Αν η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 έδειξε οτι
η παντοδυναμία του ιδιωτικού τραπεζικού κεφαλαίου έχει πλέον εγκαταστήσει τον
καπιταλισμό σε μια περίοδο κατάργησης του συνόλου των κοινωνικών κατακτήσεων
του κόσμου της εργασίας, έδειξε επίσης οτι η εξασφάλιση αυτής της παντοδυναμίας
και η αναπαραγωγή της αποτελεί έργο των κρατικών πολιτικών, τόσο με την
ευρωπαϊκή όσο και με την αμερικανική εκδοχή τους.
Στη ρίζα αυτής της ισχύος του ιδιωτικού κεφαλαίου
βρίσκεται η παραχώρηση σε αυτό της αποκλειστικής σχεδόν δυνατότητας δημιουργίας
χρήματος. Η χρηματοδότηση της οικονομίας πέρασε εδώ και τρείς δεκαετίες στον
καπιταλιστικό κόσμο, στον ιδιωτικό τραπεζικό δανεισμό, και η εξασφάλιση της
κερδοφορίας των τραπεζών σε συνθήκες υπερχρέωσης της οικονομίας (και
υπερσυσσώρευσης παραγωγικού κεφαλαίου) αποτελεί πλέον το πραγματικό πεδίο
άσκησης των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών.
Η κατάργηση του κυρίαρχου αυτού ρόλου του ιδιωτικού
τραπεζικού κεφαλαίου και της στήριξής του απο τις δημόσιες πολιτικές, αποτελεί
στρατηγική αναγκαιότητα μιας στροφής προς την κατέυθυνση της οικονομίας των
αναγκών, όχι μόνο για να επιτευχθεί ο δημόσιος έλεγχος επι της δημιουργίας
χρήματος και άρα των κατευθύνσεων των δημοσίων χρηματοδοτήσεων και του
δανεισμού της οικονομίας, αλλά και πιό συγκεκριμένα για να συνδεθεί η
νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική με την κοινωνική, παραγωγική και
περιβαλλοντική ανασυγκρότηση.
Η διαχείριση προς το συμφέρον του τραπεζικού τομέα
της υπερχρέωσης των οικονομιών, οδηγεί σε χαοτικές εξελίξεις οι οποίες είναι
αντιμετωπίσιμες μόνο με την επιβολή καταστάσεων κοινωνικής και παραγωγικής
κατάρρευσης. Η αντιστροφή αυτών των δραματικών μεταβολών, η ένταξη δηλαδή των
οικονομιών και των κοινωνιών σε πορεία ανασυγκρότησης, απαιτεί αφενός την
κατάργηση του ιδιωτικού ελέγχου επί της δημιουργίας του χρήματος και της
χρηματοδότησης της οικονομίας, και την εγκαθίδρυση του ελέγχου της κοινωνίας
επι των διαδικασιών αυτών, αλλά απαιτεί επίσης και την αξιοποίηση της
νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής (που αφορά τις δαπάνες του
συνόλου των δημόσιων θεσμών), στο πλαίσιο συνδυασμένων σχεδίων ανασυγκρότησης.
Παράγοντες επομένως μιας νέας στρατηγικής είναι ο
κοινωνικός έλεγχος των θεσμών δημιουργίας χρήματος και χρηματοδότησης της
οικονομίας, αλλά και οι δημόσιες πολιτικές που εξυπηρετούν τη στρατηγική της
ανασυγκρότησης, όπως και οι νέες ισορροπίες κοινωνικών συμφερόντων καί άρα οι
νέες κοινωνικές συμμαχίες που αποδέχονται και υπηρετούν αυτή τη στρατηγική. Η
νεοφιλελεύθερη διαχείριση έχει ανατρέψει παλαιότερες κοινωνικές συμμαχίες, και
έχει δημιουργήσει νέες κοινωνικές διαφοροποιήσεις και ως προς τις σχέσεις με το
κράτος, και άρα τις δημόσιες πολιτικές, συσπειρώνοντας γύρω από το τραπεζικό
κεφάλαιο αρκετές κατηγορίες επιχειρηματικών και μεσαίων στρωμάτων που έχουν
βρεί νέες μεθόδους ένταξής τους στην κυρίαρχη κοινωνική συμμαχία.
Οι διαμορφωμένες από τον νεοφιλελευθερισμό κοινωνικές
ιεραρχίες, σε συνθήκες έντονων κοινωνικών διαφοροποιήσεων, έχουν οδηγήσει και
σε ενίσχυση των σχέσεων επιχειρηματικών ομάδων και κατηγοριών μεσαίων στρωμάτων
με τις τράπεζες αλλά και με θεσμούς άσκησης δημόσιων πολιτικών (κραυγαλέες
περιπτώσεις είναι η υγεία και η εκπαίδευση). Ακόμα κι αν είναι δυνατόν να επιτευχθεί
μια μορφή δημοσίου ελέγχου των τραπεζών, αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως οτι θα
εφαρμοστούν οι δημόσιες πολιτικές που υπηρετούν σχέδια ανασυγκρότησης (βλ. τη
μεγάλη αβεβαιότητα σε ότι αφορά την ενεργειακή στρατηγική), ούτε οτι θα έχουν
διαμορφωθεί νέες κοινωνικές συμμαχίες, υπολογίσιμες σε ότι αφορά σχέδια
ανασυγκρότησης σε τομεακά ή τοπικά επίπεδα.
Τόσο η προσαρμογή των θεσμών άσκησης πολιτικών (στην
κρατική διοίκηση και την αυτοδιοίκηση) στις επιταγές των στρατηγικών
ανασυγκρότησης, όσο και η δραστηριοποίηση και κινητοποίηση κοινωνικών ομάδων ή
τοπικών κοινωνιών προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είναι διαδικασίες οι οποίες
ορίζονται κατά κανόνα από τις πολιτικές ηγεσίες, ούτε συμβαίνουν ή πρόκειται να
συμβούν ταυτοχρόνως. Όπως έχει συμβεί και συμβαίνει σε όλο τον κόσμο σχέδια
ανασυγκρότησης μπορεί να προκύψουν από τομεακές ή τοπικές κοινωνικές συμμαχίες,
οι οποίες αμφισβητούν σε αυτό το επίπεδο τις κυρίαρχες δημόσιες πολιτικές και
κοινωνικές συμμαχίες, και χρειάζονται για να αναπτυχθούν την αξιοποίηση εναλλακτικών
μέσων χρηματοδότησης, όταν δεν βρίσκεται υπο κοινωνικό έλεγχο το τραπεζικό
σύστημα, ή όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο αλλά ασκούνται σ’αυτό πιέσεις από ισχυρές
συμμαχίες ιδιωτικών συμφερόντων.
Η συσπείρωση των κοινωνικών δυνάμεων που μπορούν να
διαμορφώσουν μια πλειοψηφική συμμαχία η οποία θα υποστηρίξει και θα υλοποιήσει
ένα συνολικό σχέδιο ανασυγκρότησης δεν έχει διαμορφωθεί, ούτε θα διαμορφωθεί ως
άθροισμα των κοινωνικών ομάδων που πλήττονται από τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση.
Η πολυδιάσπαση και αποδιοργάνωση των δυνάμεων της εργασίας και η συγκρότηση
νέων κυρίαρχων κοινωνικών συμμαχιών, επιθετικών απέναντι στους εργαζόμενους,
δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν παρά μέσω της συστηματικής οικοδόμησης νέων
οργανωτικών δομών που εκφράζουν τις ανάγκες του κόσμου της εργασίας και
επεξεργάζονται σχέδια για την ικανοποίησή τους. Η υλοποίηση τέτοιων σχεδίων με
ολοκληρωμένο τομεακό ή τοπικό χαρακτήρα απαιτεί την αξιοποίηση εναλλακτικών
μέσω χρηματοδότησης (ομόλογα ειδικού σκοπού), ή εναλλακτικών νομισμάτων.
Το Ομόλογο Ειδικού Σκοπού εκδίδεται από ένα δημόσιο
φορέα σε συνθήκες περιορισμένης ρευστότητας για την υλοποίηση ενός
συγκεκριμένου αναπτυξιακού σχεδίου σε μια περιοχή ή και σε επιχειρήσεις
ιδιωτικές ή δημόσιες υπηρεσίες. Το Ομόλογο αναγνωρίζει μια οφειλή του δημόσιου
φορέα προς τον κάτοχό του, και για αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο
πληρωμής προς τρίτους. Στο τέλος ο δημόσιος φορέας φορολογεί όσους έχουν
επωφεληθεί από το υλοποιούμενο πρόγραμμα και συγκεντρώνει τα χρήματα για να
αγοράσει τα ομόλογα που έχουν κυκλοφορήσει. Εφόσον το ομόλογο χρησιμοποιείται
για την υλοποίηση ενός αναπτυξιακού προγράμματος, αλλά συγχρόνως θα
κυκλοφορήσει και ως μέσο πληρωμών, ενώ στο τέλος θα πληρωθούν φόροι από
διάφορους συντελεστές, είναι αναγκαίο να υπάρχει ευρεία αποδοχή του όλου
σχεδίου, κατά κανόνα δηλαδή να έχει ληφθεί η απόφαση μέσω έγκυρων δημοκρατικών
διαδικασιών.
Ένα τοπικό ή περιφερειακό εναλλακτικό νόμισμα έχει
μια άλλη εμβέλεια. Επιδιώκει να αποτελέσει μέσο τόνωσης συναλλαγών και
χρηματοδότησης οικονομικών δραστηριοτήτων που επεκτείνονται σε όλη την περιοχή.
Χρησιμοποιείται με βάση επιλογές που αποφασίζονται δημοκρατικά από εκπροσώπους
της τοπικής ή περιφερειακής κοινωνίας. Το εναλλακτικό νόμισμα στην πόλη Τουλούζ
της Γαλλίας, το οποίο εντάσσεται στο κίνημα της χώρας αυτής για την
“επανοικειοποίηση του χρήματος από τους πολίτες”, επέλεξε μια δική του οδό για
την έκδοση του τοπικού χρήματος: οι πολίτες, επιχειρήσεις και συλλογικότητες
που επιθυμούν να συμμετάσχουν στο εγχείρημα, αποσύρουν καταθέσεις τους σε Ευρώ
από τις τράπεζες και τις τοποθετούν σε μια ηθική τράπεζα, η οποία εκδίδει το
τοπικό νόμισμα. Η μετατροπή των Ευρώ σε Σόλ (όπως ονομάζεται το νόμισμα αυτό)
επιβραβεύεται και η αντίστροφη διαδικασία επιβαρύνεται, όπως επίσης και η
διατήρηση των Σόλ στον τραπεζικό λογαριασμό. Μέσω αντιπροσωπευτικής “τοπικής
επιτροπής εμψύχωσης”, αποφασίζονται η δημιουργία, η κυκλοφορία και η επένδυση
του χρήματος που εκδίδει η ηθική τράπεζα. Σημαντικό ρόλο παίζει η αποδοχή από
τους μισθωτούς της περιοχής, να εισπράττουν μέρος της αμοιβής τους σε Σόλ.
Στην πρόσφατη έκθεση του “Κλάμπ της Ρώμης”[1],
του θεσμού που από τις αρχές της δεκαετίας του 70 ασχολείται με θέματα
βιωσιμότητας της οικονομίας - από περιβαλλοντική, κοινωνική και παραγωγική
άποψη (ξεκίνησε τη δραστηριότητά του με την έκδοση το 1972 της ιστορικής
έκθεσης “Τα όρια της μεγέθυνσης”- The limits to growth) - προτείνεται για την
Ελλάδα, η έκδοση τοπικών εναλλακτικών νομισμάτων για τη χρηματοδότηση
αναπτυξιακών προγραμμάτων που αποφασίζονται δημοκρατικά σε τοπικό επίπεδο, ως
μέσο ανάκαμψης της οικονομίας και κάλυψης επειγουσών κοινωνικών ή
περιβαλλοντικών αναγκών. Η διεθνής και ευρωπαϊκή συζήτηση για τα εναλλακτικά
νομίσματα και μέσα χρηματοδότησης, είναι ταυτοχρόνως μια συζήτηση για
δημοκρατικές διαδικασίες εντοπισμού και αντιμετώπισης των υπαρχουσών αναγκών,
και για την έμπρακτη αμφισβήτηση της κυριαρχίας του τραπεζικού κεφαλαίου.
Στο πλαίσιο της στρατηγικής ανασυγκρότησης, τα
ομόλογα ειδικού σκοπού και τα εναλλακτικά νομίσματα μπορούν να αποτελέσουν μέσα
πάλης για την επίτευξη του ουσιαστικού κοινωνικού ελέγχου της δημιουργίας
χρήματος και της χρηματοδότησης της οικονομίας. Ο στόχος αυτός δεν θα
εκπληρωθεί με την πολιτική απόφαση για δημόσιο έλεγχο μεγάλου μέρους του
τραπεζικού συστήματος. ούτε με την επάνοδο σε ένα εθνικό νόμισμα με εθνική
κεντρική τράπεζα και τη μία ή την άλλη εκδοχή για τη σχέση ιδιωτικών και
δημοσίων τραπεζών. Σε όλες τις περιπτώσεις η ύπαρξη σχεδίων στο πλαίσιο της
στρατηγικής ανασυγκρότησης και η κοινωνική κινητοποίηση για την επεξεργασία και
την υλοποίησή τους, μπορούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να αξιοποιήσουν τα
εναλλακτικά μέσα πληρωμών και χρηματοδότησης, ως εργαλεία της ανατρεπτικής
δράσης.
[1]
Bernard Lietaer, Christian Arnsperger, Sally Goerner, Stefan Brunnhuber, Money
and Sustainability, the missing link, The Club of Rome - EU Chapter, May 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου