Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Κλιματική αλλαγή, επιστήμη και πολιτική


Οι τραγωδίες στη Μάνδρα και το Μάτι ανέδειξαν την κλιματική αλλαγή ως έναν παράγοντα που μπορεί να μετατρέψει συνηθισμένα καιρικά φαινόμενα σε αιτία πολύνεκρων καταστροφών. Στον επιστημονικό κόσμο της χώρας είναι γνωστό το σύνολο των επικίνδυνων και δαπανηρών επιπτώσεων που θα έχει στην Ελλάδα αυτή η παγκόσμια μεταβολή, αλλά αυτό δεν σημαίνει οτι ο πολιτικός κόσμος και οι κρατικοί θεσμοί έχουν ενσωματώσει αυτές τις πληροφορίες και έχουν σχεδιάσει τις κατάλληλες πολιτικές και τις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Οι 3 παγκόσμιες κρισεις και η ανάπτυξη


Όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες πρέπει να διαχειριστούν, για να σχεδιάσουν το μέλλον τους, τρεις παγκόσμιες κρίσεις: την καλπάζουσα κλιματική αλλαγή και τις επιμέρους εκρηκτικές καταστάσεις που αφορούν την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα φυσικών πόρων, την κρίση του διεθνούς τραπεζικού συστήματος και τη βεβαιότητα μιας νέας κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού αλλά και του παραγωγικού συστήματος, την προσφυγική κρίση που είναι αποτέλεσμα πολέμων αλλά και της αποτυχίας της παγκοσμιοποίησης και των συσσωρευόμενων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018

Ποια Οικονομία της Γνώσης για τη Δίκαιη Ανάπτυξη;


Η ιδέα οτι οι επιστημονικές γνώσεις, η έρευνα και άλλες μορφές παραγωγής γνώσης μπορούν να γεννήσουν καινοτομίες, που με τη σειρά τους μπορεί να οδηγήσουν σε νέες παραγωγικές δραστηριότητες, δεν είναι καινούργια. Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική χρησιμοποίησε για την οικονομία που εμπεριέχει τέτοιες διαδικασίες την ονομασία Οικονομία της Γνώσης, και τις συνέδεσε με την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, την οποία ανέδειξε σε μοναδικό παράγοντα ανανέωσης, βελτίωσης και αύξησης του παραγωγικού δυναμικού. Στην Ελλάδα ζήσαμε τρεις τουλάχιστον δεκαετίες λατρείας της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας από τις διαδοχικές κυβερνήσεις, δεκαετίες που χαρακτηριζόταν από υστέρηση των καινοτομιών, απώλεια παραγωγικού δυναμικού και εκτροπή προς τον υπέρογκο δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό. Θα έπρεπε επομένως να γνωρίζουμε καλά οτι η εξάρτηση των τυχών μας από μεμονωμένους, ακόμα και “καινοτόμους” επιχειρηματίες, δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα για την οικονομία και την κοινωνία, ούτε εξάλλου οδηγεί στην αξιοποίηση των διαθέσιμων γνώσεων.

Οι καινοτομίες έχουν πολύπλευρες επιπτώσεις. Επιτρέπουν αφενός την εισχώρηση σε διεθνείς αγορές, αλλά και σε υποκατάσταση εισαγωγών, τη μείωση του κόστους παραγώμενων αγαθών ή υπηρεσιών, την ανακάλυψη νέων προϊόντων, τη διαμόρφωση νέων δημόσιων ή κοινωνικών υπηρεσιών, ή και νέων πολιτικών. Αφορούν τα προϊόντα, την τεχνολογία, την οργάνωση της παραγωγής, τις θεσμικές διαδικασίες. Ο νεοφιλελευθερισμός επιδιώκει να αξιοποιήσει τη γνώση που είναι διαθέσιμη στην κοινωνία και συνεχώς επεκτείνεται, με την έρευνα αλλά και την αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων, για να επιτύχει το τραπεζικό ή το επιχειρηματικό κεφάλαιο υψηλή κερδοφορία. Ακόμα και καινοτομίες που παράγονται από ανεξάρτητες δομές ή μεμονωμένους επιστήμονες, καταλήγουν σε δίκτυα που ελέγχονται από μεγάλες επιχειρήσεις, όπως συμβαίνει στην παγκόσμια αγορά λογισμικού. Επίσης, η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης μπορεί πλέον να πραγματοποιείται σε συνθήκες ανασφάλειας και μεγάλης κινητικότητας, καθώς οι επισφαλώς εργαζόμενοι διαθέτουν γνώσεις που τους επιτρέπουν να προσαρμόζονται και να καλύπτουν παραγωγικές ανάγκες σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Οι γνωσιακές ικανότητες της κοινωνίας είναι σήμερα μεγαλύτερες παρά ποτέ και δεν μπορούν μόνο να αξιοποιηθούν από την ιδιωτική επιχειρηματικότητα, καθώς μπορούν να καλύψουν μια ευρεία γκάμα αναγκών, με γνώσεις που υπάρχουν ή είναι δυνατό να παραχθούν. Οι γνωσιακές ικανότητες είναι αυτές που θα επιτρέψουν την εμβάθυνση της δημοκρατίας, θα διευρύνουν τις δυνατότητες εργαζομένων και πολιτών ώς προς τη λήψη αποφάσεων και τον έλεγχο των εξουσιών. Είναι η αφετηρία για τον εντοπισμό και την αξιοποίηση παραγωγικών δυνατοτήτων, και ειδικότερα για τον σχεδιασμό της αξιοποίησης της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, σε συνδυασμό με τις δημόσιες υποδομές και τις κοινωνικές υπηρεσίες, αλλά και σε συνδυασμό με την κοινωνική επιχειρηματικότητα. Πρόκειται επίσης για το γνωσιακό κεφάλαιο και τις δυνατότητες παραγωγής νέας γνώσης που θα μας επιτρέψουν να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα των κοινωνικών ανισοτήτων, της υγείας του πληθυσμού, της φροντίδας του περιβάλλοντος. Είναι πλέον αναγκαίο να παραδεχτούν τα διάφορα κέντρα πολιτικής εξουσίας, οτι παρουσιάζουν σημαντικά ελλείμματα γνώσεων για θέματα κρίσιμα και επείγοντα. Η Οικονομία της Γνώσης μπορεί να επιτρέψει την απόκτηση της ικανότητας κάλυψης ουσιαστικών αναγκών και οχι απλώς την αναμονή των αμφίβολων επιπτώσεων κάποιων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, και αποτελεί στην πραγματικότητα προϋπόθεση για την υλοποίηση του σχεδίου της Δίκαιης Ανάπτυξης.

Το μορφωμένο και ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό που δεν αξιοποιείται σήμερα στην Ελλάδα, αλλά και το δυναμικό που επιστρέφει λόγω της πολιτικής αύξησης των δαπανών γαι την έρευνα, θα αξιοποιηθεί σε μεγάλη κλίμακα αν γίνει αποδεκτό οτι μια Οικονομία της Γνώσης με αυτά τα χαρακτηριστικά είναι αναγκαία και εφικτή. Η απασχόληση επιστημόνων και ερευνητών είναι δυνατή για την αναγνώριση των αναγκών και την κατανόηση των προϋποθέσεων για την ικανοποίησή τους, για την μετατροπή γενικών στόχων σε υλοποιήσιμες πολιτικές, για τη συνεχή βελτίωση των συνθηκών άσκησης αυτών των πολιτικών, για την εκπαίδευση του κατάλληλου στελεχιακού δυναμικού. Αυτή είναι μια αποστολή για τους νέους που μόνο η Αριστερά μπορεί να κατανοήσει και να σχεδιάσει, προσφέροντας στους νέους ανθρώπους όχι μόνο αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής και εργασίας, αλλά και την ικανοποίηση της δημιουργίας και της κοινωνικής προσφοράς.

Να ενισχυθεί η πρωτοπορία του Σύριζα στην Ευρώπη


Μετά τον συμβιβασμό του 2015, όταν ο Σύριζα αναγκάστηκε να αποδεχθεί ένα συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κανένα αριστερό κόμμα στην Ευρώπη δεν φάνηκε να επεξεργάζεται ένα σχέδιο ρήξης με την ΕΕ – ένα Σχέδιο Β – ιδιαίτερα σε ότι αφορά τη διαχείριση δημοσίων χρεών, δημοσίων οικονομικών, και πόσο μάλλον τη λειτουργία των εθνικών τραπεζικών συστημάτων.

Ενώ πολλά από αυτά τα αριστερά κόμμα μετέτρεψαν την αμηχανία τους σε λίγο ή πολύ αυστηρή κριτική του Σύριζα, η ελληνική κυβέρνηση μπόρεσε, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη διαχείριση του 3ου Μνημονίου, να κάνει σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της αύξηση κοινωνικών και προνοιακών δαπανών, της εξισορρόπησης των δημοσίων οικονομικών με αναδιανομή του εισοδήματος, και της ελαφράς ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας.

Αλλά το τέλος της περιόδου των Μνημονίων, επιτρέπει όχι μόνο να υπάρξει μεγαλύτερη ανεξαρτησία σε οτι αφορά τις πολιτικές με κοινωνική βαρύτητα, αλλά και να εφαρμοστούν καινοτόμες ετερόδοξες πολιτικές σε οτι αφορά την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη. Η σημερινή προσέγγιση των αναπτυξιακών πολιτικών παραμένει εγκλωβισμένη στην εξάρτηση από τις προθέσεις και τις πρωτοβουλίες μεμονωμένων ιδιωτών επενδυτών, ξένων ή ελλήνων, που ήδη φαίνεται οτι δεν έχει παρά περιορισμένα αποτελέσματα, και κινδυνεύει να θέσει σε κίνδυνο τις μακροοικονομικές ισορροπίες, αλλά και τις κοινωνικές πολιτικές.

Η εφαρμογή ετερόδοξων αναπτυξιακών πολιτικών αποτελεί έναν αναγκαίο προσανατολισμό, που όχι μόνο μπορεί να έχει ουσιαστικά αποτελέσματα για την παραγωγή, καθώς και για την περιβαλλοντική και κοινωνική στρατηγική, αλλά και να γίνει αποδεκτός ακόμα και απο τις “αγορές”, από τη στιγμή που θα οδηγήσει σε σταθεροποίηση των μακροοικονομικών μεγεθών. Επίσης είναι ο προσανατολισμός που θα καθιερώσει την πρωτοποριακή θέση του Σύριζα στο πλαισίο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς.

Οι ετερόδοξες πολιτικές είναι αυτές που μέσω της ουσιαστικής αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών ζητημάτων, της ριζικής καταπολέμησης των κοινωνικών ανισοτήτων, μέσω της μαζικής εμπλοκής εργατικών και λαϊκών στρωμάτων στην παραγωγή, μέσω της προτεραιότητας στις εξισωτικές κοινωνικές υπηρεσίες, και μέσω του αποφασιστικού ρόλου του δημοκρατικού σχεδιασμού και του δημοσίου τομέα στις πολιτικές ανασυγκρότησης, μπορούν να βγάλουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες από τον επικίνδυνο κατήφορο ενός παρακμάζοντος καπιταλισμού.

Η ανησυχία σχετικά με τις περιβαλλοντικές καταστροφές που επαναλαμβάνονται στην Ελλάδα και την Ευρώπη, και ενώ είναι εδώ και πολλά χρόνια γνωστές οι προβλέψεις για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να οδηγήσει σε περιεκτικές στρατηγικές, τόσο για τη συγκράτηση της κλιματικής αλλαγής, όσο και για την αντιμετώπισή της. Είναι πλέον ορατό οτι έχουμε εισέλθει σε μια περιόδο κατά την οποία οι επιπτώσεις αυτές θα παρουσιάζουν ένα όλο και μεγαλύτερο κόστος για τον πληθυσμό. Έχει πλέον αποδειχθεί οτι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν καταλήγουν στη αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος και αντίθετα το επιδεινώνουν. Μια εναλλακτική προσέγγιση είναι αναγκαία και έχει τη δυνατότητα να συσπειρώσει πλατιά λαϊκά στρώματα αν πείσει για την αποτελεσματικότητά της, και θα είναι αποτελεσματική αν είναι πανευρωπαϊκή.

Ο σχεδιασμός της παραγωγικής ανασυγκρότησης, η δραστική μείωση των ανισοτήτων, η επιδίωξη του ελέγχου της δημιουργίας και κυκλοφορίας του χρήματος, είναι πολιτικοί στόχοι που ακόμα κι αν εδραιωθούν τμηματικά αλλά παραδειγματικά, μπορούν να ανοίξουν δρόμους για την Αριστερά και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να βοηθήσουν στο να φανεί η σημασία και η αποτελεσματικότητα πολιτικών που φροντίζουν πραγματικά την πλειοψηφία του πληθυσμού, και ξεπερνούν τα διλήμματα του νεοφιλελευθερισμού, ή τα διλήμματα της αποκλειστικής εξάρτησης από τις υποτιθέμενες αρετές της επιχειρηματικότητας.

Το στάδιο της κοινωνικής πολιτικής ως αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, και το στάδιο της επέκτασης των δικαιωμάτων για όσους εργάζονται, πρέπει να ξεπεραστούν, και να αμφισβητήσουμε μια κοινωνία έντονα ιεραρχημένη, όπου τα κυρίαρχα οράματα είναι αυτά που κουβαλάνε από παλιά κάποια μεσαία κοινωνικά στρώματα. Είναι πλέον καιρός να προσφερθούν στο “πλήθος” των εργαζομένων και ανέργων, δυνατότητες αξιοπρεπούς εργασίας, πολυδιάστατες κοινωνικές και δημόσιες υπηρεσίες, και ευρείες δυνατότητες συμμετοχής στο σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας παραδειγματικής αναβάθμισης της παραγωγής.