Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Γιατί κάποιες αλληλέγγυες εθελοντικές δραστηριότητες περιλαμβάνονται στην Αλληλέγγυα Οικονομία;


Κατά τη συζήτηση για την Αλληλέγγυα Οικονομία έχει σημασία να τεθούν τα όρια αυτού του συνόλου δραστηριοτήτων. Ειδικότερη σημασία έχει το κατά πόσο αλληλέγγυες δραστηριότητες οι οποίες βασίζονται αποκλειστικά σε εθελοντική εργασία και σε εθελοντική προσφορά πόρων (συσσίτια, διανομές τροφίμων, κοινωνικά ιατρεία, οργάνωση αγορών “χωρίς μεσάζοντες”, κ.α.), δραστηριότητες που έχουν κυρίως αναπτυχθεί στην Ελλάδα μετά την κρίση, μπορεί να θεωρηθούν μέρος της Αλληλέγγυας Οικονομίας.

Με την ευκαιρία όμως είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί αρχικά ποιά είναι η διαφορά ανάμεσα στην Κοινωνική Οικονομία και την Αλληλέγγυα Οικονομία, και πότε μπορούμε να τις αντιμετωπίζουμε ως έναν ενιαίο χώρο και πότε πρέπει να τις διαχωρίζουμε.


Ο Jean-Louis Laville, ο Γάλλος μελετητής της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, αναφέρει οτι ενώ η Κοινωνική Οικονομία επεδίωξε από τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου να παίξει έναν πολιτικό ρόλο στις βιομηχανικές κοινωνίες, κατέληξε να ενσωματωθεί στις κοινωνικές πολιτικές. Οι ενώσεις πολιτών (associations) κατέληξαν να είναι προμηθευτές του δημοσίου, τα ταμεία αλληλοβοήθειας εντάχθηκαν στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, και οι συνεταιρισμοί εντάχθηκαν στην αγορά. “Η κοινωνική οικονομία αποκτά μια σημαντική βαρύτητα αλλά σε βάρος της πολιτικής της επιρροής. Τα συστατικά της εγκλωβίζονται στον δυισμό κράτος-αγορά, και υπάρχει πρόβλημα σχετικά με την ταυτότητά της”[1].

Πρός το τέλος του 20ου αιώνα όμως αναπτύσσονται δυο παράλληλες τάσεις. Από τη μία η εξάρτηση πλέον πολλών δραστηριοτήτων από ένα “εκσυγχρονισμένο” κοινωνικό κράτος, και ο συνδυασμός της στήριξης τέτοιων πρωτοβουλιών με την  αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα, αλλά από την άλλη η τάση συγκρότησης της Αλληλέγγυας οικονομίας και η ενίσχυση του κινηματικού της χαρακτήρα. “Η Αλληλέγγυα Οικονομία διαφοροποιείται από την Κοινωνική Οικονομία σε πολλά σημεία. Πρώτο, δεν αξιολογεί την αποτελεσματικότητά της με το βαθμό ενσωμάτωσής της στην αγορά, και προτιμά να ενισχύει την ικανότητα αντίστασης της κοινωνίας στον εκχρηματισμό και την εμπορευματοποίηση. Δεύτερο, τονίζει τη σημασία της συνεργασίας της με τους χρήστες, τους εργαζόμενους και τους εθελοντές, δημιουργώντας χώρους ανταλλαγών και διαλόγου που μπορούν να χαρακτηριστούν γειτονικοί δημόσιοι χώροι, με την έννοια οτι συγκροτούνται για να μετατρέψουν ιδιωτικά ζητήματα σε θέματα συλλογικής συζήτησης. Τρίτο, υποστηρίζει τον υβριδισμό μεταξύ διαφόρων εκδοχών πόρων (αγοραίων, αναδιανεμόμενων, αμοιβαίων και οικιακών) που αντιστοιχούν στις διάφορες δραστηριότητες”[2].

Τρείς συγγραφείς από το ισπανικό κράτος[3], αναπτύσσουν τον ίδιο προβληματισμό ξεκινώντας από την παρατήρηση οτι οι πρωτοβουλίες που εμφανίζονται στο πλαίσιο της Αλληλέγγυας Οικονομίας συνδυάζουν μια κοινωνικο-πολιτική διάσταση και μια κοινωνικο-οικονομική. “Σύμφωνα με την κοινωνικο-πολιτική διάσταση … μεταφέρονται στη δημόσια σφαίρα πρωτοβουλίες που προέρχονται από την κοινωνία των πολιτών, οι οποίες κατά την καπιταλιστική ορθοδοξία θα παρέμεναν στον ιδιωτικό χώρο. Σύμφωνα με την κοινωνικο-οικονομική διάσταση, η προσέγγιση της Αλληλέγγυας Οικονομίας στηρίζεται στην ιδέα οτι η οικονομία δεν περιορίζεται στην αγορά, αλλά οτι πρέπει να περιλάβει τις αρχές της αναδιανομής και της αμοιβαιότητας που εμπνέονται από τους τρείς πυλώνες της οικονομίας κατά τον Polanyi (αγορά, αναδιανομή που ασκείται κυρίως από το κράτος, και αμοιβαιότητα και εθελοντική δωρεά που προκύπτουν από την κοινωνία των πολιτών)”.

Από τις παραπάνω προσεγγίσεις οι οποίες έχουν τον ίδιο προσανατολισμό, προκύπτουν οι εξής διαπιστώσεις σε σχέση με την Αλληλέγγυα Οικονομία και επομένως για ένα μέρος του συνόλου της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας.

-       η πραγματικότητα της Αλληλέγγυας Οικονομίας δείχνει (από την παρατήρηση προκύπτουν τα συμπεράσματα των συγγραφέων) οτι όπου αναπτύσσεται, εντάσσεται σε κοινωνικο-πολιτικά και κοινωνικό-οικονομικά σχέδια, σκοπεύει δηλαδή να διαμορφώσει χώρους εναλλακτικών πολιτικών λειτουργιών, αλλά και νέες συλλογικές οικονομικές πρακτικές.
-       υιοθετώντας την προσέγγιση του Polanyi, μπορούμε να υποστηρίξουμε οτι όπως στην οικονομία γενικώς έτσι και στην Αλληλέγγυα Οικονομία, μαζί με τη λειτουργία της αγοράς, υπάρχουν οικονομικές δραστηριότητες αναδιανομής και αμοιβαίων προσφορών και δωρεάν παραχωρήσεων,
-       για τις εθελοντικές συλλογικές πρωτοβουλίες, το σημαντικό δεν είναι μόνο οτι μπορεί να θεωρηθούν οικονομικές δραστηριότητες, αλλά και οτι μπορεί να αποτελούν μέρος της Αλληλέγγυας Οικονομίας, υπο ορισμένες προϋποθέσεις.
-       οι προϋποθέσεις είναι αφενός οτι οι πρωτοβουλίες όπου παίζει ρόλο η εθελοντική προσφορά εργασίας ή πόρων, πρέπει να εντάσσονται σε ένα πολιτικό αλλά και οικονομικό σχέδιο, το οποίο επίσης να συγκεντρώνει κάποιες κοινωνικές δυνάμεις, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί μέρος της κινηματικής δυναμικής που ονομάζουμε Αλληλέγγυα Οικονομία.

Πίσω από τη συζήτηση για τις δραστηριότητες οι οποίες μπορούν να ενταχθούν στην Αλληλέγγυα Οικονομία, βρίσκεται μια άλλη συζήτηση. Αυτή που αφορά το κατά  πόσο διαπιστώνεται από την παρατήρηση (σε διάφορες χώρες και ηπείρους) των πρωτοβουλιών για τη δημιουργία αλληλέγγυων μορφών οργάνωσης και παραγωγής, αλλά και από τη θεωρητική διερεύνηση του θέματος, οτι μπορεί να εκφράζουν ένα κοινωνικο-πολιτικό σχέδιο το οποίο να έρχεται σε ρήξη με το ισχύον καθεστώς. Όσοι δεν κάνουν αυτή τη διαπίστωση, θεωρούν φυσικά τις πρωτοβουλίες αυτές ως μέρος της Κοινωνικής Οικονομίας ή ως απλές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, και θεωρούν επίσης οτι όσες μορφές οργάνωσης δεν είναι ενσωματώσιμες στην αγορά ή την κρατική πολιτική, δεν είναι αντικείμενο συζήτησης.

Οι δραστηριότητες για τις οποίες τίθεται το ερώτημα της ένταξης ή όχι στην Αλληλέγγυα Οικονομία στις σημερινές συνθήκες στην Ελλάδα, είναι κατά κύριο λόγο τα συσσίτια, οι διανομές τροφίμων, τα κοινωνικά ιατρεία, η οργάνωση αγορών “χωρίς μεσάζοντες”, τα εναλλακτικά νομίσματα. Για να είμαστε ακριβείς πρέπει να πούμε οτι οι δραστηριότητες αυτές εντάσσονται στην Αλληλέγγυα Οικονομία υπό τον όρο οτι στον τομέα όπου έχουν αναπτυχθεί, είναι μέρος ενός κοινωνικο-πολιτικού σχεδίου, το οποίο θα αξιοποιήσει μια κινηματική δυναμική για να καθιερώσει νέες αλληλέγγυες πρακτικές, και ενδεχομένως θα επηρεάσει υπαρκτούς θεσμούς ή πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση. Πρέπει βέβαια να έχουμε υπόψη μας πως όταν μιλάμε για κοινωνικο-πολιτικό σχέδιο, μπορεί να μιλάμε για ένα σχέδιο που υπάρχει, για ένα σχέδιο το οποίο έχει αρχίσει να διαμορφώνεται, ή για ένα σχέδιο το οποίο θα μπορούσε να διαμορφωθεί. Όταν κάποιος εντάσσει μια κατηγορία αλληλέγγυων δράσεων στην Αλληλέγγυα Οικονομία, θα πρέπει να διευκρινίζει και πώς τοποθετείται απέναντι στη δυνατότητα διαμόρφωσης ενός τέτοιου σχεδίου. Αλλά ακόμα κι αν είναι πιό εύκολο να δεχθεί κανείς την ένταξη των συνεταιριστικών πρωτοβουλιών στην Αλληλέγγυα Οικονομία, και πάλι τίθεται το ερώτημα για το κατά πόσο εντάσσονται σε ένα κοινωνικο-πολιτικό σχέδιο ή απλώς επιδιώκουν να είναι βιώσιμες στην υπάρχουσα αγορά, και αποτελούν επομένως δραστηριότητες της παραδοσιακής Κοινωνικής Οικονομίας. Σχετικά με το ριζοσπαστισμό των συνεταιριστικών πρωτοβουλιών έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος των “συντακτικών διαδικασιών”[4] (procesos constituyentes), που παραπέμπουν ακριβώς στην ανάγκη ένταξής τους σε ευρύτερα σχέδια τα οποία διαμορφώνουν νέες κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, και τους εντάσσουν επομένως στην Αλληλέγγυα Οικονομία.

Η περίπτωση των κοινωνικών ιατρείων είναι η πλέον “καθαρή” αν θέλουμε να διερευνήσουμε την ένταξη εθελοντικών πρωτοβουλιών στην Αλληλέγγυα Οικονομία. Πρόκειται πράγματι για δομές οι οποίες δεν επιδιώκουν να διαιωνίσουν την ύπαρξή τους, ούτε ακόμα να μετατραπούν σε σταθερές δομές, με αμειβόμενο προσωπικό. Αντίθετα το σχέδιο το οποίο προβάλεται κατά κανόνα είναι αυτό της κάλυψης των αναγκών νοσοκομειακής αλλά και πρωτοβάθμιας υγείας από το εθνικό σύστημα υγείας ώστε να προσφέρονται δωρεάν φροντίδα υγείας και φάρμακα για όλους, και να υπάρχει η αναγκαία χρηματοδότηση από δημόσιους πόρους. Ανεξάρτητα από το πώς ονομάζεται η στρατηγική στην οποία εντάσσει κανείς αυτό το σχέδιο, τόσο τα στάδια για την κινητοποίηση εργαζομένων στην υγεία και πολιτών, όσο και οι εκδοχές του τελικού στόχου, ανήκουν σαφώς στην Αλληλέγγυα Οικονομία, από τη στιγμή μάλιστα που η αναμόρφωση του συστήματος υγείας γενικώς δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τον εκδημοκρατισμό των μορφών οργάνωσης του κινήματος, αλλά και λειτουργίας του συστήματος.

Στην περίπτωση των συσσιτίων και των εθελοντικών διανομών τροφίμων, όπου συντελούνται προνοιακές δραστηριότητες οι οποίες συνυπάρχουν με αντίστοιχες δραστηριότητες μερικών δήμων, τίθεται το ζήτημα της φροντίδας των φτωχών της κάθε περιοχής. Το προγραμματικό θέμα, ένα συζητούμενο ήδη σχέδιο, είναι η προσπάθεια διεύρυνσης ενός κινήματος για την εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων σε επίπεδο δήμων κατά κύριο λόγο, και επομένως για τη θεσμοποίηση εκτεταμένων προνοιακών δράσεων, που προϋποθέτουν φυσικά την επίτευξη αναδιανομής πλούτου και εισοδημάτων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο. Σχετικά με την εξέλιξη της οργάνωσης των αγορών “χωρίς μεσάζοντες”, το σχέδιο το οποίο συζητείται ευρύτατα περιλαμβάνει τόσο τη σταθεροποίηση και “επαγγελματοποίηση” των σημείων πώλησης, όσο και την οργάνωση των καταναλωτών σε τοπικό επίπεδο και τη διαμόρφωση ενός συστήματος διαπραγματεύσεων μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών, τη ριζική δηλαδή αλλαγή της διαδικασίας μεταφοράς βασικών προϊόντων από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η συνείδηση της ανάγκης υλοποίησης αυτών των σχεδίων, αποτελεί μέρος των οραματικών στοιχείων των παραπάνω εθελοντικών δραστηριοτήτων.

Σχετικά με τα τοπικά νομίσματα και τις τράπεζες χρόνου, οι εμπειρίες είναι περιορισμένες και άνισες. Η μεγαλύτερη όμως δυσκολία είναι οτι, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, η υιοθέτηση τοπικών νομισμάτων με υπολογίσιμες επιπτώσεις σε οτι αφορά τις τοπικές οικονομίες απαιτεί ευρεία συναίνεση και εμπιστοσύνη, και εμπλοκή επομένως πολλών παραγόντων, όπως η αυτοδιοίκηση, οι εκπρόσωποι κοινωνικών ομάδων, οι δημόσιες υπηρεσίες σε τοπικό επίπεδο, οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Απέχουμε πολύ από το να έχουν συγκροτηθεί συστήματα τοπικών νομισμάτων που να έχουν ορατές επιπτώσεις για τις τοπικές ή περιφερειακές οικονομίες και να καθιερώνουν νέες μορφές κοινωνικών συμφωνιών σε αυτό το επίπεδο. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα μπορούσαμε να μιλάμε για ένταξη αυτών των συστημάτων στην Αλληλέγγυα Οικονομία.

Οι συνεταιριστικές παραγωγικές δραστηριότητες με προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών στην αγορά, δεν εντάσσονται αναγκαστικά στην Αλληλέγγυα Οικονομία. Μπορεί κάλιστα να αποτελέσουν δραστηριότητες της Κοινωνικής Οικονομίας, που εντάσσονται δηλαδή στις λειτουργίες της αγοράς χωρίς να εκφράζουν ένα άλλο σχέδιο. Στο πλαίσιο όμως της σημερινής κρίσης, και μετά την αδρανοποίηση υπάρχοντος παραγωγικού δυναμικού και κεφαλαίου (μηχανολογικός εξοπλισμός, κτήρια και γη), αλλά και λόγω της διαρθρωτικής ελλειμματικότητας της οικονομίας, είναι προφανής η ανάγκη ύπαρξης σχεδίων ανασυγκρότησης κατά περιοχές, κλάδους και τομείς, και επομένως η ανάγκη να ενταχθούν οι συνεταιριστικές πρωτοβουλίες σε αυτά τα σχέδια. Με αυτή την έννοια είναι αναγκαίο να αναδειχθεί με διάφορους τρόπους η δυνατότητα και η προοπτική της ένταξης τέτοιων πρωτοβουλιών στην Αλληλέγγυα Οικονομία, όπως έχει οριστεί προηγουμένως.

Η διαμόρφωση ενός χώρου παραγωγικών και κινηματικών πρωτοβουλιών στις σημερινές συνθήκες κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την επείγουσα ανάγκη ενός σχεδίου ανασυγκρότησης, το οποίο να μπορεί να εξειδικευτεί με την ουσιαστική συνδρομή κινηματικών παρεμβάσεων. Ο χώρος των αλληλέγγυων οργανωτικών μορφών αποτελεί τον κοινωνικο-πολιτικό χώρο πάνω στον οποίο θα μπορέσει να στηριχθεί σε μεγάλο βαθμό η εξειδίκευση αυτή, και η επεξεργασία των καινοτόμων πολιτικών που απαιτεί η σύνθεση ενός σχεδίου ανασυγκρότησης.

[ΠΛΡ 2-11-2013]


[1] Jean-Louis Laville, Agir à gauche. L’économie sociale et solidaire, Desclée de Brouwer, Paris 2011, σ.26
[2] ό.π΄σ.51-52
[3] Juan Carlos Pérez, Enekoitz Etxezarreta, Luis Guridi, ¿De qué hablamos cuando hablamos de Economia Social y Solidaria? Concepto y nociones afines, XI Jornadas de Economia Critica, Bilbao, 2008
[4] Juan Pablo Hudson, Empresas Recuperadas en la Argentina: una década de lucha de los trabajadores por autogestionarse, CIRIEC-España, Revista de Economia Pública, Social y Cooperativa, No 76, Diciembre 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου