οποίο περιελάμβανε την αποδυνάμωση των συνδικάτων, τη ριζική αμφισβήτηση της σταθερότητας των εργασιακών σχέσεων και τον επανασχεδιασμό του χάρτη των κοινωνικών συμμαχιών με την ενσωμάτωση στην κυρίαρχη συμμαχία σημαντικών κατηγοριών διανοητικά εργαζόμενων μισθωτών. 
Δεν είναι τυχαίο οτι στην πραγματικότητα, μόνο στις σκανδιναβικές χώρες, όπου υπήρχε ένα ισχυρό σοσιαλ-δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο αναγεννήθηκε ένα σχέδιο διοίκησης και οργάνωσης των επιχειρήσεων και των οικονομιών, το οποίο να ακουμπάει σε υπαρκτές σύγχρονες πρακτικές.Ο συνδυασμός της ικανότητας σχεδιασμού πολιτικών, αξιοποίησης των επιστημονικών γνώσεων και διαχείρισης των εργασιακών σχέσεων (των τριών βασικών συστατικών της διοίκησης και οργάνωσης στην επιχείρηση και την οικονομία), προσέφερε τη δυνατότητα πραγματοποίησης αλλαγών προσεγγίσεων και στα τρία αυτά επίπεδα, χωρίς την υιοθέτηση της κυρίαρχης ανατρεπτικής νεο-φιλελεύθερης αντζέντας. Πρόκειται για τη μετεξέλιξη παλαιών κοινωνικών πρακτικών και θεσμικών ή κοινωνικών συνεργασιών, οι οποίες μπόρεσαν να διατηρήσουν την μεταξύ τους συνοχή και να ανανεώσουν συγχρόνως το συνολικό μοντέλο, κατορθώνοντας να συνδυάσουν δημόσιες και ιδιωτικές γνωσιακές πρακτικές, και παλαιές και νέες προσεγγίσεις της διαχείρισης των εργασιακών σχέσεων (π.χ. ευελιξία με ασφάλεια). Πρόκειται όμως και για ένα “μεταφορντιστικό” μοντέλο το οποίο παρέμεινε ιεραρχημένο, με έντονο το στοιχείο του άνισου καταμερισμού της γνώσης και επομένως της αντίστασης στην εξισωτική δυναμική της “οικονομίας της γνώσης”. 

3. Η έκρηξη της άϋλης εργασίας
Ο ρόλος των γνωσιακών διαδικασιών για την παραγωγή και την οικονομία έχει παραμείνει έως πρόσφατα στο σκοτάδι. Σύμφωνα με την Edith Penrose, “...Οι οικονομολόγοι ... θεωρούσαν οτι το όλο θέμα της γνώσης παραήταν ολισθηρό για να το προσεγγίσουν”16. Και ο Maurizio Lazzarato μας θυμίζει οτι πρόκειται για μια παλιά ιστορία διότι “στην καρδιά της παραγωγικής διαδικασίας βρίσκεται μια δύναμη που η εποχή [του Άνταμ Σμίθ] αγνοεί πλήρως: η γνώση...”17. Αλλά “δεν είναι αλήθεια οτι η παραγωγή πλούτου και η αξιοποίηση του κεφαλαίου ταυτίζονται. Για να ερμηνευθεί η παραγωγή της οικονομικής αξίας, χρειάζεται όλο και περισσότερο να ληφθούν υπόψιν δυνάμεις και δυναμικές που δεν είναι άμεσα οικονομικές’18. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η κριτική ανάλυση του φορντισμού, συνέχισε στην πραγματικότητα την πρακτική της πολιτικής οικονομίας, την ανάλυση των οικονομικών δυναμικών, και δεν φρόντισε να αναζητήσει τι συμβαίνει στους χώρους της διανοητικής εργασίας, ειδικότερα δε στους χώρους του μάνατζμεντ. Όταν όμως η εξέλιξη του καπιταλισμού δεν μπορούσε πλέον να γίνει αντιληπτή χωρίς αναφορά σε διαδικασίες παραγωγής και αξιοποίησης νέας γνώσης, διαπιστώθηκε οτι η οικονομία που βασίζεται στη γνώση, “περιλαμβάνει σήμερα οχι μόνο οργανωμένες μορφές παραγωγής και απόκτησης γνώσης, που αντιστοιχούν στους κύριους εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς θεσμούς, αλλά και το ευρύ πεδίο των διαδικασιών εκμάθησης που αφορούν όλο και περισσότερες καταστάσεις όπου παράγεται εμπειρογνωμοσύνη στο πλαίσιο της “κανονικής” παραγωγής και της χρήσης αγαθών και υπηρεσιών”19
Ακόμη και με αυτή την περιγραφή διαπιστώνεται η επέκταση και διάχυση στην κοινωνία της παραγωγής γνώσης και γνωσιακής ικανότητας (cognitive capacity), όχι μόνο στον καθόλου αμελητέο χώρο των μισθωτών του εκπαιδευτικού και ερευνητικού τομέα, αλλά και στους εργαζόμενους στην παραγωγή και στους χρήστες αγαθών και υπηρεσιών. Μια άλλη θεώρηση όμως δίνει έμφαση στον εξ αρχής συγκρουσιακό χαρακτήρα της μετεξέλιξης του καπιταλισμού: “Ο γνωσιακός καπιταλισμός (capitalisme cognitif), μαζί με τον εντυπωσιακό εξοπλισμό του σε νέες ΤΠΕ, είναι το ιστορικό προϊόν ενός βαθύτατου κινήματος εργατικής εξέγερσης: του κινήματος που πήρε διάφορες μορφές άρνησης της εργασίας, αλλά τροφοδότησε κυρίως μια συνεχή πίεση για τον εκδημοκρατισμό της πρόσβασης στα πανεπιστήμια και τα τεχνολογικά ινστιτούτα”20. Η προσέγγιση αυτή είναι περισσότερο αποκαλυπτική καθώς προσφέρει τη δυνατότητα κατανόησης της ανατροπής που έγινε στον τρόπο οικοδόμησης των κοινωνικών συμμαχιών στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο, με την επιθετική πολιτική εξατομίκευσης των σχέσεων εργασίας και των διαδικασιών εκμάθησης, και τον διαχωρισμό των μισθωτών σε αυτούς που αμοίβονται καλύτερα (και νοιώθουν περισσότερο ασφαλείς λόγω κυρίως των εισοδημάτων τους) για να υπηρετήσουν τον δυναμισμό του νέου καπιταλισμού, και σε αυτούς που ασχολούνται με παραδοσιακές δραστηριότητες και μεταφέρονται στον χώρο της ανασφάλειας και της φτηνής εργασίας. Οι παραδοσιακές κριτικές του καπιταλισμού εμφάνισαν τις νέες τάσεις ως μια μετεξέλιξη της συμμαχίας αστικής και μικροαστικής τάξης21 που δεν απαιτεί καμμία ανατροπή του υπάρχοντος τρόπου προσέγγισης. Αλλά οι υποστηρικτές του “καπιταλισμού της γνώσης”, απομάκρυναν από το πεδίο των κοινωνικών ανταγωνισμών και ιεραρχιών τις γνωσιακές διαδικασίες και εμφάνισαν τον δυναμισμό των διαδικασιών αυτών ως κάτι που αφορά το σύνολο των οργανωτικών  δομών, ξεχνόντας οτι οι ανισότητες και ιδιαίτερα οι ανισότητες ως προς την γνώση συνεχίζουν να αποτελούν (όπως και στον φορντισμό) ένα χαρακτηριστικό των “οργανώσεων” στον καπιταλισμό22
Η ιδέα οτι η κριτική του καπιταλισμού ενδιαφέρεται κατά κύριο λόγο για την υλική εργασία και οτι η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης αφορά στην ουσία το ποσοστό της υπεραξίας σε σχέση με την ανταλλακτική αξία της εργατικής δύναμης, αφήνει εκτός συζήτησης τον γνωστό διαχωρισμό από τον Μάρξ της ανταλλακτικής αξίας της εργατικής δύναμης (του εμπορεύματος εργατική δύναμη), από την αξία χρήσης της εργατικής δύναμης, από τη διαμόρφωση δηλαδή στην επιχείρηση των συνθηκών υπό τις οποίες θα αξιοποιηθεί η ικανότητα προς εργασία του μισθωτού. Ακόμα και την εποχή του φορντισμού, οι διαδικασίες μέσω των οποίων οργανώνεται η παραγωγή, χρησιμοποιείται η εξελισσόμενη τεχνολογία και εξασφαλίζεται η ενεργός συμμετοχή των εργαζομένων στην παραγωγή, οι διαδικασίες που εντάσσονται στην διοίκηση και οργάνωση (μάνατζμεντ) της επιχείρησης, απαιτούσαν γνώσεις, εμπειρία και εφευρετικότητα. Η αξία χρήσης της εργατικής δύναμης μπορεί να μεταβληθεί λόγω νέων τεχνολογικών και οργανωτικών λύσεων (ανεξάρτητα από την εξέλιξη της σχέσης νεκρής και ζωντανής εργασίας) και να βελτιωθεί σημαντικά η παραγωγικότητα ή η ποιότητα των προϊόντων, επηρεάζοντας τις συνθήκες στις οποίες διαμορφώνεται η ανταλλακτική αξία. Η δραστηριότητα που συνδέεται με τον καθορισμό της αξίας χρήσης της εργατικής δύναμης είναι απαραίτητη, είναι συλλογική και είναι συνάρτηση γνώσεων, εμπειριών και ικανοτήτων ενός ανθρώπινου δυναμικού που εργάζεται σε αυτό το πλαίσιο. Όταν οι δραστηριότητες, στην επιχείρηση και στην οικονομία συνολικά, οι οποίες δεν αφορούν άμεσα την υλική παραγωγή, αλλά αφορούν την έρευνα και καινοτομία, την αναζήτηση νέων τεχνολογικών ή οργανωτικών λύσεων, την επικοινωνία μεταξύ των τμημάτων και των ατόμων, είναι δραστηριότητες που επεκτείονται, λόγω της επιτάχυνσης των αλλαγών, ή λόγω της επέκτασης της επιχειρηματικής δράσης σε νέους τομείς υπηρεσιών, τότε ο καθορισμός και η μεταβολή της αξίας χρήσης της εργατικής δύναμης απασχολεί πλέον ένα υπολογίσιμο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού.
Η ιστορική εξέλιξη που μας οδήγησε στη σημερινή μεταφορντική περίοδο, ανέδειξε καταρχάς την αντίθεση ανάμεσα στην απλή εργασία και την ειδικευμένη ή σύνθετη εργασία, και ήδη η αυξημένη παραγωγικότητα της δεύτερης “προκύπτει από την αξία του προϊόντος της αντί να την ερμηνεύει”, η παραγωγικότητα δηλαδή της σύνθετης εργασίας (που είναι σε μεγάλο βαθμό διανοητική) δεν μπορούσε πλέον να αξιολογηθεί παρά επι του αποτελέσματός της και όχι με βάση τον χρόνο εργασίας όπως για την απλή εργασία. Αλλά και η αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγική εργασία (την εργασία που παράγει κεφάλαιο) και την μη παραγωγική εργασία, είναι περιοριστική καθώς η παραγωγική εργασία είναι όλο και περισσότερο συνάρτηση της συνεργασίας, μιας δραστηριότητας που δεν είναι άμεσα παραγωγική και “διευρύνεται στο μέτρο που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις”. Μια τρίτη, τέλος, αντίθεση οφείλεται στο γεγονός οτι η παραγωγική εργασία της διανοητικής και επιστημονικής εργατικής δύναμης δεν μπορεί να υπολογιστεί ως άθροισμα απλής εργασίας ή ως προϊόν της συνεργασίας, όσο σύνθετη και να είναι, καθώς “η πνευματική και επιστημονική εργασία είναι έκφραση της δημιουργικότητας” και αποκτά “ηγεμονικό χαρακτήρα... κατά την μεταβιομηχανική περίοδο”23. Κατά την περίοδο του φορντισμού, η προοδευτική επέκταση της ειδικευμένης και διανοητικής εργασίας, μπόρεσε να παραμείνει εκτός του ταξικού ανταγωνισμού για την αξία της εργασίας και την υπεραξία, καθώς σε συνθήκες μεγέθυνσης των βιομηχανικών οικονομιών και διευρυμένης συσσώρευσης του κεφαλαίου, η πίεση των αυξανόμενων αμοιβών μεταφερόταν επιτυχώς στην αποτελεσματικότερη αξιοποίηση της εργατικής δύναμης. Η κρίση του φορντισμού ήταν το προϊόν μιας νέας συγκυρίας κατά την οποία οι αυξημένες απαιτήσεις των οργανωμένων δυνάμεων της εργασίας, ανάγκασαν το κεφάλαιο να περάσει “σε μια συνεχή αναδιοργάνωση της εκμετάλλευσης, σε μια όλο και μεγαλύτερη εντατικοποίηση της παραγωγής και στην επέκταση σε παγκόσμιο επίπεδο της κυριαρχίας του”24
Αλλά το πέρασμα σε μια νέα περίοδο χαρακτηρίζεται, σε ότι αφορά την εργασία, από τον κυρίαρχο πλέον ρόλο της “άϋλης εργασίας”25, της εργασίας που αφορά το πληροφοριακό και πολιτιστικό περιεχόμενο των εμπορευμάτων. Από τη μια πλευρά, το “πληροφοριακό περιεχόμενο” αναφέρεται κατευθείαν “στις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στις εργασιακές διαδικασίες στις μεγάλες εταιρίες του βιομηχανικού και του τριτογενούς τομέα, όπου οι ειδικότητες και δεξιότητες που χρησιμοποιούνται στην άμεση εργασία αφορούν όλο και περισσότερο την κυβερνητική και τον έλεγχο μέσω υπολογιστών (και την οριζόντια και κάθετη επικοινωνία)”. Από την άλλη μεριά, οι δραστηριότητες που παράγουν το “πολιτιστικό περιεχόμενο” του εμπορεύματος, είναι η “άϋλη εργασία η οποία περιλαμβάνει δραστηριότητες που δεν αναγνωρίζονται κανονικά ως ‘εργασία’ - το είδος δηλαδή των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν τον ορισμό και καθορισμό πολιτιστικών και καλλιτεχνικών κανόνων, τη μόδα, τα γούστα, τα πρότυπα των καταναλωτών και, ευρύτερα, της κοινής γνώμης”26. “Αυτές οι δραστηριότητες που ήταν κάποτε το προνομιακό πεδίο της αστικής τάξης και των παιδιών της, έχει από τα τέλη της δεκαετίας του 70 μετατραπεί στο πεδίο αυτού που έχουμε ονομάσει ‘μαζική διανοητικότητα’. Οι βαθειές αλλαγές σε αυτούς τους στρατηγικούς τομείς έχουν αλλάξει όχι μόνο τη σύνθεση, τη διοίκηση και οργάνωση και τη διαχείριση της εργατικής δύναμης - την οργάνωση της παραγωγής - αλλά επίσης, και βαθύτερα ακόμα, το ρόλο και τις λειτουργίες των διανοουμένων στο πλαίσιο της κοινωνίας”27.
Οι τεχνικές του μάνατζμεντ αναζητούν πλέον μεθόδους για “να είναι η ψυχή του εργάτη μέρος της επιχείρησης”. Η προσωπικότητα και η υποκειμενικότητα πρέπει να αναλαμβάνουν οργανωτικές και διοικητικές πρωτοβουλίες και η εργασία είναι πλέον η ικανότητα ενεργοποίησης και διοίκησης παραγωγικών συνεργασιών. “Φθάσαμε στο σημείο όπου η συλλογική διαδικασία εκμάθησης βρίσκεται στην καρδιά της παραγωγικότητας”28. Αλλά η ανάδειξη της υποκειμενικότητας δεν καταργεί τον ανταγωνισμό μεταξύ ιεραρχίας και συνεργασίας, μεταξύ αυτονομίας και διοίκησης, και τον αναπαράγει σε ένα ανώτερο επίπεδο. Στην πραγματικότητα οι εργοδότες είναι πολύ ανήσυχοι λόγω του διπλού προβλήματος που δημιουργείται: “από τη μία μεριά, είναι αναγκασμένοι να αναγνωρίσουν την αυτονομία και την ελευθερία του εργαζόμενου ως τη μόνη μορφή συνεργασίας στην παραγωγή, αλλά από την άλλη μεριά και ταυτοχρόνως, είναι αναγκασμένοι (μια αναγκαιότητα ζωής και θανάτου για τον καπιταλιστή) να μην ‘αναδιανέμουν’ την εξουσία που συνεπάγεται η νέα ποιότητα της εργασίας και η οργάνωσή της”29. Τα εργαλεία με τα οποία οι εργοδότες μπόρεσαν να διαχειριστούν αυτήν την αντίθεση είναι πλέον γνωστά και πρόκειται, σε συνθήκες υψηλής ανεργίας και αβεβαιότητας ως προς την απασχόληση, για την ένταξη των εργαζομένων με υψηλές ειδικεύσεις στον πυρήνα των διαδικασιών εκμάθησης, πολλές φορές με υψηλές αμοιβές αλλά και ισχυρές δόσεις αβεβαιότητας, και για την παθιασμένη επέκταση του χώρου της ανασφάλειας στις χαμηλότερες ειδικεύσεις, όπου όμως (θα το δούμε στη συνέχεια) η πνευματικότητα της εργασίας είναι παρολ’αυτά απαραίτητη προϋπόθεση της ύπαρξης μιας στοιχειωδώς αποτελεσματικής οργάνωσης της εργασίας.
Καθώς είναι περίπου αναπόφευκτο να δεχθούμε οτι βρισκόμαστε στην εποχή του “καπιταλισμού της γνώσης” (ή του “γνωσιακού καπιταλισμού”), αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία από την ονομασία είναι να γίνει σαφές οτι διανύουμε μια νέα περίοδο στη σχέση κεφαλαίου και εργασίας, οτι η σχέση αυτή έχει διατηρηθεί χάρη σε ένα εξωφρενικό κόστος το οποίο ξεδιπλώνεται αυτή την ιστορική στιγμή με την παγκόσμια κρίση, και οτι σε αυτές τις νέες συνθήκες, η υπέρβαση πρέπει να βασιστεί στην πρωτοφανή ανάπτυξη γνωστικής ικανότητας των ανθρώπων, στην εξίσου πρωτοφανή διάχυση των διαθέσιμων γνώσεων και στη δημιουργία ενός νέου δημόσιου χώρου παραγωγής και αξιοποίησης γνώσεων. Η συστηματική καταγραφή των κατηγοριών δραστηριοτήτων που συνθέτουν την οικονομία της γνώσης, οδηγεί καταρχάς στο διαχωρισμό ανάμεσα στις ανεξάρτητες εργασίες έρευνας και ανάπτυξης και τις διαδικασίες εκμάθησης κατά την παραγωγή (καθώς πραγματοποιούνται πειραματισμοί κατά τη διάρκεια της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών), και επίσης στο διαχωρισμό ανάμεσα στο “ερευνητικό μοντέλο παραγωγής γνώσης” σε απόσταση από την παραγωγική διαδικασία, και το “οργανωτικό μοντέλο παραγωγής γνώσης” το οποίο χρησιμεύει στην ολοκληρωμένη υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας30. Επίσης, ενώ η έρευνα παραμένει σε μεγάλο βαθμό το αντικείμενο δημοσίων ιδρυμάτων, τα οποία συνυπάρχουν με ιδιωτικές ερευνητικές δραστηριότητες, και οι διαδικασίες εκμάθησης στην παραγωγή δεν είναι το μονοπώλιο του ιδιωτικού τομέα, έχουν πλέον εμφανιστεί οι “κοινότητες γνώσεις” οι οποίες είναι “νέες οργανώσεις οι οποίες ασχολούνται ειδικά με την παραγωγή και αναπαραγωγή γνώσης μέσω αποκεντρωμένων και συνεργατικών διαδικασιών”31
Όταν υιοθετείται μια τέτοια ανοιχτή προσέγγιση, που προσπαθεί να κατανοήσει τις πολλαπλές διαδικασίες παραγωγής νέας γνώσης και την παράλληλη διεύρυνση των κοινωνικών δραστηριοτήτων τις οποίες μπορούν πλέον να τροφοδοτήσουν, διαπιστώνεται οτι η επέκταση της άϋλης εργασίας συνδυάζεται με την επιτάχυνση των διαδικασιών παραγωγής γνώσης και με την εμφάνιση διαφορετικών δυνατοτήτων παραγωγικής αξιοποίησης των διαθέσιμων γνώσεων, πολύ περά από τα όρια της καπιταλιστικής επιχείρησης. Δυνατότητες που οφείλονται σε καθοριστικό βαθμό στην μη ανταγωνιστική, μη αποκλειστική και σωρευτική διάχυση των γνώσεων, και φυσικά στην επίσης επιταχυνόμενη δυνατότητα του επιστημονικού δυναμικού, του εργατικού δυναμικού και των πολιτών, να εμπλέκονται σε διαδικασίες αξιοποίησης διαθέσιμων γνώσεων, εντός και εκτός του προυπάρχοντος θεσμικού πλαισίου. Σε διεθνές επίπεδο οι πρωτοβουλίες στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας, η ανάπτυξη μη κυβερνητικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται σε θέματα επιστημονικά και πολιτικής (περιβαλλοντικές), σε θέματα υπηρεσιών (γιατροί), ή σε θέματα ενημέρωσης και παροχής πληροφοριών (παρατηρητήρια), η δημιουργία στο πλαίσιο επιστημονικών κοινοτήτων (ανοιχτό λογισμικό), πανεπιστημίων και ερευνητικών ιδρυμάτων, ή ακόμα και υπηρεσιών του κράτους πρόνοιας, εναλλακτικών δικτύων συνεργασίας και διατύπωσης προτάσεων πολιτικής, και οι διάφορες εναλλακτικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες σε τοπικό επίπεδο, αποτελούν εκδηλώσεις μιας “συλλογικής επανιδιοποίησης των πνευματικών δυνάμεων της παραγωγής που έχει αμφισβητήσει τη λογική της πόλωσης της γνώσης η οποία χαρακτηρίζει τον βιομηχανικό καπιταλισμό”32.
Η προσέγγιση της οικονομίας της γνώσης που κυριαρχεί στους διεθνείς οργανισμούς, είναι φυσικά αυτή που συγκεντρώνει την προσοχή στην ερευνητική διαδικασία στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, που θέλει να εμφανίζει τις επιχειρήσεις και την επιχειρηματικότητα ως την κινητήρια δύναμη της παραγωγής νέας γνώσης, που συνδυάζεται με την προσπάθεια να εμφανιστεί η γνώση ως εμπόρευμα, ή καλύτερα εικονικό εμπόρευμα, το οποίο παραμένει υπό τον έλεγχο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Αυτή είναι στην πραγματικότητα και η προσέγγιση του “σκανδιναβικού μοντέλου”33, το οποίο αποδέχεται και την γενικευμένη ιδιωτικοποίηση, υποστηρίζοντας όμως τη διατήρηση των βασικών θεσμών του κοινωνικού κράτους. Ένας τέτοιος ορίζοντας είναι και αυτός που πείθει επιπλέον πολλούς οικονομολόγους με κριτική στάση απέναντι στον καπιταλισμό.  Ολοκληρωμένες θεωρήσεις της οικονομίας της γνώσης (οι οποίες δεν επιδιώκουν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό) καταλήγουν όμως στο συμπέρασμα οτι απαιτείται “...η αναγκαστική αναζωογόνηση του πεδίου της δημόσιας γνώσης...που “κάνει δυνατή την αναδιάρθρωση και αναζωογόνηση της λογικής που αφορά την δημόσια στήριξη και τη δημόσια ιδιοκτησία στις οικονομίες μας”34. Καθώς “η επανεμφάνιση συλλογικών μορφών οργάνωσης (δίκτυα, συμεργασίες κλπ) που επιδιώκουν να λύσουν προβλήματα έρευνας και ολοκληρώσεων, δείχνουν οτι η δημόσια διάσταση γεννιέται και αναγεννιέται παντού”35.
Παραβλέπεται με πολλούς τρόπους, τόσο το βάθος της χρόνιας κρίσης του συστήματος που υποκρύπτει η μετάβαση στην οικονομίας της γνώσης, όσο και η νέα μορφή που έχει πάρει ο ανταγωνισμός κεφαλαίου και εργασίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία οτι η εργατική δύναμη είτε είναι χειρωνακτική, είτε διανοητική, παράγει αξία, αλλά η έκρηξη της άϋλης εργασίας κάνει ώστε ο χρόνος εργασίας να μην είναι πλέον το κοινό μέτρο της αξίας αυτής, σε οτι αφορά την οικονομία στο σύνολό της και σε ότι αφορά τη διαπραγμάτευση μεταξύ εργοδοτών και μισθωτών. “...Η ζωντανή εργασία αναλαμβάνει πλέον ένα μεγάλο μέρος των λειτουργιών που αναλάμβανε παλαιότερα το σταθερό κεφάλαιο. Η γνώση είναι επομένως κατανεμημένη όλο και περισσότερο συλλογικά, και ανασυγκροτεί τόσο την εσωτερική οργάνωση των επιχειρήσεων, όσο και τις σχέσεις τους με τον έξω κόσμο”. “...Στο επίπεδο της κάθε επιχείρησης, η δραστηριότητα που παράγει αξία συμπίπτει όλο και λιγότερο με τους ενιαίους χώρους και χρόνους που χαρακτήριζαν τις ρυθμίσεις των συλλογικών χρόνων κατά την φορντιστική περίοδο”36. Όταν η διανοητική εργασία που παράγει την καινοτομία, τη συνεργασία και την οργάνωση, έχει ξεφύγει από τον άμεσο περίγυρο του εργοδότη, που αποτελούσε η διεύθυνση της επιχείρησης (και επιπλέον δεν μπορεί να αμοίβεται από την υπεραξία), το πρόβλημα δεν είναι πλέον για την καπιταλιστική επιχείρηση ο υπολογισμός του χρόνου εργασίας, αλλά η εξασφάλιση της υποταγής όλων των κατηγοριών εργαζομένων, με διαφοροποιήσεις αμοιβών και άλλα κίνητρα ή αντικίνητρα, ανάλογα με τις “ανάγκες” του συγκεκριμένου εργοδότη, δηλαδή η γενίκευση της “ευελιξίας”, που διεκδικεί σήμερα ο κάθε επιχειρηματίας όσο “εκτός αγοράς” κι αν είναι. Το μόνο διαθέσιμο μέτρο είναι επομένως η συγκεκριμένη κερδοφορία ή καλύτερα η χρηματιστηριακή αξία, με τον ίδιο τρόπο που σε μια κοινωνία η οποία θα αξιοποιούσε το αποτέλεσμα της συλλογικής διανοητικής εργασίας, το μόνο δυνατό μέτρο θα ήταν το συνολικό αποτέλεσμα. “’Ολα συμβαίνουν σαν να αντιστοιχούσε στη διαδικασία αυτονόμησης της εργασιακής συνεργασίας, μία παράλληλη διαδικασία αυτονόμησης του κεφαλαίου, με την αφηρημένη, ιδιαίτερα ευέλικτη και κινητική μορφή του χρηματικού κεφαλαίου”37.
Η ελληνική περίπτωση είναι αναμφισβήτητα ένα καλό παράδειγμα για το πώς η στρατηγική της ευελιξίας στην απασχόληση μπορεί να βασιστεί στο προηγούμενο καθεστώς που επικρατούσε στη λεγόμενη αγορά εργασίας (όπως ανάλογα και αντίθετα στο σκανδιναυικό μοντέλο), αλλά το ελληνικό παράδειγμα είναι ακόμη πιό ενδιαφέρον σε οτι αφορά την καταστροφική επίπτωση της κυρίαρχης σήμερα στρατηγικής στον τομέα της γνώσης. Ενώ τα αποτελέσματα του καπιταλισμού της γνώσης εμφανίζονται από τους υποστηρικτές του, ως το προϊόν της στροφής προς την ιδιωτική παραγωγή γνώσης, δεν θα μπορούσαν να είναι αυτά που είναι στο σύνολο του βιομηχανικού κόσμου χωρίς την αποφασιστική συνδρομή του δημόσιου τομέα παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης, χωρίς την κληρονομιά του φορντισμού σε αυτό τον τομέα και τις επιπτώσεις αυτής της κληρονομιάς για την “μαζική διανοητικότητα”. Στην ελληνική περίπτωση, η αδυναμία των δημόσιων θεσμών, στον εκπαιδευτικό και ερευνητικό τομέα, σε συνδυασμό με την αναμονή της δραστηριοποίησης των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των ιδιωτών στην έρευνα και καινοτομία, και στην εκπαίδευση, έχουν οδηγήσει στο τραγικό αποτέλεσμα της συσσωρευόμενης απώλειας παραγωγικού ιστού και ανταγωνιστικότητας, της ανάπυξης ενός παρασιτικού ιδιωτικού εκπαιδευτικού συστήματος και συστήματος κατάρτισης, και της αδρανοποίησης του δημοσίου συστήματος εκπαίδευσης και έρευνας, μέσω της στήριξης και χρηματοδότησης των προσωπικών στρατηγικών του επιστημονικού προσωπικού. 
Χαρακτηριστικό είναι και το τι συμβαίνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο: ο συνολικός λόγος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εμπνέεται από τις λειτουργίες που εξασφάλιζαν οι πιό προχωρημένες κατακτήσεις της φορντιστικής περιόδου, όπως ο κοινωνικός διάλογος, η αντιστοίχηση αγοράς εργασίας και εκπαίδευσης ή κατάρτισης, αναπτύσσει μια ενοποιητική προοπτική (αφήνοντας στα εθνικά κράτη τους συνδυασμούς ιδιωτικού και δημοσίου), ενώ τα κράτη μέλη κάνουν αυτά που προκύπτουν από τον συνδυασμό του κληρονομημένου θεσμικού πλαισίου και της στροφής προς το ιδιωτικό και το επιχειρηματικό, με τις επακόλουθες επιπτώσεις για την οικονομία και την εργασία38. Αντίθετα ο συνδυασμός θεσμικών κατακτήσεων της προηγούμενης περιόδου και ανεξάρτητων πρωτοβουλιών, έχει οδηγήσει στα πλέον σημαντικά και πολλές φορές εντυπωσιακά αποτελέσματα. Μόνο τρόμο μπορεί να προκαλέσει λ.χ. η ιδέα οτι η επιστημονική και πολιτική δραστηριότητα σχετικά με την κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να είχε αφεθεί σε ιδιωτικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Η σημερινή κατάσταση, το γεγονός δηλαδή οτι υπάρχει ένα έγκυρο και εξελισσόμενο σώμα επιστημονικών γνώσεων, οτι έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο προτάσεων, με αποτελέσματα τα οποία δεν είναι ικανοποιητικά, αλλά υπάρχουν και μπορεί να εξελιχθούν, οφείλεται στο ότι δημόσιοι και διακρατικοί θεσμοί, μη κυβερνητικές οργανώσεις και δίκτυα οργανώσεων πολιτών ικανά να γνωρίζουν και να παρεμβαίνουν, έχουν ταυτοχρόνως παράγει γνώση και δραστηριοποιηθεί με μια λογική υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος σε πλανητικό επίπεδο. Πρόκειται για το πιό χαρακτηριστικό και δραματικό παράδειγμα της ανάγκης (και δυνατότητας) μετάβασης σε μια εποχή κατά την οποία η παραγωγή γνώσης για το κοινό συμφέρον αποτελεί τη βάση για την εξέλιξη των κοινωνιών μας.
Ο καπιταλισμός της πρωτοκαθεδρίας της ιδιωτικής επιχείρησης στα θέματα της έρευνας και της καινοτομίας, δεν οδηγεί μόνο στην μαζική ανεργία και φτώχεια, και στην ραγδαία καταστροφή του περιβάλλοντος, αλλά οδηγεί επίσης στην υποβάθμιση και σπατάλη του γνωσιακού κεφαλαίου, και στην υποτίμηση και αχρήστευση της γνωστικής ικανότητας των ανθρώπινου δυναμικού. Η αξιοποίηση αυτής της γνωστικής ικανότητας είναι το κλειδί για να δοθούν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ανθρώπινες κοινωνίες, με την αποκατάσταση των κοινωνικών ισορροπιών, την επιτάχυνση των αναγκαίων τεχνολογικών και παραγωγικών μεταβολών, και την αποφασιστική ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα των θεσμικών λειτουργιών. Αυτό είναι το διακύβευμα της απελευθέρωσης της δημιουργικότητας της “μαζικής διανοητικότητας”, που ως προϋποθέσεις έχει την απόσπαση των ανέργων και άλλων πληθυσμών με χαμηλά εισοδήματα από τη φτώχεια, ώστε να μπορούν να είναι δραστήριοι και ικανοί να αναλάβουν κοινωνικές ή και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες (με την υποστήριξη δημόσιων πόρων), τον απόλυτο σεβασμό των εργατικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων σε όλες τις ηλικίες, παράλληλα με τη δυνατότητα συλλογικής οργάνωση τους, την αποκατάσταση των λειτουργιών του κοινωνικού κράτους (με τον δημοκρατικό καθορισμό της ποιότητας των υπηρεσιών), και κατά κύριο λόγο τη γενίκευση της πρόσβασης στην εκπαίδευση, με την οικονομική υποστήριξη των σπουδαστών με χαμηλά οικογενειακά εισοδήματα, την γενναία ενίσχυση της έρευνας σε όλους τους τομείς, και τη δημιουργία ικανοποιητικών υποδομών σε βιβλιοθήκες και ηλεκτρονική πρόσβαση στο παγκόσμιο δίκτυο βιβλιοθηκών. 
Οι θεσμοί που αφορούν στην Ελλάδα την παραγωγή και αναπαραγωγή της γνώσης βρίσκονται καθόλη την τελευταία 20ετία σε μια διαρκή κρίση η οποία οφείλεται στο οτι επιχειρήθηκε ταυτόχρονα να εγκαθιδρυθούν οι βασικές λειτουργίες του φορντιστικού υποδείγματος, αλλά συγχρόνως να εισαχθεί η ιδιωτικοποίηση των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, και η μεταφορά στον ιδιωτικό τομέα των ερευνητικών δραστηριοτήτων. Η ευρωπαϊκή ορθοδοξία, η οποία διαμορφώθηκε με αφετηρία τους δημόσιους θεσμούς της φορντιστικής περιόδου, οι οποίοι προσαρμόστηκαν στην πορεία της προοδευτικής εισαγωγής της αγοράς στις εκπαιδευτικές και ερευνητικές διαδικασίες, μετέφερε στην Ελλάδα το παράδοξο της ταυτόχρονης εισαγωγής δύο “εκσυγχρονισμών”: πρώτα, του “εκσυγχρονισμού” που επεδιώκε να εισάγει την ανάπτυξη της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης παράλληλα με την πανεπιστημιακή, την ανάπτυξη ενός συστήματος κατάρτισης για την κάλυψη αναγκών των επιχειρήσεων και την στήριξη των ανέργων, τη δημιουργία θεσμών καταγραφής των αναγκών σε ειδικότητες και τοποθέτησης των ανέργων στις κατάλληλες θέσεις, και εγκαθίδρυσης του κοινωνικού διαλόγου ως διαδικασίας επίτευξης συμφωνιών για αυτά τα θέματα μεταξύ εργοδοτών και μισθωτών. Ταυτόχρονα όμως υλοποιήθηκε και ένας δεύτερος “εκσυγχρονισμός”, ο οποίος υποστήριξε την ανάπτυξη των μηχανισμών της αγοράς ως προς την προσφορά υπηρεσιών εκπαίδευσης και κατάρτισης (τις “ανάγκες της αγοράς εργασίας” τις κατανοούν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις προσφοράς εκπαίδευσης ή κατάρτισης και όχι οι δημόσιοι θεσμοί που δεν οικοδομήθηκαν ποτέ), την αντίστοιχη ατομική επιλογή των εκπαιδευτικών διαδικασιών και διαδικασιών κατάρτισης από τους εργαζόμενους, και την απαλλαγή των εργοδοτών σε κλαδικό επίπεδο από το να διαπραγματεύονται το περιεχόμενο των εκπαιδευτικών αναγκών και των αναγκών κατάρτισης με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Στον τομέα της έρευνας αναπτύχθηκε το πεδίο των λεγόμενων “ανταγωνιστικών προγραμμάτων”, με βάση την ιδέα οτι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ή οι ιδιώτες ερευνητές αποτελούν την κινητήρια δύναμη της επιστημονικής και εφαρμοσμένης έρευνας, και δεν δημιουργήθηκαν παρά σε μεμονωμένες περιπτώσεις ερευνητικά ιδρύματα ικανά να προσφέρουν έργο σχετικά με στρατηγικές ανάγκες της οικονομίας, της κοινωνίας και του περιβάλλοντος. 
Μια κοινωνία διχασμένη ανάμεσα στη νοσταλγία ενός φορντιστικού μέλλοντος και την αναμονή της απελευθερωτικής δύναμης της αγοράς, καθώς η πίστη στον δεύτερο “εκσυγχρονισμό” αδρανοποιούσε τον πρώτο, μετέτρεψε σε πρόβλημα την ευλογία της όλο και μαζικότερης εισόδου των νέων στο εκπαιδευτικό σύστημα, αντιμετώπισε ως άλυτο γρίφο την καταγραφή και μελέτη των αναγκών σε νέα επαγγέλματα και ειδικότητες, αγνόησε τις εκκλήσεις μεμονωμένων συνδικαλιστικών ή και εργοδοτικών οργανώσεων για αναβάθμιση γνώσεων συγκεκριμένων ειδικοτήτων, και δεν μπόρεσε να βρεί τρόπους υποστήριξης καινοτόμων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή πρωτοβουλιών στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας. Δεν μπορεί όμως να γίνει κατανοητή στην Ελλάδα, όπως και αλλού, η πραγματική εξέλιξη των σχέσεων κοινωνίας και γνώσης, αν δεν ληφθεί υπόψιν η δυναμική της δημιουργίας μιας “μαζικής διανοητικότητας” που δεν εκδηλώνεται μόνο με την ορατή αξιοποίηση του διαδικτύου και τη δημιουργία ανεξάρτητων κοινοτήτων γνώσης και πηγών ενημέρωσης, αλλά και στους χώρους εργασίας, όπου η επέκταση της άϋλης εργασίας, όπως και οι μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης των γνώσεων και των ευθυνών των εργαζομένων, συναντούν τις πολύπλευρες εκδηλώσεις των εργοδοτικού αυταρχισμού.


4. Ταξικές συγκρούσεις για τη γνώση
Όπως αποκαλύπτει η έρευνα σε χώρους εργασίας, οι συγκρούσεις που αφορούν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο τον καταμερισμό της γνώσης και την αυτονομία των εργαζομένων ως προς την απόκτηση γνώσεων και την αξιοποίησή τους κατά την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, αποτελούν μια καθημερινή πραγματικότητα πλέον και σε πολλές σημαντικές περιπτώσεις πρέπει να θεωρηθούν κορυφαίο διακύβευμα των εργασιακών σχέσεων και μερικές φορές της διαπραγμάτευσης εργαζομένων και εργοδοτών. Θα παρουσιάσουμε πρώτα από αυτή την άποψη τα αποτελέσματα της έρευνας που είχε πραγματοποιηθεί από το ΙΝΕ στην πετρελαϊκή και χημική βιομηχανία, η οποία κατέληξε σε υποβολή υπομνήματος στο Υπουργείο Ανάπτυξης στο τέλος του 2001 (Παράρτημα Α) σχετικά με την αναβάθμιση της ειδικότητας του χειριστή παραγωγής, στο οποίο δεν δόθηκε ποτέ απάντηση, ενώ οι πιό πρόσφατες προσπάθειες του Κλαδικού ΙΝΕ Πετρελαίου και Χημικής Βιομηχανίας να διεξάγει ένα διάλογο με τους εργοδότες των εταιριών διύλισης, σχετικά με τα ζητήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης των εργαζομένων με την ειδικότητα αυτή, δεν μπόρεσε και αυτή να καταλήξει κάπου. Θα αξιοποιήσουμε στη συνέχεια την έκθεση που συνέταξε το ΙΝΕ για λογαριασμό της ΕΣΗΕΑ, με τίτλο “Το δημοσιογραφικό επάγγελμα μπροστά στην κοινωνία της γνώσης” (Παράρτημα Β), από την οποία προκύπτουν πολύ σημαντικά συμπεράσματα σχετικά με τον έλεγχο του περιεχομένου της δημοσιογραφικής εργασίας και την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων. Επίσης, θα χρησιμοποιηθεί μια μελέτη περίπτωσης που αφορά την εξωτερίκευση ταχυδρομικών υπηρεσιών στην Ελλάδα, η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μεγάλης ευρωπαϊκής έρευνας για τις αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων, όπου αναδεικνύεται ο αυτόνομος οργανωτικός ρόλος των εργαζομένων σε σχέση με την προσφορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του εργοδοτικού διοικητικού ρόλου και τον έλεγχο των εργαζομένων μέσω της αβεβαιότητας των συνθηκών απασχόλησης. 
Μετά τις σημαντικές εκσυγχρονιστικές επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στον κλάδο της χημικής και πετρελαϊκής βιομηχανίας, στην αρχή της δεκαετίας του 80, η περαιτέρω εισαγωγή αυτοματισμών και χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, οδήγησαν στον εμπλουτισμό του περιεχομένου της εργασίας των χειριστών παραγωγής, μιας ειδικότητας με κεντρικό ρόλο στις βιομηχανίες συνεχούς ροής. Η συνδικαλιστική οργάνωση του κλάδου διατύπωσε από το 1988 αιτήματα για την αναγνώριση στους χειριστές παραγωγής επαγγελματικής ιδιότητας, με την παραχώρηση επαγγελματικής άδειας. Τα αιτήματα αυτά δεν ικανοποιήθηκαν και όταν δημιουργήθηκε στο μέσο της δεκαετίας του 90 το Κλαδικό ΙΝΕ Πετρελαίου και Χημικής Βιομηχανίας, ξεκίνησε ένα ερευνητικό πρόγραμμα με στόχο να διερευνηθούν συστηματικότερα οι αλλαγές στο περιεχόμενο της εργασίας της ειδικότητας αυτής και να θεμελιωθεί ίσως διεξοδικότερα η συνδικαλιστική πρόταση. Η αρνητική στάση τόσο των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, όσο και των διοικήσεων των εταιριών του κλάδου, δεν μεταβλήθηκε όμως, παρά το γεγονός οτι βασικά στελέχη των επιχειρήσεων αναγνώρισαν την εγκυρότητα των συμπερασμάτων της έρευνας του Κλαδικού ΙΝΕ, καθώς και τον θετικό ρόλο που θα έπαιζε μια συμφωνία εργοδοτών και συνδικάτων ως προς την αναβάθμιση της εκπαίδευσης και κατάρτισης ορισμένων βασικών ειδικοτήτων. Είναι επόμενο να συνδεθεί αυτή η στάση, με την προοδευτική ενίσχυση κατά την ίδια χρονική περίοδο της λογικής της αγοράς και των ιδιωτικών υπηρεσιών στον τομέα της εκπαίδευσης, αλλά και της “χρηματιστηριακής” προσέγγισης των οικονομικών των επιχειρήσεων, όταν οι βραχυχρόνιες παρεμβάσεις για την αύξηση της κερδοφορίας θεωρούνται κατά πολύ σημαντικότερες από την υιοθέτηση μακροχρόνιων αποφάσεων σχετικά με τις επενδύσεις σε εξοπλισμό, ή σε ανθρώπινο δυναμικό.
Η εργασία των χειριστών παραγωγής ακολούθησε μια πορεία, από τα τέλη της δεκαετίας του 50 και αρχές του 60 όταν ιδρύθηκαν οι βιομηχανίες αυτές, η οποία ξεκίνησε από την αποσπασματική χειρωνακτική εργασία, για να καταλήξει σε μια χαρακτηριστικά άϋλη εργασία που συνίσταται στην “παρακολούθηση και ρύθμιση μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή του συνόλου της παραγωγικής διαδικασίας της μονάδας, δηλαδή της πραγματικής ροής των υλικών, της λειτουργίας των αυτοματισμών και του συντονισμού του συνόλου των λειτουργιών...Ο ρόλος του χειριστή παραγωγής έχει εξελιχθεί, ξεκινώντας από μια μερική επαναμβανόμενη εργασία, και καταλήγοντας σε μια καίρια θέση ευθύνης, ως προς την ίδια την παραγωγή, αλλά και ως προς την ασφαλή λειτουργία των εγκαταστάσεων” (Παράρτημα Α). Παράλληλα η εργασιακή δραστηριότητα είναι συλλογική και αποτελεί ταυτοχρόνως μια διαδικασία εκμάθησης. “Η επιτόπια έρευνα στη χημική βιομηχανία, επέτρεψε επίσης να αναδειχθεί η σημασία των συλλογικών δεξιοτήτων, που είναι το προϊόν της συλλογικής εμπειρίας των εργαζομένων, ενώ αποτελούν και απαραίτητο στοιχείο της πρακτικής τους κατά την παραγωγική διαδικασία”39. Η εξέλιξη αυτή μετέβαλε και τη σχέση στο επίπεδο της γνώσης, μεταξύ των χειριστών και των προϊσταμένων των μονάδων με πτυχία τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Παρά το γεγονός οτι οι πρώτοι έχουν κατά κανόνα πτυχία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, έχουν στην πραγματικότητα μια σχέση συνεργασίας με τους προϊσταμένους, οι οποίοι δεν φθάνουν σχεδόν ποτέ σε μια ολοκληρωμένη πρακτική γνώση της παραγωγικής διαδικασίας, αν και κατέχουν την αναγκαία θεωρητική γνώση. Μια χαρακτηριστική ένδειξη της υπεροχής των χειριστών ως προς την γνώση της λειτουργίας των μονάδων, είναι οτι τα συνεργεία συντήρησης λαμβάνουν την άδεια να εισέλθουν στις μονάδες για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων εργασιών, από τους χειριστές και όχι από τους προϊσταμένους.
Η υιοθέτηση της πρότασης του συνδικάτου για απόκτηση επαγγελματικής άδειας από τους χειριστές, θα ανέτρεπε την παραδοσιακή ιεραρχία στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, και επομένως τους συσχετισμούς δύναμης σε διάφορα επίπεδα, και θα ήταν αναγκαίο να αναγνωριστεί ο συλλογικός χαρακτήρας της παραγωγικής εργασίας. Η στάση των κρατικών υπηρεσιών (του Υπουργείου Ανάπτυξης) ήταν αρνητική και επηρεασμένη από το γενικώς εχθρικό κλίμα απέναντι στα “επαγγελματικά δικαιώματα” και τα “κλειστά επαγγέλματα”, αλλά δεν υπήρχε και πρόθεση σύγκρουσης, εκ μέρους του υπουργείου, με τις επιχειρήσεις που αντιμετώπιζαν αρνητικά το συνδικαλιστικό αίτημα. Όπως έχει σωστά αναφερθεί σε μελέτη του ΙΝΕ για το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τις αναπτυξιακές επιλογές των Ελληνικών Πετρελαίων40, “...Μια καινούργια εταιρική κουλτούρα, προσανατολισμένη προς τις χρηματιστηριακές αγορές, υπερίσχυσε σταδιακά...”, και “τα ΕΛΠΕ φαίνεται να κινούνται σήμερα σε μια ευμετάβλητη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων, από τη μία μεριά, για απόδοση κερδών σε βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα... και από την άλλη, των στόχων δημοσίου συμφέροντος που ορίζει το κράτος...”. Δεν είναι τόσο οτι δεν θα μπορούσε να είχε δωθεί μία λύση μέσω της συλλογικής διαπραγμάτευσης, αλλά ότι το κυρίαρχο πλαίσιο άσκησης κρατικών και επιχειρησιακών πολιτικών, ήταν αντίθετο με την αναγνώριση της μεταβολής του συσχετισμού στο επίπεδο του καταμερισμού των γνώσεων, προς όφελος των εργαζομένων. Δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί το κόστος αυτού του προσανατολισμού για τον παραγωγικό και κοινωνικό ρόλο των επιχειρήσεων. Πάντως είναι εύκολο να καταλάβουμε οτι η άρνηση κράτους και επιχειρήσεων να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο ρύθμισης των εξελίξεων σε οτι αφορά τις διευρυνόμενες γνώσεις των εργαζομένων, αποτελεί σοβαρό ατόπημα εν όψει των αναγκαίων ριζικών και επιταχυνόμενων αναδιαρθρώσεων στον ενεργειακό τομέα.
Η ανάθεση το καλοκαίρι του 2002 στον ΙΝΕ από τη  ΕΣΗΕΑ, της σύνταξης μιας έκθεσης για το δημοσιογραφικό επάγγελμα, κατέληξε στην παρουσίαση του τελικού κειμένου τον Φεβρουάριο του 2003 (Παράρτημα Β). Το βασικό συμπέρασμα ήταν οτι υπάρχει όλο και περισσότερο η δυνατότητα άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος από συντάκτες υπεύθυνους απέναντι στους αναγνώστες, ακροατές ή τηλεθεατές, με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και γνώση του αντικειμένου με το οποίο ασχολούνται, και με πρόσβαση σε πληροφορίες γραπτές και ηλεκτρονικές, αλλά οι οργανωτικές και γνωσιακές επιλογές των επιχειρήσεων του κλάδου, οδηγούν στην αδυναμία αξιοποίησης αυτής της δυνατότητας. Το περιεχόμενο της δημοσιογραφικής (κυρίως ειδησεογραφικής) εργασίας εξαρτάται όλο και περισσότερο από διευθυντικές εντολές και από τις σχέσεις με συγκεκριμένες πηγές πληροφοριών. Υπάρχει ένα σοβαρό έλλειμμα εκπαίδευσης αλλά και επανεκπαίδευσης ή κατάρτισης, καθώς ανθούν οι ιδιωτικές, χαμηλού επιπέδου σχολές επιπέδου ΙΕΚ, και δεν έχει διαμορφωθεί ένα σύστημα αντιστοίχησης των απαιτήσεων του επαγγέλματος με το περιεχόμενο των σπουδών. Τέλος, οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις και οι εξατομικευμένες συμβάσεις, αποδυναμώνουν τις ατομικές ή συλλογικές αντιστάσεις. Αυτή η τόσο κραυγαλέα και εντυπωσιακή υποβάθμιση ή αχρήστευση γνωστικών ικανοτήτων και δυνατοτήτων, έχει επιπλέον οδηγήσει στην υποβάθμιση της ποιότητας του δημοσιογραφικού προϊόντος. Παράλληλα, αν και σε περιορισμένη κλίμακα σε σχέση με άλλες χώρες, αναπτύσσονται πρωτοβουλίες ατόμων ή ομάδων, μέσω διαδικτύου, που διαμορφώνουν ενα νέο πεδίο ενημέρωσης, και απελευθερώνουν δυνάμεις οι οποίες αργά ή γρήγορα θα μπορέσουν να αξιοποιήσουν το διαθέσιμο κεφάλαιο γνώσεων και πληροφοριών και τα μέσα πρόσβασης σε αυτές.
Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες οι αυξημένες διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες των εργαζομένων αξιοποιούνται από τους εργοδότες για να περιορίζεται ο αριθμός των στελεχών, ή απλά να μην μπαίνουν στον κόπο να ασχολούνται οι ίδιοι εργοδότες ή μέλη των διοικήσεων, με τόσο “περίπλοκες” διαδικασίες. Μια έρευνα περίπτωσης που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα σε εταιρία ταχυμεταφορών, θυγατρική δημόσιας επιχείρησης, οδηγεί από αυτή την άποψη σε εντυπωσιακά συμπεράσματα. Στην εταιρία αυτή υπάρχουν δύο κατηγορίες εργαζομένων, οι μάνατζερς και οι εργαζόμενοι, αν και “οι υπάλληλοι αναλαμβάνουν διαφορετικά καθήκοντα ανάλογα με την ημέρα, σύμφωνα με τον μεταβαλλόμενο όγκο δουλειάς”, αλλά και “εξαιτίας μιας αναποτελεσματικής και πολιτικά ελεγχόμενης διεύθυνσης”. Δεν υπάρχει στην εταιρία διεύθυνση ανθρώπινου δυναμικού και παρατηρείται “ένας υψηλός βαθμός αυτοσχεδιασμού της διοίκησης ως προς την κατανομή των εργασιών, την αναγνώριση των δεξιοτήτων, κλπ”. Το προσωπικό δεν εκπαιδεύεται, και ενώ έχει κατά κανότα τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και καλύπτει θέσεις που θεωρούνται ανειδίκευτες, αν και “η οδήγηση στο κέντρο της πόλης και η προσφορά υπηρεσιών σε πελάτες με ευγενικό τρόπο απαιτεί ένα μεγάλο αριθμό άρητων δεξιοτήτων”. Φυσικά οι αμοιβές είναι πολύ χαμηλότερες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες αμοιβές στη μητρική, και ένα μέρος του προσωπικού είναι εποχικό ή απασχολείται προσωρινά41. Η περίπτωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί χαρακτηριστική της αξιοποίησης του μορφωτικού επιπέδου και της γνωστικής ικανότητας των νέων ως επι το πλείστον εργαζομένων, και την εξασφάλιση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων μόνο και μόνο μέσω του καθεστώτος αβεβαιότητας και ανασφάλειας που χαρακτηρίζει τις εργασιακές σχέσεις.
Και οι τρείς περιπτώσεις που αναφέρθηκαν αποτελούν κραυγαλέα παραδείγματα ολοκληρωμένης διανοητικής εργασίας με διοικητικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά, τα οποία αφορούν μισθωτούς που απέχουν έτη φωτός από τον “εργάτη” των παραδοσιακών επιχειρήσεων και αναλύσεων. Η μη αναγνώριση του πραγματικού περιεχομένου της εργασίας, σε συνδυασμό με τη χρησιμοποίηση της διαφοροποίησης των εργασιακών σχέσεων, αποτελούν τα εργαλεία με τα οποία εξασφαλίζεται η πειθαρχημένη δραστηριότητα στις συνθήκες που επιτρέπουν τον έλεγχο και την κερδοφορία του εργοδότη. Για τους χειριστές παραγωγής στα διϋλιστήρια, η μη αναγνώριση της ειδικότητάς τους σημαίνει οτι σε περίπτωση απόλυσης βρίσκονται στον ΟΑΕΔ με τον χαρακτηρισμό “ανειδίκευτος” στον φάκελλό τους. Στο δημοσιογραφικό επάγγελμα, όπου ο συντάκτης είναι αυτός που γνωρίζει και παρακολουθεί τα θέματα της αρμοδιότητάς του, η διαίρεση του προσωπικού σε μια πολύ καλά αμοιβόμενη μειοψηφία, η οποία συμμαχεί με τον εργοδότη, και σε μια κακά αμοιβόμενη πλειοψηφία με αβεβαιότητα και ευελιξία ως προς την απασχόληση, δεν σταθεροποιεί μόνο τις εργασιακές σχέσεις, αλλά αποτελεί και τη μέθοδο για τον έλεγχο του περιεχομένου της εργασίας σε αυτό τον κλάδο. Στις ταχυμεταφορές οι εργαζόμενοι στο δρόμο αναλαμβάνουν το σύνολο της βασικής δραστηριότητας, ενώ ο εργοδότης μπορεί να μην ασχολείται καθόλου, και να μην γνωρίζει κάν τη δουλειά. Πρόκειται για τις δραστηριότητες αυτές όπου η ιδιότητα του εργοδότη δεν έχει πλέον καμμία σχέση με το γνωσιακό καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στη διοίκηση που γνωρίζει και τους εργαζόμενους που εκτελούν, και έχει μόνο σχέση με τη δυνατότητα του εργοδότη να βρίσκεται σε πολύ ισχυρή θέση σε οτι αφορά την επιβίωση του μισθωτού.


5. Επίλογος
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η αυξανόμενη πρόσβαση στη γνώση και οι πολλές μορφές που λαμβάνει η παραγωγή γνώσης, τροφοδοτούν σε υπολογίσιμο βαθμό ή μπορούν να τροφοδοτήσουν αυτόνομες διαδικασίες κοινωνικής αξιοποίησης του αποθέματος γνώσεων και της γνωστικής ικανότητας των ανθρώπων, οι οποίες μπορούν να αναπτυχθούν στο εσωτερικό υπαρκτών επιχειρήσεων ή θεσμών, ή μέσω οργανωτικών καινοτομιών σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. Η διευρυνόμενη ένταξη των νέων στο εκπαιδευτικό σύστημα, που έχει μια δική της δυναμική, συνοδεύεται από την τάση - λιγότερο ή περισσότερο έντονη ανάλογα με τη χώρα - μιας ανεξάρτητης ανάπτυξης ερευνητικών διαδικασιών σε πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα, που τροφοδοτούν σήμερα την κριτική σκέψη σε όλους τους επιστημονικούς τομείς. 
Στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, ιδιωτικών ή δημόσιων, γεννάται σε πολλές περιπτώσεις μια ένταση που αφορά πλέον τον έλεγχο των γνωσιακών διαδικασιών, αλλά και την ποιότητα των προϊόντων τα οποία προσφέρονται, ή ακόμα και τις γενικές κατευθύνσεις στις οποίες εντάσσονται οι παραγωγικές δραστηριότητες: σε πολλούς τομείς κοινωνικών υπηρεσιών λ.χ., υπάρχει ένα κεφάλαιο εμπειριών και γνώσεων των εργαζομένων, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί από όλες αυτές τις απόψεις. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας, οι πρωτοβουλίες πολιτών και οι ανεξάρτητες “κοινότητες γνώσης”, αποτελούν στον ένα ή στον άλλο βαθμό οντότητες που αξιοποιούν διαθέσιμες γνώσεις και ταυτόχρονα παράγουν δικές τους, αναπτύσσοντας αυτόνομες και κριτικές δραστηριότητες απέναντι στους θεσμούς του καπιταλιστικού κράτους και της οικονομίας της αγοράς.
Η στρατηγική που ανέπτυξε ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια ολοκληρωμένη και πολύπλευρη προσπάθεια να αποδυναμωθεί ο αυτόνομος κοινωνικός δυναμισμός που γεννιέται μέσα από την επέκταση γνώσεων και γνωσιακών πρωτοβουλιών. Καθώς η καπιταλιστική επιχείρηση επιδιώκει να αποκαταστήσει και να εξασφαλίσει τον έλεγχο της εργασίας, εξαγοράζοντας τους εξατομικευμένους εργαζόμενους με υψηλές ειδικότητες και σπρώχνοντας τους υπόλοιπους στην ανασφάλεια και την ευελιξία, άλλες στρατηγικής σημασίας πολιτικές επιδιώκουν να αποδυναμώσουν τα κατάλοιπα του φορντισμού στην  δημόσια εκπαίδευση και έρευνα, και να αποδυναμώσουν επίσης με την ιδιωτικοποίηση ή την απαξίωση, τους δημόσιους κοινωνικούς θεσμούς που μπορεί να αποτελέσουν χώρους ανάπτυξης ανεξάρτητης παραγωγής γνώσης και ανεξάρτητων κοινωνικών πρωτοβουλιών. 
Η στρατηγική αυτή επιδιώκει να υποτάξει την εργασία, εκμηδενίζοντας την διαπραγματευτική δύναμη του συλλογικού εργασιακού χώρου στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, και περιορίζοντας ταυτοχρόνως τους δημόσιους χώρους όπου είναι δυνατόν να γεννηθούν προτάσεις ή πρακτικές που διατηρούν και ανανεώνουν τη λογική του δημοσίου συμφέροντος, αλλά και τους δημόσιους χώρους παραγωγής γνώσης που μπορούν να τροφοδοτήσουν το σύνολο της κοινωνίας με νέες βιώσιμες και εξισωτικές προοπτικές για την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον. Οι αντιστάσεις είναι υπαρκτές αν και περιορισμένες, και θα χρειαστεί να συνδυάσουν τον ριζοσπαστισμό που απαιτεί η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στους χώρους εργασίας και ως προς την υποστήριξη των κοινωνικών θεσμών, με την ανάπτυξη σε μεγάλη έκταση δραστηριοτήτων παραγωγής και διάχυσης γνώσεων, στις οποίες πρέπει να στηριχθεί η ανασυγκρότηση των ρυθμιστικών μηχανισμών και η ανοικοδόμηση νέων παραγωγικών και κοινωνικών ισορροπιών, όπως και μιας νέας ισορροπίας στη σχέση οικνομικής δραστηριότητας και περιβάλλοντος.
1 Γκράμσι Α. (1972) Οι διανοούμενοι, Στοχαστής.
2 Τσακίρης Θ. (2007) Η επικαιρότητα της σκέψης του Α.Γκράμσι για τα εργατικά συνδικάτα σε συνθήκες ‘νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας’ και ‘παγκοσμιοποίησης’, Επιστημονικό Συνέδριο “Ο Αντόνιο Γκράμσι στις σημερινές κοινωνικές επιστήμες και τη θεωρία”, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
3 Mandel E. (1979) Les étudiants, les intellectuels et le lutte de classe, Brèche, σ.52
4 Poulantzas N. (1974) Les classes sociales dans le capitalisme d’aujourd’hui, Seuil, σ.236
5 Poulantzas N. (1974) ό.π. σ.239
6 Κορια Μπ. (1985) Επιστήμη, τεχνική και κεφάλαιο, Α/συνέχεια, σ.35
7 Κοριά Μπ. (1985) ό.π. σ.50-51
8 Κοριά Μπ. (1985) ό.π. σ.51
9 Braverman H. (1974) Labor and monopoly capital, Monthly Review Press
10 Coriat B. (1991) Penser à l’envers, Christian Bourgois
11 Satoshi Kamata (1982) Japon: l’envers du miracle, Francois Maspero
12 Kern H., Schumann M. (1989) La fin de la division du travail? La rationalisation dans la production industrielle, Editions de la Maison des sciences de l’homme
13 Zarifian Ph. (1993) Quels modèles d’organisation pour l’industrie européenne? l’émergence de la firme coopératrice, L’Harmattan, σ.29
14 Zarifian Ph. (1993) ό.π. σ.32
15 Λινάρδος-Ρυλμόν Π. (Επιμέλεια) (2003) Νέες τεχνολογίες, οργάνωση της εργασίας και σχηματισμός των ειδικοτήτων, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ
16 Αναφέρεται στο Foray D. (2004) The economics of knowledge, The MIT Press, σ.1
17 Lazzarato M. (2000) La multitude dans la dynamique économique, Multitudes 2, σ.116
18 Lazzarato M. (2000) ό.π΄., σ.115
19 Foray D. (2004), ό.π., σ.3
20 Moulier Boutang Y. (2007) Le capitalisme cognitif, la nouvelle grande transformation, Editions Amsterdam, σ.112
21 Αλεξίου Θ., Η “κοινωνία της γνώσης” ως μετακαπιταλιστική κοινωνία: μια κριτική προσσέγγιση, Ο Πολίτης, τεύχος 137, 2005, σ.24-29
22 Tsoukas H., Mylonopoulos N. (2004) What does it mean to view organisations as knowledge systems, στο Tsoukas H., Mylonopoulos N., Organisations as knowledge systems, Palgrave
23 Negri T. (1992), Valeur-travail: crise et problèmes de reconstruction dans le postmoderne, multitudes.samizdat.net
24 Negri T. (1992) ό.π.
25 Άϋλη εργασία είναι η αμοιβόμενη απασχόληση η οποία δεν έχει άμεσο υλικό αποτέλεσμα, αλλά χρησιμεύει για να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά και την οργάνωση της υλικής παραγωγής, ή το περοιεχμενο των υπηρεσιών που προσφέρονται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Το παραγωγικό εποτέλεσμα της άϋλης εργασίας δεν μπορεί να συνδεθεί με τον χρόνο εργασίας, αλλά μιπορε μόνο να αξιολογηθεί ως συνολικό αποτέλεσμα στην επιχείρηση ή την κοινωνία συνολικά.
26 Lazzarato M. (1996) Immaterial labor, στο Virno P., Hardt M. (eds) Radical thought in Italy: a potential politics, Minesota, σ.132
27 Lazzarato M. (1996) ό.π. σ.132-133
28 Lazzarato M. (1996) ό.π. σ.134
29 Lazzarato M. (1996) ό.π. σ.135
30 Foray D. (2004) The economics of knowledge, The MIT Press, σ.49
31 Foray D. (2004) ό.π. σ.37
32 Negri T., Vercellone C. (2008) Le rapport capital/travail dans le capitalisme cognitif, Multitudes 32, σ.40
33 Lundvall B-A (2002) Innovation, growth and social cohesion: the Danish Model, Edward Elgar
34 Foray D. (2004) ό.π. σ.244
35 Foray D. (2004) ό.π. σ.245
36 Negri T., Vercellone C. (2008) ό.π. σ.44
37 Negri T., Vercellone C. (2008) ό.π. σ.47
38  Linardos P. (2009), Retraining and skilling policy and practice in value chain restructuring, στο Meil Pamela (ed) Challenges for Europe under value chain restructuring: constribution to policy debates, Works Project
39 Λινάρδος-Ρυλμόν Π. (2003) ό.π. σ.19
40 Ευσταθόπουλος Γ. (2009) Ιδιοκτησιακό καθεστώς και αναπτυξιακές επιλογές: η περίπτωση των Ελληνικών Πετρελαίων, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ (αδημοσίευτη μελέτη)
41 GavroglouS.P. (2007) Virtual outsourcing through a subsidiary - Organisational case study on customer services in  the services of general interest - Greece, Internal working paper, WORKS project













Βιβλιογραφία
Αλεξίου Θ. (2005) Η “κοινωνία της γνώσης” ως μετακαπιταλιστική κοινωνία: μια κριτική προσέγγιση, Ο Πολίτης 137
Artous A. (2003) Travail et émancipation sociale: Marx et le travail, Syllepse
Braverman H. (1974) Labor and monopoly capital, Monthly Review Press
Γκράμσι Α. (1972) Οι διανοούμενοι, Στοχαστής
Coriat B. (1991) Penser à l’envers, Christian Bourgois
Ευσταθόπουλος Γ. (2009) Ιδιοκτησιακό καθεστώς και αναπτυξιακές επιλογές: η περίπτωση των Ελληνικών Πετρελαίων, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ (αδημοσίευτη μελέτη)
Foray D. (2004) The economics of knowledge, The MIT Press
Gavroglou S. (2007) Virtual outsourcing through a subsidiary - Organisational case study on customer service in the services of general interest - Greece, WORKS Project, Internal working paper
Kamata S. (1982) Japon: l’envers du miracle, François Maspero
Kern H., Schumann M. (1989) La fin de la division du travail? La rationalisation dans la production industrielle, Editions de la maison des sciences de l’homme
Κοριά Μπ. (1985) Επιστήμη, τεχνική και κεφάλαιο, Α/συνέχεια
Lazzarato M. (2000) La multitude dans la dynamique économique, Multitudes 2
Lazzarato M. (1996) Immaterial labor, in Virno P. and Hardt M. (eds) Radical thought in Italy: a potential politics, Minesota
Λινάρδος-Ρυλμόν Π. (Επιμέλεια) (2003) Νέες τεχνολογίες, οργάνωση της εργασίας και σχηματισμός των ειδικοτήτων, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ
Linardos P. (2009) Retraining and skilling policy and practice in value chain restructuring, in Meil Pamela (ed) Challenges for Europe under value chain restructuring: contribution to policy debates, WORKS Project
Lundvall B-A. (2002) Innovation, growth and social cohesion: the Danish Model, Edward Elgar
Mandel E (1979) Les étudiants, les intellectuels et la lutte de classe, Brèche
Moulier Boutang Y. (2007) Le capitalisme cognitif, la nouvelle grande transformation, Editions Amsterdam
Negri A. (2006) La fabrique de porcelaine, Stock
Negri T. (1992) Valeur-travail: crise et problèmes de reconstruction dans le postmoderne, multitudes-samizdat.net
Negri T. Vercellone C. (2008) Le rapport capital/travail dans le capitalisme cognitif, Multitudes 32
Poulantzas N. (1974) Les classes sociales dans le capitalisme d’aujourd’hui, Seuil
Τσακίρης Θ. (2007) Η επικαιρότητα της σκέψης του Α.Γκράμσι για τα εργατικά συνδικάτα σε συνθήκες “νεοφιλελεύθερης” Ηγεμονίας και “παγκοσμιοποίησης”, Επιστημονικό Συνέδριο “Ο Αντόνιο Γκράμσι στις σημερινές κοινωνικές επιστήμες και τη θεωρία”, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Tsoukas H., Mylonopoulos N. (2004) Organisations as knowledge systems, Palgrave
Vercellone C. (sous la direction de) (2003) Sommes nous sortis du capitalisme industriel?, La Dispute
Zarifian Ph. (1993) Quels modèles d’organisation pour l’industrie européenne? L’émergence de la firme coopératrice, L’Harmattan