μετανάστευση


Παγκοσμιοποίηση και αγορά εργασίας: η νέα σημασία των συνόρων
(4-4-2010)
1. Εισαγωγή
Η μετανάστευση βρίσκεται στο επίκεντρο των ροών και των ανισορροπιών που συνδέονται με την πραγματοποιούμενη παγκοσμιοποίηση, αλλά και στο επίκεντρο της διαχείρισης των αντιφάσεων που προκαλεί η επιβίωση εθνικών ρυθμιστικών πλαισίων, σε περίοδο διεθνοποίησης των αγορών. Η διαδικασία συνάρθρωσης και σε πολλές περιπτώσεις ενοποίησης των εθνικών αγορών εργασίας, συνυπάρχει με τον τεμαχισμό τους και την ανάδειξη σε πρωτεύον πρόβλημα των ορίων ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη αγορά εργασίας, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διακρατικό επίπεδο. Τα εθνικά σύνορα, από παράγοντας εξασφάλισης της ενότητας των εθνικών αγορών εργασίας, μετατρέπονται σε εργαλεία ρύθμισης των ροών από και πρός τις δύο αυτές αγορές εργασίας, σε κατεξοχήν εργαλεία της “βιοεξουσίας”1, τόσο για τους χωρίς δικαιώματα “παράνομους” μετανάστες, όσο και για τους ειδικευμένους που απασχολούνται σε εξωτερικευμένες λειτουργίες της αλυσίδας της αξίας2 στις χώρες του Νότου, ή ακόμα και για τους ειδικευμένους και “νόμιμους” μετανάστες στις χώρες του Βορρά.
Οι πολιτικές που διαμόρφωσαν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, είχαν ως γενικό προσανατολισμό την άρση των διοικητικών και νομοθετημένων κανόνων σε ότι αφορά τη λειτουργία των διεθνών αλλά και των εθνικών αγορών, και βασιζόταν στην υπόθεση οτι αυτές οι πολιτικές θα απελευθερώσουν τις αγορές κεφαλαίων, προϊόντων και εργασίας, οδηγώντας σε εξισορροπητικές αναπτυξιακές δυναμικές σε διεθνές και εθνικό επίπεδο. Η εγκατάλειψη των εθνικών αναπτυξιακών στρατηγικών, η στρατηγική ενοποίησης της εσωτερικής ευρωπαϊκής αγοράς και οι θελημένες ή επιβεβλημένες από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πολιτικές περαιτέρω ανοίγματος των εθνικών αγορών, οδήγησαν όμως σε γενικευμένη διεύρυνση των ανισορροπιών τόσο στις εξωτερικές συναλλαγές και την ανταγωνιστικότητα, όσο και στη δυνατότητα των οικονομιών να προσφέρουν θέσεις εργασίας στους πληθυσμούς τους. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι χαρακτηριστική μιας διεθνούς εξέλιξης: η ελλειμματικότητα της εθνικής οικονομίας που οφείλεται στην αδυναμία εγχωρίων κλάδων να επιβιώσουν στο νέο διεθνές περιβάλλον, σε συνδυασμό με την απορρύθμιση της εσωτερικής αγοράς εργασίας, οδήγησαν στην επέκταση της ζήτησης για αδήλωτη, απροστάτευτη και φτηνή εργασία, ενώ οι μετανάστες ήταν καλοδεχούμενοι ως εργατικό δυναμικό που δεν είχε άλλη επιλογή από το να ενταχθεί στη διευρυνόμενη δεύτερη αγορά εργασίας.
Παράλληλα όμως μεταβλήθηκαν και οι συνθήκες στις οποίες το εργατικό δυναμικό αποκτούσε τις γνώσεις και τις δεξιότητές του, καθώς τα εθνικά συστήματα έχαναν σε μεγάλο βαθμό τη συνοχή τους και αναπτυσσόταν πλέον νέες αγορές ιδιωτικών υπηρεσιών εκπαίδευσης και κατάρτισης, ενώ οι ατομικές διαδρομές εκπαίδευσης και εκμάθησης δεν κάλυπταν πάντα τα κενά των εθνικών θεσμικών πλαισίων, και οι ανάγκες σε εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό έφθασαν πλέον να καλύπτονται σε αισθητό βαθμό με εισαγωγές ειδικευμένων μεταναστών, ή μετεγκαταστάσεις δραστηριοτήτων σε άλλες χώρες και ηπείρους. Αλλά ακόμα και οι μετεγκαταστάσεις δραστηριοτήτων με κύριο στόχο τη μείωση του κόστους της ανειδίκευτης εργασίας, μπορούσαν και μπορούν να πραγματοποιηθούν σε ένα περιορισμένο αριθμό περιοχών και χωρών, και όχι σε οποιοδήποτε μέρος με φτηνότερη εργασία. Και το αποτέλεσμα είναι οτι η διαθεσιμότητα άνεργων εργατικών χεριών σε οποιαδήποτε περιοχή του πλανήτη, δεν αποτελεί έναν παράγοντα που θα οδηγήσει οπωσδήποτε σε εγκαταστάσεις ή μετεγκαταστάσεις επιχειρήσεων. 
Ο κανόνας σήμερα σε διεθνές επίπεδο, είναι η συνύπαρξη πολλαπλών ανισορροπιών στο εσωτερικό των εθνικών αγορών εργασίας, όπως η διατήρηση υψηλών ποσοστών ανεργίας, με πληθυσμούς στα όρια της απόλυτης φτώχειας, η αναντιστοιχία ανάμεσα στη ζήτηση ειδικοτήτων από οικονομικές δραστηριότητες και στην εγχώρια προσφορά εργατικού δυναμικού, η συνεχιζόμενη δυναμική του εκπαιδευτικού συστήματος που είναι ανεξάρτητη από τη δυναμική της οικονομίας. Καθώς όμως οι ανισορροπίες αυτές αποτελούν αναπόφευκτα την αιτία μετακινήσεων πολλών διαφορετικών ομάδων ανθρώπων σε αναζήτηση εργασίας, δεν υπάρχει σε διεθνές επίπεδο ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που όπως στις βιομηχανικές χώρες της φορντιστικής περιόδου, θα εξασφάλιζε την προστασία των ανέργων και θα ρύθμιζε την αναζήτηση και εξεύρεση απασχόλησης πέρα από τις εθνικές αγορές εργασίας. Πόσο μάλλον που οι εθνικές πολιτικές απέναντι στο φαινόμενο της παρατεταμένης ανεργίας αποδυναμώνονται και προσανατολίζονται στη μεταφορά της ευθύνης στον ίδιο τον άνεργο, και επομένως στον μετανάστη που δεν έχει βρεί δουλειά στη χώρα του και αναζητάει με δική του ευθύνη και ρίσκο μια θέση εργασίας σε άλλη χώρα. Έτσι, η “λαθρομετανάστευση” είναι ευπρόσδεκτη στις χώρες υποδοχής από την πλευρά της απασχόλησης, αλλά μετατρέπεται σε απαράδεκτη παράβαση όταν αναδεικνύονται εντονότερα οι ανεπάρκειες της κοινωνικής πολιτικής ή της πολιτικής απέναντι στους πρόσφυγες, σε περιόδους αύξησης της ανεργίας.
2. Εργασία και μετανάστευση στον μεταφορντιστικό παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό
Τα διαφορετικά εθνικά αναπτυξιακά μοντέλα, που περιελάμβαναν συστήματα οργάνωσης της εργασίας και εκμάθησης, που άφηναν όμως χώρο σε πολλές περιπτώσεις για τη συνύπαρξη δύο αγορών εργασίας, όπως και για τον ενεργό ρόλο ενός μεταναστευστικού εργατικού δυναμικού, είχαν επιτύχει κατά την περίοδο της ταυτόχρονης ακμής τους, δηλαδή την τριακονταετία που ακολούθησε τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, να εξασφαλίσουν την ισορροπημένη εξέλιξη των οικονομιών και την ιδιαίτερη κάθε φορά εξισορρόπηση των σχέσεων μεταξύ τμημάτων της αγοράς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση υπήρχε ένας συνδυασμός μεθόδων εκμάθησης, με πολιτικές προστασίας της εργασίας και με χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, που παρουσίαζε όμως μια ισχυρή συνοχή. “Η Γερμανία [το γερμανικό μοντέλο], όπου η προστασία της απασχόλησης και της ανεργίας ήταν υψηλή σε ορισμένους τομείς, εμφάνιζε ένα μείγμα ειδικοτήτων και δεξιοτήτων με κλαδικά και ειδικοτήτων και δεξιοτήτων με επιχειρησιακά χαρακτηριστικά, ενώ το εθνικό σύστημα επαγγελματική εκπαίδευσης και κατάρτισης έπαιζε έναν κυρίαρχο ρόλο ως η βάση τόσο της διαδικασίας εκμάθησης σε επιχειρησιακό επίπεδο όσο και της κινητοποίησης των εργατών που ανήκαν στη βιομηχανική εργατική δύναμη. Οι ΗΠΑ [το αμερικάνικο μοντέλο] ήταν ένα παράδειγμα χαμηλής προστασίας τόσο της απασχόλησης, όσο και της ανεργίας, και της ισχυρής ανάπτυξης των γενικών γνώσεων και δεξιοτήτων. Αλλά οι πολιτικές σε επιχειρησιακό επίπεδο για τη διαδικασία εκμάθησης και την κινητοποίηση των εργατών ήταν συστατικό μέρος αυτού του μοντέλου λόγω της κατάτμησης της αγοράς εργασίας, καθώς τα κίνητρα του εργατικού δυναμικού για απόκτηση ειδικοτήτων και δεξιοτήτων συνδεόταν με το φόβο της ανασφάλειας και της πρόσκαιρης απασχόλησης. Στην περίπτωση της Ιαπωνίας [του ιαπωνικού μοντέλου] η χαμηλή προστασία της ανεργίας και η υψηλή προστασία της απασχόλησης, συνδυαζόταν με υψηλού επιπέδου γενική εκπαίδευση και επιχειρησιακές πολιτικές για την απόκτηση ειδικοτήτων και δεξιοτήτων .... αλλά [το σύστημα αυτό] συνυπήρχε με μια παράλληλη αγορά εργασίας με μεγάλη ανασφάλεια, η οποία διατηρούσε μια λειτουργική σχέση με τις επιχειρήσεις που υιοθετούσαν το πρώτο μοντέλο”3.
Η κρίση του φορντισμού και η ανάπτυξη της οικονομίας της γνώσης4, η τάση παγκοσμιοποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων και η οικοδόμηση της κυριαρχίας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, αποτέλεσαν εξελίξεις που διάβρωσαν με διάφορους τρόπους τα χαρακτηριστικά και τη συνοχή των εθνικών μοντέλων, διεθνοποιώντας και συγχρόνως διασπώντας τις αγορές εργασίας και εγκαταλείποντας παράλληλα το στόχο της καταπολέμησης της ανεργίας, που στο σύγχρονο παγκόσμιο περιβάλλον είναι πλέον ενδημική και τείνει να γίνει αποδεκτή ως η μοίρα πληθυσμών που παραμένουν βυθισμένοι στη φτώχεια, μια μοίρα που φαίνεται εξ αρχής να αποκλείει την ανάπτυξη για αυτούς τους πληθυσμούς της προβληματικής των δικαιωμάτων. Το σκληρό παρόδοξο της σύγχρονης περιόδου είναι οτι η σταθεροποίηση και επέκταση της ανεργίας και της φτώχειας, συνυπάρχουν με την ανάπτυξη της οικονομίας της γνώσης, η οποία εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον φαίνεται να παραπέμπει στην ενίσχυση των παραγωγικών δυνατοτήτων και του εξορθολογισμού της κατανομής των διαθέσιμων πόρων. Αλλά αυτό που στην πραγματικότητα έχει συμβεί είναι οτι η επέκταση και ενδυνάμωση του ρόλου της διανοητικής εργασίας, αντιμετωπίστηκε από την καπιταλιστική επιχείρηση ως μια δυναμική η οποία απειλεί την κυριαρχία του εργοδότη και απαιτεί την αναζήτηση ενός νέου προτύπου υποταγής της εργασίας, ριζικά διαφορετικού από αυτά που προϋπήρχαν.
Δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί για την μεταφορντική περίοδο η ραγδαία μεταβολή πολιτικών και πραγματικότητας στον τομέα των εργασιακών σχέσεων, χωρίς να εξεταστεί η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και των κοινωνικών πρακτικών που αφορούν τις διαδικασίες εκμάθησης εντός και εκτός των χώρων εργασίας. Η ανάδυση του “γνωσιακού καπιταλισμού”5, του καπιταλισμού της καινοτομίας και της συνεχούς αλλαγής της τεχνολογίας και των μεθόδων οργάνωσης και παραγωγής, αρθρώθηκε με την ανάπτυξη της κοινωνίας της γνώσης (μέσω της πίεσης για πρόσβαση στην εκπαίδευση και τα πανεπιστήμια), και τέθηκε με έναν νέο τρόπο το ζήτημα του σκοπού και της μεθόδου ελέγχου της εργασίας. Έγινε μια παράλληλη προσπάθεια αξιοποίησης των γνώσεων και της εφευρετικότητας του νέου εργατικού δυναμικού, και αποδυνάμωσης όχι μόνο της κληρονομημένης από την προηγούμενη περίοδο συλλογικής οργάνωσης, αλλά και της νέας συλλογικότητας που συγκροτείται λόγω του, εκ των πραγμάτων, κοινωνικού χαρακτήρα των πολλαπλών διαδικασιών εκμάθησης και παραγωγής γνώσης. Η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου αποτέλεσε τη μέθοδο της κερδοφόρου αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού της διανοητικής εργασίας, ενώ έπρεπε να βασιστεί στην εξατομίκευση των συμβάσεων εργασίας και την αφαίρεση δικαιωμάτων, ως την εξάλειψή τους για τους μετακινούμενους εργατικούς πληθυσμούς της νέας διεθνούς αγοράς εργασίας.
Η ένταξη στην εκπαιδευτική διαδικασία ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους του νεανικού πληθυσμού και η επέκταση των δραστηριοτήτων έρευνας σε δημόσιους θεσμούς, εκπαιδευτικούς ή όχι (μια κληρονομιά του φορντισμού), μετέβαλε πλέον ριζικά τον καταμερισμό της γνώσης στην κοινωνία, επιτρέποντας σε ένα αυξανόμενο μερίδιο της κοινωνικής κατηγορίας των μισθωτών να διευρύνουν το κεφάλαιο των γνώσεών τους, και να εμπλακούν μέσω της εργασίας τους σε δραστηριότητες παραγωγής γνώσης με συστηματικό ή όχι τρόπο. Η εποχή που η παραγωγή και αξιοποίηση παρελθούσας ή νέας γνώσης αφορούσε την άρχουσα τάξη και το στενό περιβάλλον των διοικήσεων, έχει πλέον παρέλθει. Με αυτό τον τρόπο δεν αλλάζει μόνο ο καταμερισμός της γνώσης εντός των επιχειρήσεων, αλλά διαμορφώνονται και δυνατότητες ανάληψης πρωτοβουλιών κοινωνικών ομάδων, στον πολιτικό (μη κυβερνητικές οργανώσεις), παραγωγικό (κοινωνική οικονομία), ή και γνωσιακό τομέα (“κοινότητες γνώσης”6), ενώ έχει ανοίξει ένα πεδίο για ατομικές διαδρομές απόκτησης γνώσεων και εμπειριών, μέσω της αξιοποίησης εκπαιδευτικών δυνατοτήτων, ή μέσω της εναλλαγής ερευνητικών, εργασιακών και κοινωνικών εμπειριών. Παράλληλα όμως, το παλαιό πλαίσιο εξασφάλισης και ρύθμισης της απόκτησης συστηματικών γνώσεων και εμπειριών, το οποίο ήταν κατ’αρχάς αυστηρά ιεραρχημένο και βασιζόταν είτε στις διαδικασίες των εσωτερικών αγορών εργασίας των επιχειρήσεων, είτε σε αποτελέσματα συλλογικής διαπραγμάτευσης σε κλαδικό ή ευρύτερο επίπεδο, δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί στο νέο γνωσιακό περιβάλλον7. Το αίτημα για απόκτηση εκπαίδευσης και γνώσης, όπως και οι πρακτικές για την επέκτασή τους, ή την αξιοποίησή τους, έχει ξεφύγει από την καθαρά επαγγελματική διαδρομή ή φιλοδοξία. Από την άλλη μεριά, οι κρατικές πολιτικές που επηρεάζουν τις διαδικασίες απόκτησης γνώσεων, αμύνονται απέναντι σε αυτή τη δυναμική και προωθούν την ανάπτυξη της αγοράς, με αποτέλεσμα όχι μόνο την αποδυνάμωση αλλά και την αποδιοργάνωση του προϋπάρχοντος συστήματος, καθώς και την ματαίωση της προσπάθειας να διαμορφωθεί ένα νέο. 
Η ζήτηση για εκπαίδευση έχει πλέον γίνει μια αυτόνομη διαδικασία που δεν είναι συνάρτηση της προσφοράς θέσεων εργασίας για επαγγέλματα, ούτε εντάσσεται ανταγκαστικά σε επεξεργασμένες στρατηγικές κοινωνικής ανόδου. Η αντιμετώπιση αυτής της εξέλιξης από τον κόσμο των επιχειρήσεων και τις κυρίαρχες κρατικές πολιτικές, επιδιώκει να διοχετεύσει αυτή τη δυναμική προς δύο κατευθύνσεις. Τη διαμόρφωση από τη μια μεριά μιας κατηγορίας επαγγελματιών και εξειδικευμένων ατόμων ικανών να συμβάλλουν στην ανάπτυξη καινοτομιών και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, μετά από σπουδές σε καλά (“ανταγωνιστικά”) πανεπιστήμια και την ευχέρεια επιλογών στην αγορά υψηλού επιπέδου εκπαιδευτικών υπηρεσιών, με προορισμό μια αγορά ειδικοτήτων και δεξιοτήτων υψηλού επιπέδου. Και από την άλλη η συγκράτηση της πλειοψηφίας των σπουδαστών σε ένα υποβαθμισμένο επίπεδο γενικών σπουδών (3ετές), συμπληρωμένο από επίσης ατομικά επιλεγμένα προγράμματα εκπαίδευσης ή κατάρτισης, η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου και οι προσωπικές επιλογές, συμβάλουν στη δημιουργία μιας ευρείας αγοράς μεσαίων και κατώτερων ειδικοτήτων. Με ένα γενικό τρόπο “η αξία ενός μισθωτού βασίζεται όλο και περισσότερο σε αυτό που τον διαφοροποιεί από τους άλλους, δηλαδή τις διαφορές διεξιοτήτων και κινήτρων, από όπου υποτίθεται οτι προέρχεται η αποτελεσματικότητα. Εξ’ού και η διαφοροποίηση των μορφών απασχόλησης, η άνοδος του ατομισμού και η διάλυση της μισθωτής σχέσης”8. “Σήμερα, η αγορά εργασίας μοιάζει όλο και περισσότερο με την ανταγωνιστική αγορά που περιγράφουν τα εγχειρίδια οικονομίας, με άτομα ως πρωταγωνιστές. Πρόκειται για μια ριζική τομή σε σχέση με τον συμβιβασμό εργασίας/κεφαλαίου .... κατά τη διάρκεια της φορντιστικής περιόδου”9
Η μετατόπιση του προσδιορισμού της αξίας της εργατικής δύναμης από το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων στο χρηματιστήριο, μέσω του προσδιορισμού της αξίας της μετοχής, αποτέλεσε τη βασική διαδικασία που μετέτρεψε την αντιμετώπιση της εργασίας από το κεφάλαιο. “...Στην οικονομία της γνώσης, από τη μια μεριά η παραγωγική ικανότητα των επιχειρήσεων εξαρτάται από την ικανότητά τους να συσσωρεύουν και να ελέγχουν ένα άϋλο ενεργητικό κεφάλαιο, αλλά από την άλλη μεριά η ανταλλακτική αξία αυτού του άϋλου κεφαλαίου είναι θεωρητικά απροσδιόριστη λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του. Αυτό που καταφέρνει το χρηματιστήριο είναι να παρακάμψει αυτό το σημαντικό εμπόδιο”10. Η χρηματιστηριακή θεώρηση του άϋλου κεφαλαίου (του αποτελούμενου κατά κύριο λόγο από το ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό), στο πλαίσιο της οικονομίας της καινοτομίας και επομένως των συνεχών αλλαγών, καλείται να αντιμετωπίσει επίσης, ενώ έχει και ως προϋπόθεση, την αναγκαστική κινητικότητα στις ειδικότητες και το περιεχόμενο σε γνώσης των ειδικοτήτων, και δεν μπορεί να έχει την ευελιξία και τη δυναμική που αναμένει να έχει, χωρίς να στηρίζεται σε μια αγορά παραγωγής ειδικοτήτων εξ ίσου κινητική. Σε αυτές τις συνθήκες η αγορά της εκπαίδευσης φαίνεται να είναι το μόνο μέσο, αλλά ένα μέσο ασταθές, που δεν είναι σε μεγάλο βαθμό ικανοποιητικό παρά εκεί όπου υπάρχει μια σταθεροποιημένη (συμβιωτική θα μπορούσε να πεί κανείς) σχέση διοικήσεων των επιχειρήσεων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων11, και εκεί όπου η κερδοφορία που εξασφαλίζει το άϋλο κεφάλαιο επιτρέπει τη γενναιοδωρία των πρώτων απέναντι στα δεύτερα, χωρίς αυτό να σημαίνει οτι δεν εμφανίζονται μεγάλα ελλείμματα (όπως η διάσιμη περίπτωση του ελλείμματος προγραμματιστών στη Γερμανία), ή οτι δεν αξιοποιείται σε μεγάλη έκταση το επιστημονικό δυναμικό των χωρών του Νότου. Στις κατώτερες όμως ειδικότητες ή αυτές με παραδοσιακά χαρακτηριστικά και χαμηλώτερο καινοτομικό δυναμισμό, η αντιστοίχηση αυτή χάνεται καθώς η προσφορά και ζήτηση ειδικοτήτων δεν διαμορφώνονται σε ένα πλαίσιο με γνώσεις για τις πραγματικές δυναμικές12, αλλά σε ένα πλαίσιο όπου η ζήτηση για εκπαιδευτικές υπηρεσίες, και άρα η προσφορά ειδικοτήτων, είναι συνάρτηση των ελλειπέστατων γνώσεων των υποψηφίων για το παρόν και το μέλλον της απασχόλησης, των πολιτιστικών τους χαρακτηριστικών και των χρημάτων που διαθέτουν, όπως και των κατευθύνσεων που ακολουθούν οι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες στον τομέα της εκπαίδευσης, παρόλο που η αυτόνομη δυναμική της εκπαιδευτικής διαδικασίας έρχεται να καλύψη εν μέρει αυτή την αδυναμία.
Η στρατηγική του ελέγχου προς όφελος της ιδιωτικής επιχείρησης της γνωσιακής κοινωνικής δυναμικής, δεν είναι ούτε πλήρως αποτελεσματική, ούτε αποτελεί τη μόνη δυνατή εξέλιξη μετά την κρίση της φορντιστικής ρύθμισης. Δεν έχει κατ’αρχάς κατορθώσει να εξαλείψει την επίδραση αυτής της δυναμικής σε οτι αφορά την ανάπτυξη νέων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών ή γνωσιακών πρακτικών. Από την άλλη μεριά όμως, η αναδιάρθρωση των αγορών εργασίας και η παγκοσμιοποίησή τους, έχει λαβει δύο μορφές που αξιοποιεί η καθεμία με τον τρόπο της, τα αποτελέσματα της εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων: “..Η ανάπτυξη της οικονομίας που βασίζεται στη γνώση συνοδεύεται από τη διάδοση του “γνωσιακού καταμερισμού της εργασίας”, του κερματισμού δηλαδή των παραγωγικών διαδικασιών στη βάση των ενοτήτων γνώσεων που απαιτούνται και της ειδίκευσης των εταιριών ανάλογα με τις δεξιότητές τους. Αυτός ο γνωσιακός καταμερισμός εργασίας απαιτεί κριτήρια εγκατάστασης των παραγωγικών δραστηριοτήτων που απέχουν αισθητά από τη λογική της συρρίκνωσης του κόστους που έχει ως προτεραιότητα “ο τεχνικός καταμερισμός εργασίας” τευλορικού τύπου......Η οικονομία που βασίζεται στη γνώση δεν συνεπάγεται και την εξαφάνιση των τευλορικών λογικών καταμερισμού της εργασίας: οι τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας και οι νέες οργανωτικές πρακτικές επέτρεψαν την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας των τευλορικών λογικών στις νέες συνθήκες λειτουργίας των αγορών, προσδίδοντάς τους μεγαλύτερη ευελιξία”13. Η ευέλικτη τευλορική οργάνωση, που συνυπάρχει με την αργή ή μηδενική εξέλιξη του περιεχομένου σε καινοτομία του προϊόντος, μπορεί να βασιστεί στο ταχύτερα εξελισσόμενο γνωσιακό κεφάλαιο του εργατικού δυναμικού που λόγω της ανάγκης του για εργασία και λόγω του κεφαλαίου αυτού, μπορεί να καλύψει τις εγγενείς αδυναμίες ενός τέτοιου συστήματος οργάνωσης της εργασίας.
Η αποδόμηση των εθνικών αναπτυξιακών μοντέλων και η διαμόρφωση μιας διεθνούς αγοράς γνώσεων και δεξιοτήτων, έχουν οδηγήσει σε μια αγωνιώδη αναζήτηση ανά τον πλανήτη, τόσο της ειδικευμένης γνώσης και εμπειρίας, όσο και της διαθέσιμης φτηνής εργασίας14, και καθώς έχουν αποδυναμωθεί τα κριτήρια με τα οποία διαμορφωνόταν σε εθνικό επίπεδο η προστασία της απασχόλησης, των ανέργων και η κοινωνική προστασία ευρύτερα, οι μετακινήσεις δραστηριοτήτων και η αξιοποίηση φτηνής και ευέλικτης εργασίας, έχουν αξιοποιηθεί για την ανάπτυξη νέων τευλορικών λογικών. Το υπόβαθρο στο οποίο βασίζεται η ανάπτυξη γνώσεων και δεξιοτήτων αποτελείται από το υπόλοιπο των εθνικών μοντέλων εκπαίδευσης, από τις νέες “ανταγωνιστικές” εκπαιδευτικές δραστηριότητες που απευθύνονται στις εθνικές αγορές αλλά και στη διεθνή αγορά, και από το ανερχόμενο εκπαιδευτικό επίπεδο της μεγάλης μάζας, όπου αθροίζονται επιπτώσεις της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και διαφόρων εκδοχών τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης ή ακόμα και τριτοβάθμιας. Για χάρη της ευελειξίας έχει αποδυναμωθεί και η τήρηση των νόμων και ο σεβασμός των δικαιωμάτων στην αγορά εργασίας, που μετατρέπονται σε έναν εξωγενή, υπολοιπόμενο παράγοντα, που είναι συνάρτηση προηγούμενων καταστάσεων, οι οποίες συνδεόταν με το φορντιστικό πρότυπο ή την επιδίωξη της διαμόρφωσής του (με την ενιαία ολοκληρωμένη προσέγγιση οργάνωσης, μάθησης και δικαιωμάτων), και είναι ανεξάρτητος από το νέο πρότυπο της εξατομικευμένης εργασίας, για το οποίο τα δικαιώματα είναι ένα κόστος που δεν υπάρχει λόγος να επιβαρύνει την επιχείρηση, ενώ δεν υπάρχει επίσης λόγος να το επιβάλει το κράτος στην επιχείρηση. Ο επιτυχής (“ενάρετος”) στον φορντισμό συνδυασμός τευλορικού καταμερισμού εργασίας και δικαιωμάτων, μπορεί να αμφισβητηθεί λόγω ενός δυσμενούς για την εργασία συσχετισμού, αλλά δεν είναι πλέον και απαραίτητος καθώς βρίσκεται εργατικό δυναμικό που διαθέτει τις απαιτούμενες γνώσεις και δεξιότητες, ώστε να εντάσσεται εύκολα σε έναν καταμερισμό εργασίας, ακόμα και σε συνθήκες ακραίας ευελιξίας.
Η στρατηγική του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου επιδιώκει να εξασφαλίσει ταυτοχρόνως το δυναμισμό ενός γνωσιακού καταμερισμού εργασίας, αλλά και την ένταξη του τεχνικού καταμερισμού εργασίας (των μορφών του νεοτεϋλορισμού) σε μια παράλληλη δυναμική εξασφάλισης μιας ανερχόμενης κερδοφορίας, η οποία δεν προκύπτει τόσο από τις καινοτομικές τεχνολογικές λύσεις, όσο από την εξεύρεση πάντα φτηνότερης εργασίας, υπο την προϋπόθεση φυσικά οτι οι εργαζόμενοι διαθέτουν τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες. Η στρατηγική αυτή συνδυάζει την ικανοποίηση των υψηλών ειδικοτήτων που παίζουν καθοριστικό ρόλο στο πλαίσιο του γνωσιακού καταμερισμού εργασίας, σε επίπεδο εισοδημάτων και ασφάλειας, με την χωρίς όριο επέκταση της ευελιξίας, που αποδυναμώνει την αντίσταση των εργαζομένων, είτε στηρίζεται στη συλλογική οργάνωση της εργασίας τους, είτε στο γνωσιακό κεφάλαιο των εργαζομένων, ενώ κάθε δυνατότητα μείωσης του κόστους εργασίας, με μετεγκαταστάσεις δραστηριοτήτων της αλυσίδας της αξίας, ή με την καταπάτηση δικαιωμάτων και την απασχόληση οικονομικών μεταναστών με μειωμένα ή και ανύπαρκτα δικαιώματα, εντάσσεται στην ίδια προσπάθεια απόδοσης κερδοφόρου δυναμισμού στο τεϋλορικό πρότυπο. Η άνοδος του μορφωτικού επιπέδου στην πλειοψηφία των χωρών του πλανήτη, παράλληλα με την επιδείνωση των ανισοτήτων και των προβλημάτων που οδηγούν τους ανθρώπους στη αναζήτηση σε άλλη χώρα μιας θέσης εργασίας (οικονομικών, πολιτικών, ή κλιματικών), επιτείνουν την κινητικότητα των ανθρώπων και των επιχειρήσεων, διαμορφώνοντας ευκαιρίες που είναι πραγματικές σε πολλές περιπτώσεις και σε άλλες σαφώς απατηλές, ακόμη και για τις επιχειρήσεις. 
3. Μετανάστευση και διεθνοποίηση της οικονομίας στην Ελλάδα
Η παγκοσμιοποίηση και η ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, έχουν οδηγήσει στην κατάργηση των εθνικών αναπτυξιακών προτύπων, αλλά έχουν επίσης εμποδίσει την εξέλιξη του εκπαιδευτικού συστήματος της κάθε χώρας, ανάλογα με τις εγχώριες δυνατότητες ανάπτυξης, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση πλεονασμάτων και ελλειμμάτων ειδικοτήτων ακόμη και σε παλιές βιομηχανικές χώρες, και τον προσανατολισμό ολόκληρων τομέων, σε χώρες που υστερούν σε καινοτομία, προς την αναζήτηση φτηνής και φτηνώτερης εργασίας, την ίδια στιγμή που η ανεξάρτητη δυναμική της οικονομίας της γνώσης συνεχίζει έτσι κι αλλιώς την πορεία της. Έχει απο αυτή την άποψη ενδιαφέρον οτι στην Ελλάδα διαπιστώνεται μια παράλληλη διαδικασία απασχόλησης οικονομικών μεταναστών, που κατά πλειοψηφία προέρχονται από τις γειτονικές βαλκανικές χώρες και ανταποκρίνονται επομένως σε μια ζήτηση ορατή, και απασχόλησης νέων ελλήνων σε επιδεινούμενες συνθήκες από την άποψη των αμοιβών και του σεβασμού των δικαιωμάτων, που αντανακλάται στην αύξηση του ποσοστού των φτωχών στις νεαρές ηλικίες15, την ίδια στιγμή που φεύγουν στο εξωτερικό πολλοί νέοι επιστήμονες. Η απώλεια ελέγχου των εθνικών θεσμών ως προς την εξέλιξη της οικονομίας (απώλεια ανταγωνιστικότητας και εκτόξευση του εξωτερικού ελλείμματος), η αποδοχή μιας πορείας υποβάθμισης των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων (χωρίς να έχει με αυτόν τον τρόπο βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα) και η ένταξη της χώρας στο πεδίο των διεθνών ροών ανθρώπινου δυναμικού, και στο διεθνή χώρο της εργασίας χωρίς δικαιώματα, σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής κρίσης, αποτελούν τα αναπόφευκτα αποτελέσματα της στρατηγικής που έδωσε προτεραιότητα στην κερδοφορία και την απορρύθμιση. 
Η μετανάστευση ελλήνων εργαζομένων κατά τα 30 έτη της ευρωπαϊκής φορντιστικής ανάπτυξης αποτέλεσε έναν παράγοντα εξισορρόπησης των σοβαρών ελλειμμάτων της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων και των ελλειμμάτων του κοινωνικού τομέα, τα οποία παρέμειναν στην πραγματικότητα αναλλείωτα σε όλη την περίοδο από την μεταπολίτευση ως τώρα. Πρόκειται για την εξωτερική ελλειμματικότητα της οικονομίας, για τη διατήρηση μιας διπλής αγοράς εργασίας σε σχέση με τις συνθήκες απασχόλησης αλλά και την κοινωνική προστασία, για την τεχνολογική και οργανωτική υστέρηση που εμπόδισε την απόκτηση από την οικονομία και την κοινωνία στην Ελλαδα των βασικών γενικών χαρακτηριστικών του ευρωπαϊκού μοντέλου ανάπτυξης, και για τον πρωτεύοντα οικονομικό και κοινωνικό ρόλο της πελατειακής λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Αφού η δεκαετία του 80 ανέδειξε τις ακαμψίες των οικονομικών και κοινωνικών δομών της χώρας, οι δύο επόμενες δεκαετίες αποτέλεσαν μια νέα φάση κατά την οποία η εισροή μεταναστών και οι εισροή αυξημένων πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν επέτρεψαν μόνο την επιτάχυνση της ανάπτυξης, αλλά και την αναπαραγωγή όλων των μεταπολεμικών χαρακτηριστικών του “ελληνικού μοντέλου”. Η απασχόληση μεταναστών σε μια αγορά φτηνής και σε μεγάλο βαθμό αδήλωτης εργασίας αποτέλεσε έναν καθοριστικό παράγοντα για τη διαχείριση της εξωτερικής ελλειμματικότητας, όπως και για την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων που τροφοδότησε την εισροή κεφαλαίων για την εξισορρόπηση του ισοζυγίου πληρωμών. Επέτρεψε επίσης τη διατήρηση μιας διπλής αγοράς εργασίας, της στασιμότητας της παραγωγικής δομής στον τεχνολογικό και οργανωτικό τομέα, ενώ η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων μέσω του μηχανισμού των πελατειακών σχέσεων, αποτέλεσε έναν παράγοντα επέκτασης των εισοδημάτων των μεσαίων στρωμάτων και ενίσχυσης της νομιμοποίησης του ιδιότυπου ελληνικού καθεστώτος αναπαραγωγής. 
Χωρίς τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να αντλεί εργατικό δυναμικό από τις αγορές εργασίας - κατά κύριο λόγο - των γειτονικών χωρών, και να αξιοποιεί τους πρόσφυγες από άλλες περιοχές, η εξέλιξη των τελευταίων 20 χρόνων16 θα ήταν προφανώς εντελώς διαφορετική. Η άμεση αξιοποίηση της νέας διεθνούς αγοράς φτηνής και αδήλωτης εργασίας από το ελληνικό οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που εξασφάλισε τη διευρυμένη αναπαραγωγή του. Παραδόξως, το όραμα του “εξευρωπαϊσμού”, της απόκτησης δηλαδή των χαρακτηριστικών που σημάδεψαν τις βορειοευρωπαικές χώρες κατά την φορντιστική τους περίοδο, όπως η πλήρης απασχόληση, το κοινωνικό κράτος, η τεχνολογική εξέλιξη και η άνοδος των καταναλωτικών δαπανών, ανεστάλει χάρη στην επιταχυμένη εφαρμογή  των ευρωπαϊκών στρατηγικών (που ονομάστηκε “εκσυγχρονισμός” στην Ελλάδα), της απορύθμισης της αγοράς εργασίας και εξατομίκευσης των εργασιακών συμβάσεων, της μετάβασης από ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα στραμμένο (με σοβαρές ελλείψεις) στις παραγωγικές ανάγκες σε μια άναρχη αγορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών, της συρρίκνωσης των τεχνολογικών και καινοτομικών πολιτικών σε μια επιδότηση (με κίνητρα και φοροαπαλλαγές) του υπαρκτού επιχειρηματικού ιστού, και της υιοθέτησης της ιδέας ότι η καταστροφή παραγωγικού ιστού (στη μεταποίηση και την αγροτική οικονομία) θα ισορροπείται αενάως από την ανάπτυξη των υπηρεσιών και τις εισροές “επενδυτικών κεφαλαίων” στο χρηματιστήριο. 
Η απασχόληση μεταναστών με χαμηλές αμοιβές, και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων με μειωμένα ασφαλιστικά και εργατικά δικαιώματα, αποτέλεσε τον κύριο παράγοντα που τροφοδότησε την κερδοφορία ολόκληρων κλάδων της ελληνικής οικονομίας17, πάνω στην οποία στηρίχθηκε η εγχώρια εκδοχή της χρηματοπιστωτικής “άνοιξης”. Η οικοδομή και οι κατασκευές εν γένει μετατράπηκαν στον κατεξοχήν κλάδο απασχόλησης των μεταναστών, οι οποίοι διατήρησαν την κερδοφορία του, παρά το γεγονός οτι η παραγωγικότητα έχει παραμείνει στάσιμη και η οργάνωση και εξειδίκευση της εργασίας παραμένουν σε προβιομηχανικά επίπεδα στον μεγαλύτερο αριθμό εργοταξίων. Το εξαιρετικά κερδοφόρο “θαύμα” των Ολυμπιακών Αγώνων, θα ήταν αδιανόητο χωρίς την απασχόληση των μεταναστών και χωρίς τη συναινετική επιβολή ενός μπλακ ουτ σχετικά με τις συνθήκες εργασίας τους. Η απασχόληση μεταναστών εξασφάλισε επίσης την επιβίωση και την κερδοφορία ενός μεγάλου μέρους του τουριστικού τομέα και της αγροτικής οικονομίας, όπου, όπως και στην οικοδομή, συνδυάστηκαν στρατηγικές υψηλής κερδοφορίας μεγάλων ή μεσαίων επιχειρήσεων, με στρατηγικές συντήρησης μεσαίων ή χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων στην ύπαιθρο και στις πόλεις. Παράλληλα, και από τη δεκαετία του 90, οι κρατικές πολιτικές ιδιωτικοποίησης δημοσίων υπηρεσιών και η παράλληλη διαμόρφωση δυνατοτήτων ευέλικτης απασχόλησης, σε συνδυασμό με την μονιμοποίηση του φαινομένου της υψηλής ανεργίας των νέων, οδήγησαν στην επέκταση της φτηνής και ανασφαλούς εργασίας, στα όρια της ασφαλιστικής και εργασιακής νομιμότητας, προς την κατηγορία των νέων εργαζομένων που απασχολούνται κυρίως στον τομέα των νέων αστικών υπηρεσιών.
Η ελληνική αγορά εργασίας μπορεί πλέον να αντλεί ανεμπόδιστα εργατικό δυναμικό από μια πολύ ευρύτερη (και σχεδόν αστείρευτη) αγορά που είναι κυρίως αυτή των βαλκανικών χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των άλλων χωρών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Έχει επομένως διαμορφωθεί μια κατάσταση όπου υλοποιείται η “κινητικότητα” που έχει στο πρόγραμμά της η ΕΕ, αλλά στην αγορά της αδήλωτης εργασίας, βασισμένη στις γερές βάσεις της ευρωπαϊκής στρατηγικής απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Η εισροή προσφύγων από την Ασία και την Αφρική, δεν είναι η αιτία αλλά το συμπλήρωμα αυτής της εξέλιξης, που “αξιοποιείται” όσο διογκώνεται, και απασχολείται όλο και περισσότερο - από έλληνες εργοδότες και πάντως με έλληνες προστάτες - σε δραστηριότητες στα όρια της νομιμότητας (εμπόριο στο δρόμο) ή καθαρά παράνομες (ναρκωτικά, πορνεία). Επίσης, την ίδια στιγμή που η οικονομική κρίση αναζωπυρώνει τους προβληματισμούς για το “πόσους μετανάστες χρειαζόμαστε”, είναι φανερό ότι το νεοφιλελεύθερο σχέδιο για ενοποίηση της διεθνούς αγοράς εργασίας, και ειδικότερα της αγοράς φτηνής και αδήλωτης εργασίας, θριαμβεύει και εγκαθιδρύεται ως το περιβάλλον στο οποίο εξελίσσεται η οικονομία και η απασχόληση στην Ελλάδα18. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης ως προς τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της ΕΕ και της ζώνης του Ευρώ, των συνθηκών απασχόλησης και προστασίας της εργασίας και των ανέργων, οδηγούν στην ενίσχυση της ήδη υπάρχουσας “εσωτερικής” (στην Ευρώπη)αγοράς φτηνής και ανασφαλούς εργασίας, που διαπερνάει το σύνολο σχεδόν των χωρών μελών. 
Η μεταναστευτική πολιτική που εφαρμόστηκε από την αρχή της δεκαετίας του 90 φρόντισε να διατηρήσει τη “δεύτερη” αγορά εργασίας στην οποία συμμετέχουν οι περισσότεροι μετανάστες, καθώς δεν επεδίωξε να άρει τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η διαδικασία νομιμοποίηση τους. Πρέπει πριν απ’όλα ν’αναφερθεί οτι διατηρήθηκε και για τη διαδικασία αυτή η μεταφορά της ευθύνης για το σεβασμό της ασφαλιστικής και εργατικής νομοθεσίας από τον εργοδότη στον εργαζόμενο. Το σχήμα που επεκράτησε είναι οτι δεν αναλαμβάνει η αρμόδια δημόσια υπηρεσία να καταπολεμήσει την αδήλωτη εργασία και να αναγκάσει επομένως του εργοδότες να συμβάλουν στη νομιμοποίηση των μεταναστών, αλλά οτι ο μετανάστης πρέπει να “βρεί” τα ένσημα τα οποία χρειάζεται19. Αυτή η προσέγγιση η οποία είναι χαρακτηριστική της ελληνικής μεθόδου εφαρμογής της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, αποτελεί στην πραγματικότητα τη συνταγή για τη διχοτόμηση της αγοράς εργασίας, καθώς για τους εργαζόμενους που είναι λιγότερο προστατευμένοι, δηλαδή κατά κανόνα λιγότερο ευνοημένοι, δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους από την ατομική προσπάθεια, η οποία είναι εμφανώς μάταιη για τους περισσότερους έλληνες και μετανάστες. Είναι επίσης εμφανή σε όλους τους “μεταναστευτικούς” νόμους της τελευταίας εικοσαετίας, τα εμπόδια σε ότι αφορά τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία της νομιμοποίησης. Κοινός σκοπός τους ήταν να διατηρήσουν ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών που επιδιώκουν να νομιμοποιηθούν, δηλαδή να πετύχουν την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους, σε μια ζώνη όπου ισχύει η προσωρινότητα των αδειών, η μεγάλη χρονική διάρκεια του διοικητικού έργου, η έλλειψη υποστηρικτικών για τους μετανάστες υπηρεσιών, το υψηλό κόστος της όλης διαδικασίας σε αγορασμένα ένσημα, χρόνο και παράβολα, και επομένως η αβεβαιότητα και η εύκολη μετάπτωση στην κατάσταση του “παράνομου”. 
‘Εχει επισημανθεί εδώ και καιρό20 οτι με την υλοποιούμενη μεταναστευτική πολιτική διαμορφώνεται ένα νέο κοινωνικό τοπίο, όπου θα έχουν σταθεροποιηθεί πληθυσμοί με μειωμένα δικαιώματα, που σε συνθήκες οικονομικής κρίσης κινδυνεύουν να στοχοποιηθούν και να αντιμετωπιστούν ως υπεύθυνοι της κρίσης αυτής και ως εσωτερική απειλή στα επίπεδα της απασχόλησης, της χρήσης των κοινωνικών υπηρεσιών, της ασφάλειας (του έθνους και των πολιτών) και της εθνικής ταυτότητας. Η φαντασίωση της απέλασης του “πλεονάσματος”, επειδή ακριβώς είναι μια προοπτική που δεν μπορεί να υλοποιηθεί, θα μετατραπεί εύκολα σε ενεκπλήρωτη λύση όλων των προβλημάτων και επομένως σε ρατσιστικό μίσος. Καθώς είναι ορατές οι πολιτικές δυνάμεις που ετοιμάζονται να διεκδικήσουν εξουσία και χρήμα βασισμένες στην ανάπτυξη αυτού του μίσους, μπορεί επίσης να διαπιστωθεί οτι για πρώτη φορά μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου στην Ευρώπη, και χάρη στη δημιουργία και την ανοχή μιας εκτεταμένης αγοράς εργασίας χωρίς δικαιώματα στο εσωτερικό της ΕΕ, επανέρχεται η πλέον επικίνδυνη εκδοχή του εθνικισμού που ως ιδεολογία της “άμυνας” απέναντι στην οικονομική κρίση, καλλιεργεί τον διωγμό και την απομάκρυνση του “ξένου”.
4. Συμπεράσματα
Η δημιουργία μιάς διεθνούς αγοράς εργασίας χωρίς δικαιώματα προϋποθέτει την εκ των πραγμάτων κατάργηση των συνόρων ως προς την κινητικότητα των εργαζομένων. Αλλά όπως και με την άμβλυνση του συστήματος hukou στην Κίνα, του συστήματος δηλαδή των αδειών παραμονής κατά περιφέρειες, οι οποίες ορίζουν και την περιοχή όπου ισχύουν τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα των πολιτών και εργαζομένων, η ανοχή ως προς τον μη σεβασμό αυτών των ορίων συνοδεύεται από την ανοχή ως προς την επακόλουθη εκ των πραγμάτων κατάργηση δικαιωμάτων για τον εσωτερικό μετανάστη. 
Όταν όμως επανέρχεται, σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης όπως η σημερινή, το ζήτημα του σεβασμού των συνόρων, δηλαδή της απαγόρευσης της εισόδου και της παραμονής για όσους επιθυμούν να εισέλθουν ή έχουν εισέλθει σε μια χώρα χωρίς να ακολουθούν τις νομοθετημένες διαδικασίες, είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί οτι έχει πλέον αποσυνδεθεί από το ζήτημα του σεβασμού των δικαιωμάτων στην εγχώρια αγορά εργασίας. Δεν είναι πλέον η πρόθεση του σεβασμού των συνόρων μέρος ενός σχεδίου υπεράσπισης του συνόλου των δικαιωμάτων, αλλά μια αυτοτελής πολιτική η οποία επικεντρώνεται στην άσκηση βίας στα σύνορα ή στο εσωτερικό της χώρας, εναντίον μεταναστών και προσφύγων. Δεν αμφισβητείται το δικαίωμα στην εκμετάλλευση των μεταναστών με γενικευμένα μέτρα στο εσωτερικό της χώρας, αλλά το θέμα της “παράνομης εισόδου” μετατρέπεται σε ένα επιλεκτικό εργαλείο, το οποίο υπηρετεί περισσότερο συγκυριακές πολιτικές, οικονομικές ή ύποπτες σκοπιμότητες, αφήνοντας στην πραγματικότητα ελεύθερο το πεδίο για τη λειτουργία, αναπαραγωγή και επέκταση της απροστάτευτης αγοράς εργασίας. 
Εξαιτίας των συνθηκών που έχει διαμορφώσει η νεοφιλελεύθερη στρατηγική απέναντι στην εργασία, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών, αλλά και εν γένει των δικαιωμάτων στην αγορά εργασίας, δεν εγγράφεται σε εθνικές επιλογές σε οτι αφορά το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, και δεν μπορεί παρά να είναι μέρος νέων διεθνών διεκδικήσεων και κινητοποιήσεων, που επιδιώκουν να υποστηρίξουν τον κόσμο ο οποίος ανήκει στη διεθνή αγορά εργασίας των μεταναστών και προσφύγων. Δεν υπάρχουν πλεόν εθνικά πλαίσια τα οποία μπορεί κανείς να υπερασπιστεί, και πρέπει να περάσουμε στην υπεράσπιση οικονομενικών δικαιωμάτων, χωρίς άλλη αφετηρία από τα κατάλοιπα των προηγούμενων κοινωνικών καθεστώτων, και τις επιμέρους νέες κατακτήσεις των κινημάτων αλληλεγγύης. 

1 “Του ελέγχου από την εξουσία του συνόλου της ανθρώπινης ζωής”. Antonio Negri, Fabrique de porcelaine, pour une nouvelle grammaire du politique, Παρίσι 2006, Stock, σ.21.
2 Αλυσίδα της αξίας καλείται το σύνολο των ξεχωριστών λειτουργιών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, οι οποίες είναι κατά κανόνα: η Έρευνα και Ανάπτυξη, η διοίκηση και οργάνωση, η εφοδιαστική, η παραγωγή, οι πωλήσεις και η εξυπηρέτηση των πελατών.
3 Petros Linardos, “Retraining and skilling policy and practice in value chain restructuring”, στο P.Meil (ed), Challenges for Europe under value chain restructuring: Contributions to policy debates, Leuven 2009, σ.47
4 “Περιλαμβάνει σήμερα όχι μόνο τις οργανωμένες μορφές παραγωγής και απόκτησης γνώσης, που αντιστοιχούν στους κύριους εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς θεσμούς, αλλά και το ευρύ πεδίο των διαδικασιών εκμάθησης που αφορούν όλο και περισσότερες καταστάσεις όπου παράγεται εμπειρογνωμοσύνη στο πλαίσιο της “κανονικής” παραγωγής και της χρήσης αγαθών και υπηρεσιών”, Dominique Foray, The economics of knowledge, Cambridge, Massachusetts 2004, MIT Press, σ.3 
5 “...Ο γνωσιακός καπιταλισμός (capitalisme cognitif), μαζί με τον εντυπωσιακό εξοπλισμό του σε ΝΤΠΕ, είναι το ιστορικό προϊόν ενός βαθύτατου κινήματος εργατικής εξέγερσης: του κινήματος που πήρε τις διάφορες μορφές άρνησης της εργασίας... αλλά τροφοδότησε κυρίως μια συνεχή πίεση για τον εκδημοκρατισμό της πρόσβασης στα πανεπιστήμια και τα τεχνολογικά ινστιτούτα”. Yann Moulier Boutang, Le capitalisme cognitif: La nouvelle grande transformation, Παρίσι 2007, Editions Amsterdam, σ.112
6 “...Νέες οργανώσεις που είναι ρητά αφιερωμένες στην παραγωγή και αναπαραγωγή γνώσης μέσω αποκεντρωμένων και συνεργατικών διαδικασιών και της εντατικής χρήσης νέων ΤΠΕ”. Foray, ό.π., σ.37.
7 “Η ‘αγορά’ δεν φαίνεται να αντισταθμίζει την απουσία δυνατοτήτων κατάρτισης που παρατηρείται σε ένα μεγάλο μέρος των μελετών περιπτώσεων...Τα ασθενή εθνικά πλαίσια εκμάθησης και κατάρτισης δεν κατορθώνουν να εξελιχθούν στις νέες συνθήκες...”, Linardos, “Retraining and skilling...”, ό.π., σ.60-61.
8 El Mouhoub Mouhoud, Dominique Plihon, Le savoir et la finance: liaisons dangereuses au coeur du capitalisme contemporain, Παρίσι 2009, LA DÉCOUVERTE, σ.129.
9 Mouhoud, Plihon, ό.π., σ.130.
10 Mouhoud, Plihon, ό.π΄, σ.125.
11 Όπως στο μοντέλο του “Ακαδημαϊκού καπιταλισμού”, βλ.Foray, ό.π., σ.226-227.
12 Το ευρωπαϊκό ερευνητικό έργο WORKS έδειξε οτι σε παραδοσιακούς κυρίως κλάδους χαμηλής τεχνολογίας και σε χώρες της δυτικής ευρώπης, έχει χαθεί η ικανότητα διαμόρφωσης ειδικοτήτων για τις οποίες συνεχίζει να υπάρχει ζήτηση: “Η ‘αγορά’ δεν φαίνεται να αντισταθμίζει την έλλειψη μηχανισμών κατάρτισης που παρατηρείται σε σημαντικό μέρος των μελετών περιπτώσεων”, Petros Linardos, “Retraining and skilling policy and practices in value chain restructuring”, στο P.Meil(ed), ό.π., σ.60
13 Michel Delapierre, Philippe Moati, El Mouhoub Mouhoud, Connaissance et mondialisation, Παρίσι 2000, Economica, σ.85-86.
14 Χαρακτηριστική για την Ελλάδα περίπτωση είναι η πολυεθνική Vivartia που ανέπτυξε δραστηριότητές της τόσο σε ευρωπαϊκές χώρες, όσο και χώρες του Νότου, εξωτερικεύοντας τμήματα της παραγωγής σε αναζήτηση τεχνογνωσίας (τοματοπολτός στην Ιταλία), ή σε αναζήτηση φτηνότερης εργασίας στην Ανατολική Ευρώπη. 
15 Από 20% το 2005 σε 24% το 2008 σύμφωνα με τη Eurostat. Επίσης, η Ελλάδα εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό νέων 16-24 ετών που απασχολούνται με χαμηλές αμοιβές, σύμφωνα με συγκριτική μελέτη του ΟΟΣΑ. OECD, Jobs for youth: Greece, Παρίσι 2010, σ.75.
16 Cholezas I. and Tsakloglou P. (2008), The economic impact of immigration in Greece: taking stock of the existing evidence, Discussion Paper no 3754, Institute for the Study of Labor.
17 Alpha Bank (2005), “Οι οικονομικοί μετανάστες στην Ελλάδα: από την νομιμοποίηση στην προσέλκυση”, Οικονομικό Δελτίο (95).
18 Απόστολος Καψάλης (επιμ.), Αδήλωτη απασχόληση και νομιμοποίηση των μεταναστών, Αθήνα 2007, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Μελέτες, (27).
19 Απόστολος Καψάλης, “Η ανάγκη για μια νέα προσέγγιση του ζητήματος της μετανάστευσης”, Τετράδια του ΙΝΕ, Τεύχος 31, Σπτεμβριος 2009, σ.31.
20 Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν, “Ζητήματα πολιτικής σχετικά με τη νομιμοποίηση των αλλοδαπών στην Ελλάδα, Τετράδια του ΙΝΕ, Τεύχος 18-19, Ιούλιος 2000.