παλιά δικά μου



Η βιώσιμη ανάπτυξη μετά το πρόγραμμα σταθερότητας: ποιες εναλλακτικές κατευθύνσεις;
(Φεβρουάριος 2010)
Ένα ερώτημα εμφανίζεται αναπόφευκτα μετά το διάγγελμα του Γεωργίου Παπανδρέου και τα μέτρα σταθεροποίησης που ανακοινώνει η κυβέρνηση: η αύξηση και αναδιανομή της φορολογίας, και οι περικοπές δαπανών, αφορούν κατά κύριο λόγο τη διαχείριση του δημοσίου χρέους, ή εντάσσονται σε μια νέα στρατηγική “βιώσιμης ανάπτυξης”; 
Τι μπορούμε να διαπιστώσουμε;
1) Το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης είναι πριν απ’όλα ένα πρόγραμμα που προβλέπει την αύξηση και τη σταθεροποίηση σε υψηλά επίπεδα της ανεργίας. Παράλληλα δεν αναγγέλονται μέτρα που στοχεύουν στην ανασυγκρότηση της αγοράς εργασίας με την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας και τις γενικευμένης ευελιξίας, με την αναβάθμιση του κόσμου της εργασίας, ιδιαίτερα δε των συνθηκών απασχόλησης νέων εργαζομένων. 
2) Η ικανότητα της βιομηχανικής, της αγροτικής, αλλά και της ενεργειακής πολιτικής να αντιστρέψουν τον πολυετή κατήφορο και να ανασυγκροτήσουν, κατά την εποχή της κλιματικής αλλαγής, τον παραγωγικό ιστό, παραμένει μηδενική. Δεν υπάρχει καμμία ένδειξη απεμπλοκής αυτών των πολιτικών από το πλέγμα πελατειακών επιχορηγήσεων, άκριτης στήριξης της κερδοφορίας και πρωτοκαθεδρίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
3) Η δυνατότητα της δημόσιας διοίκησης και των κοινωνικών υπηρεσιών να υπηρετήσουν μια στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης έχει δραματικά υποβαθμιστεί από την αποδυνάμωση τομέων όπως η δημόσια υγεία, η εκπαίδευση και οι πολιτικές απασχόλησης, όπου η έλλειψη υποστήριξης του δημόσιου χαρακτήρα των πολιτικών και των υπηρεσιών, άφησε το πεδίο ελεύθερο για την ανάπτυξη της διαφθοράς, της αναποτελεσματικότητας και της στασιμότητας των γνώσεων και των ιδεών.
4) Το πεδίο της έρευνας, της τεχνολογικής εξέλιξης και της υποστήριξης καινοτομιών, έχει εγκαταλειφθεί λόγω της “στενότητας πόρων” στον δημόσιο τομέα και λόγω της πασιφανούς αδιαφορίας του ιδιωτικού τομέα. Ακόμα περιστρέφεται η προβληματική για την τεχνολογία και την καινοτομία στον φαύλο κύκλο των ξένων άμεσων επενδύσεων που αναμένεται να φέρουν νέα γνώση, όταν στην πραγματικότητα η καινοτομική ικανότητα είναι αυτή που θα ενίσχυε την εξωστρέφεια και στον τομέα των ξένων επενδύσεων.
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι το μονοπώλιο κανενός. Κοινή είναι η πεποίθηση οτι πρόκειται για αδιέξοδα τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε βάθεμα της κρίσης. Η νεοφιλελεύθερη αντζέντα θεωρεί οτι πρόκειται για πραγματικά αδιέξοδα και προσφέρει ως μόνη προοπτική τη γενικευμένη μείωση δημοσίων δαπανών και μισθών, δηλαδή μια μακροχρόνια “σταθεροποιητική” λογική χωρίς πραγματική προοπτική για την οικονομία και την απασχόληση. Η κυβέρνηση πραγματοποιεί μειώσεις των δημοσίων δαπανών και μειώσεις μισθών σε ορισμένες κατηγορίες υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, υπό την πίεση του εξωτερικού δανεισμού, αναβάλει για το μετά το 2013 μέλλον την καταπολέμηση της ανεργίας, χωρίς να προσφέρει νέες προοπτικές απέναντι στα προβλήματα της εγχώριας παραγωγής, της τεχνολογίας και της διοίκησης. 
Για να υπάρξει όμως σταθεροποίηση της οικονομικής δραστηριότητας και αντιμετώπιση των προβλημάτων της ανεργίας, της φτώχειας και των ανεπαρκών κοινωνικών υπηρεσιών θα ήταν αναγκαίο να γίνουν ορισμένες ριζοσπαστικές επιλογές:
α) Να προγραμματιστεί η κατάργηση της αδήλωτης εργασίας, η κατάργηση των επισφαλών σχέσεων εργασίας, να δημιουργηθεί ένας αποτελεσματικός μηχανισμός προστασίας των εργαζομένων από την εργοδοτική αυθαιρεσία και να ολοκληρωθεί η νομιμοποίηση και προστασία των οικονομικών μεταναστών και των οικογενειών τους.
β) Να υιοθετηθεί ένας προσατολισμός ριζικής αναδιανομής του εισοδήματος, ώστε να υπάρξουν δημόσιοι πόροι όχι μόνο για τη διαχείριση του δημοσίου χρέους, αλλά και για την αναβάθμιση των κοινωνικών πολιτικών και την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. 
γ) Να σχεδιαστούν κλαδικές πολιτικές για τη βιομηχανία, την αγροτική παραγωγή και τον ενεργειακό τομέα, οι οποίες να αξιοποιούν ερευνητικά ιδρύματα και δημόσιους φορείς υποστήριξης των επιχειρήσεων, και να απευθύνονται τόσο σε ιδιωτικές, όσο και σε δημόσιες ή συνεταιριστικές επιχειρήσεις.
δ) Να αφιερωθούν πόροι για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, ως τομέα αξιοποίησης της διάχυτης εφευρετικότητας και κοινωνικής ευαισθησίας.
ε) Να δημιουργηθεί ένας δημόσιος τραπεζικός τομέας, ικανός να στηρίξει τις δημόσιες πολιτικές και να χρηματοδοτεί αποτελεσματικά τις μικρές επιχειρήσεις και την κοινωνική οικονομία.
στ) Να ενισχυθεί η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης και της έρευνας, ώστε να διευρυνθούν οι βάσεις της οικονομίας της γνώσης, της δυνατότητας χρήσης και ανάπτυξης νέων τεχνολογιών και μεθόδων, τόσο στην παραγωγή, όσο και στις κοινωνικές υπηρεσίες.
Ποιές είναι όμως οι δυνάμεις που θα επιβάλουν έναν τέτοιο προσανατολισμό; Δεν υπάρχουν σήμερα οι κοινωνικές συμμαχίες, ακόμα και στο εσωτερικό της ευρείας κατηγορίας των μισθωτών, ή ακόμα και στο χώρο των χαμηλόμισθων και ευέλικτα απασχολούμενων, που να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν και να παλαίψουν ένα παρόμοιο πρόγραμμα. Ακόμα και στην περίπτωση μιας κοινωνικής έκρηξης, που είναι πολύ πιθανό να συμβεί, ποιοί θα είναι οι ενοποιητικοί στόχοι που θα έχουν μια πλειοψηφική απήχηση και θα διαμορφώσουν έναν νέο συσχετισμό και μια νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα;
Προυπόθεση για να δωθούν προγραμματικές απαντήσεις στην κρίση και να ξεπεραστούν οι διασπάσεις και αδράνειες της κοινωνίας, είναι να πραγματοποιηθεί μια στροφή προς τη συγκρότηση και ανάπτυξη ενοτικών κοινωνικών κινημάτων. Ικανών να προβάλουν ενιαίους στόχους στους τομείς της απασχόλησης, των εργασιακών σχέσεων, και της αναδιανομής του εισοδήματος. Ικανών να επιβάλουν τον αναπροσανατολισμό των πολιτικών, αλλά και τον προσδιορισμό και έλεγχο του περιεχομένου τους.




Απασχόληση, κατανομή του προϊόντος και παραγωγικότητα την εποχή της στασιμότητας
(Οκτώβριος 2009)
Η πλειοψηφία των αναλυτών όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων αντιμετωπίζει το μέλλον με ιδέες όπως αναθέρμανση της οικονομίας, επάνοδος της ανάπτυξης, ανάκαμψη κλπ. Πολλοί εκπρόσωποι επιχειρηματικών κατηγοριών ή ομάδων μισθωτών ζητούν μέτρα τα οποία θα τροφοδοτήσουν την αύξηση των πόρων που έχουν στη διάθεσή τους, πιστεύοντας ότι το ζητούμενο αλλά και το εφικτό σενάριο είναι η επάνοδος της οικονομίας στους ρυθμούς μεγέθυνσης της περιόδου πριν την κρίση.
Στην πραγματικότητα όμως οι πλέον έγκυρες προβλέψεις που διατυπώνονται για τις μακροοικονομικές προοπτικές και τις ανάγκες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής συγκλίνουν προς τη διαμόρφωση σεναρίων για τις εθνικές οικονομίες που έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: αργοί ή μηδενικοί ρυθμοί μεγέθυνσης, υψηλά ποσοστά ανεργίας, σημαντικά δημόσια ελλείμματα, ακραίες εξωτερικές ανισορροπίες, και επομένως αυξημένες ανάγκες για κοινωνικές πολιτικές και για εξισορρόπηση των δημοσίων προϋπολογισμών, όπως και για επενδύσεις που αφορούν την άμβλυνση και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την παραγωγική αναδιάρθρωση των πολλών χωρών με σοβαρά ελλείμματα του εξωτερικού ισοζυγίου, την ανάπτυξη της έρευνας, της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ελληνική οικονομία, αλλά δεν είναι η μόνη. 
Η αναγκαστική αναθεώρηση του φορντιστικού μοντέλου, της εξάρτησης δηλαδή των επενδύσεων, της απασχόλησης και των κοινωνικών πολιτικών από τους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου και μεγέθυνσης του προϊόντος, οδηγεί σε επιλογές που πρέπει να συνδυάσουν τις εξής κατευθύνσεις: πρώτον, την ανακατανομή του εισοδήματος μεταξύ κατανάλωσης και επένδυσης, μεταξύ υψηλών και χαμηλών εισοδημάτων και μεταξύ υλικών και άυλων επενδύσεων. Δεύτερον, την εξοικονόμηση πόρων, μέσω των πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας αλλά και μέσω της αντικατάστασης της ακριβής κατανάλωσης για υψηλά εισοδήματα, με χαμηλότερου κόστους υπηρεσίες ή αγαθά για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Τρίτον, την αύξηση της παραγωγικότητας, που μπορεί να πάρει θεαματικές διαστάσεις σε μερικούς τομείς, λόγω διαθέσιμων ή εξελισσόμενων τεχνολογιών ή λόγω αποδοτικότερης κοινωνικής και επιχειρησιακής οργάνωσης, και μπορεί επίσης να εξασφαλίσει τη δραστική μείωση του χρόνου εργασίας και άρα τη μείωση της ανεργίας.
Σήμερα είναι προφανές στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες ότι ο εκτροχιασμός των δημοσίων οικονομικών δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς αποδιάρθρωση των κοινωνικών ιστών, αν δεν αυξηθεί δραστικά η φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων και επομένως το μοντέλο κατανομής του πλούτου το οποίο έχει εγκαθιδρύσει και παγιώσει η εποχή του νέο-φιλελευθερισμού. Αλλά χρειάζεται να τεθεί και το θέμα της αναδιανομής του διαθέσιμου εισοδήματος μεταξύ κατανάλωσης και επενδύσεων: το ύψος των επενδύσεων δεν προκύπτει πλέον από τη δυναμική της συσσώρευσης του κεφαλαίου, καθώς είναι καταρχάς συνάρτηση των δαπανών που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή και, σε σημαντικό βαθμό για την ελληνική οικονομία, που συνδέονται με τον σχεδιασμό της ανασυγκρότησης του παραγωγικού ιστού. Τέλος, χρειάζεται να τεθεί επίσης το θέμα της μεταφοράς πόρων από τις κλασσικές επενδύσεις σε πάγια κεφάλαια, στις επενδύσεις σε άυλο κεφάλαιο, δηλαδή σε γνώση, πληροφορία, εκπαίδευση, έρευνα, οργάνωση, επικοινωνία. Η πτωτική εξέλιξη της παραγωγικής δυνατότητας και της καινοτομικής δυνατότητας της ελληνικής οικονομίας οφείλεται στο προφανές γεγονός ότι υποτίμησε τις επενδύσεις σε άυλο κεφάλαιο προς όφελος των δαπανηρών επενδύσεων σε πάγια κεφάλαια ενός παρωχημένου παραγωγικού μοντέλου. Από αυτή την υποτίμηση υπέφερε το σύνολο των κοινωνικών πολιτικών.
Μια οικονομία η οποία δεν μπορεί πλέον να μεγεθύνει επ’αόριστον το προϊόν της, χρειάζεται επιτακτικά να βρει τρόπους να εξοικονομεί πόρους, πέρα μάλιστα από την αναγκαία εξοικονόμηση ενέργειας. Πρώτον, μέσω της μείωσης της κατανάλωσης πολυτελείας, που συνδέεται με την αναδιανομή του εισοδήματος. Δεύτερον, μέσω της αποτελεσματικότερης αξιοποίησης των επενδύσεων και των συνολικών δαπανών, χάρη στις οικονομίες κλίμακας και στη συσσώρευση γνώσης που μπορεί να εξασφαλίσουν οι δημόσιες πολιτικές: η ανάπτυξη με γρήγορους ρυθμούς των μαζικών μεταφορών στις πόλεις και στο σύνολο της χώρας, η εξασφάλιση χώρου για τους πεζούς και τα ποδήλατα στις πόλεις, η μεγέθυνση και ορθολογική λειτουργία της δημόσιας υγείας, η αύξηση των δαπανών για τη δημόσια εκπαίδευση σε συνδυασμό με την εξασφάλιση της πληρότητας των υπηρεσιών που προσφέρει, είναι επιλογές οι οποίες αποδεδειγμένα θα μειώσουν το συνολικό κόστος σε αυτούς τους τομείς. 
Εξοικονόμηση πόρων πραγματοποιείται και μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας των μεμονωμένων δραστηριοτήτων στους τομείς των υπηρεσιών και της παραγωγής αγαθών. Σε πολλούς κλάδους υλικής παραγωγής, υπάρχει σήμερα η δυνατότητα βελτίωσης της διάρκειας των προϊόντων, που είναι συνάρτηση της ποιότητας των κατασκευών, αλλά και της διαφορετικής προσέγγισης του ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων, που μπορεί να ρυθμιστεί μέσω της υιοθέτησης των κατάλληλων προδιαγραφών: υπάρχει σήμερα η τεχνολογία και η γνώση ευρύτερα (που μπορούν να εξελιχθούν με την έρευνα), για να φτιάχνονται κατοικίες και κτίρια που διαρκούν περισσότερο, όπως και μέσα μεταφοράς ιδιωτικά ή δημόσια. Στον τομέα λ.χ. της υγείας μπορεί να βελτιωθεί η απόδοση των υπηρεσιών, μέσω της καλύτερης σχέσης προληπτικής και νοσοκομειακής φροντίδας, αλλά και συνθηκών ζωής και προληπτικής ιατρικής. 
Αυτή η λογική των ανακατανομών στο πλαίσιο ενός ανασχεδιασμού της οικονομίας, αφορά ειδικότερα τον τομέα που ονομάζεται πράσινη οικονομία. Οι επενδύσεις σε ανανέωσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να προγραμματιστούν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως και οι χρηματοδοτήσεις των επενδύσεων για την εξοικονόμηση ενέργειας, καθώς και οι επενδύσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή: έλλειμμα σε υδατικούς πόρους, μέτρα προστασίας των ακτών, μετατοπίσεις καλλιεργειών κ.α. Η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας, που αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των ανθρώπων ειδικότερα, θα οδηγήσει σε μια πιό “ακριβή” γεωργία, που όμως θα μειώνει το υψηλά αρνητικά εξωτερικά αποτελέσματα της σημερινής πρωτογενούς παραγωγής. 
Οι βιομηχανικές χώρες δεν μπορούν να αποφύγουν τη στροφή προς την αναθεώρηση των στρατηγικών επιλογών τους για την οικονομία, την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου κατανομής του εισοδήματος και την υιοθέτηση του σχεδιασμού στους μεγάλους τομείς, αν θέλουν να αποφύγουν την παρακμή του περιβάλλοντος και των κοινωνικών θεσμών. Δεν μπορούμε να βασιστούμε ούτε στην αγορά και τις αρετές της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, σε συνδυασμό με πολιτικές προσφοράς, αλλά ούτε και  στην τόνωση της ζήτησης που θα αναθερμάνει την οικονομία, για να επιτευχθεί ένας τέτοιος προσανατολισμός. Εξάλλου η αναδιανομή του πλούτου πρέπει να πάρει διεθνείς διαστάσεις, με τη γενναία αύξηση της βοήθειας προς τις χώρες του νότου για να αποκτήσουν τις βασικές υποδομές, να εξασφαλίσουν τουλάχιστον την επάρκεια τροφίμων και να υιοθετήσουν μορφές παραγωγής ενέργειας συμβατές με τις προσπάθειες άμβλυνσης της κλιματικής αλλαγής.
Οι κοινωνίες μας χρειάζονται, για να πραγματοποιήσουν αυτή τη στροφή, ένα άλμα προς τη γνώση, την αλληλεγγύη και τη δημοκρατία. Χρειάζεται να μπορούμε να αξιολογούμε τις καταστάσεις και να θεμελιώνουμε τις προτάσεις που κάνουμε, να προτείνουμε επιλογές που λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες όλων, να οικοδομούμε διαδικασίες υιοθέτησης αποφάσεων που λαμβάνουν υπόψη τις προσεγγίσεις και τα συμφέροντα όλων. Όλες οι πρωτοβουλίες και οι πιέσεις προς αυτές τις κατευθύνσεις είναι ευπρόσδεκτες, αλλά μόνο μια μαζική κοινωνική πρακτική με αυτό τον προσανατολισμό μπορεί να ανατρέψει τις σημερινές ισορροπίες, ιεραρχίες και συμπεριφορές.



Μπορεί να αλλάξει η δημόσια διοίκηση;
(Οκτώβριος 2009)
Η εντύπωση που επικρατεί στον περισσότερο κόσμο, και ιδιαίτερα σε αυτούς που συναλλάσονται τακτικά με τη δημόσια διοίκηση, ή την υπηρετούν, είναι οτι ο τρόπος που λειτουργεί και ασκεί πολιτική η ελληνική διοίκηση δεν μπορεί να αλλάξει, ή θα αλλάξει πολύ δύσκολα. Όταν οι ερωτώμενοι βρίσκονται στα υψηλότερα κλιμάκια της κοινωνικής, ή της κρατικής ιεραρχίας, η “απαισιοδοξία” αυτή δεν είναι εντελώς αθώα, καθώς περιλαμβάνει και μια απροθυμία ως προς το ενδεχόμενο μιας αλλαγής, η οποία θα τάραζε κεκτημένα, προνόμια, ή δυνατότητες επίλυσης προβλημάτων μέσω παράλληλων, άτυπων διαδικασιών. 
Πολλές προσπάθειες κατανόησης των σοβαρών αδυναμιών της διοίκησης, δηλαδή της αναποτελεσματικότητας, της κυριαρχίας των πελατειακών σχέσεων και της εσωστρέφειας, έχουν αναζητήσει ενδογενείς αιτίες, και έχουν εγκλωβιστεί στην αδιέξοδη διαπίστωση οτι η διοίκηση δεν αλλάζει γιατί η ίδια δεν θέλει να αλλάξει. Δεν έχουν κατανοήσει οτι αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του δικού μας οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, και οτι δεν μπορεί να αλλάξει αν δεν τροποποιηθεί το μοντέλο αυτό. Όταν αποτελεί το κορμό της αναπτυξιακής πολιτικής η μεταφορά δημοσίων πόρων προς τον επιχειρηματικό τομέα, τότε η πρόσβαση σε αυτούς τους (αναγκαστικά περιορισμένους) πόρους, μέσω οικονομικής ισχύος, μέσω πολιτικών σχέσεων, ή μέσω ειδικών συναλλαγών, αποτελεί το βασικό μηχανισμό διαμόρφωσης των ισορροπιών στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης και μεταξύ αυτής της τάξης και των λιγότερο ισχυρών επιχειρηματικών κατηγοριών, ή των ειδικών γραφειοκρατιών. Από όλους τους πρωταγωνιστές της πρόσβασης στο δημόσιο χρήμα, κανείς δεν ενδιαφέρεται για την αποδοτική λειτουργία της διοίκησης και όλοι ενδιαφέρονται για την (με κάθε μέσο) εξυπηρέτηση των δικών τους ιδιαίτερων συμφερόντων.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η οικονομία έχουν σχέση με τα χαρακτηριστικά αυτά του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου και της διοίκησης που το υπηρετεί. Το ασφαλιστικό έχει πάρει δραματικές διαστάσεις επειδή συρρικνώθηκε το αποθεματικό του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, λόγω της παραχώρησης του πλεονάσματός του στον επιχειρηματικό τομέα, καθόλη την μεταπολεμική περίοδο, και λόγω της επαναλαμβανόμενης διαγραφής των οφειλών στο ΙΚΑ των επιχειρήσεων. Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ακολουθεί μια συνεχή πτώση παρά τους πόρους του ελληνικού κράτους και των ΚΠΣ, διότι λατρεύτηκε ως “άγιο πνεύμα της οικονομίας” η επιχειρηματικότητα, δηλαδή η αναμφισβήτητη ανάγκη επιδότησης ενός παρωχημένου τεχνολογικά και οργανωτικά επιχειρηματικού τομέα. Βρισκόμαστε εν μέσω δημοσιονομικής κρίσης διότι το δικαίωμα τάξεων, κατηγοριών τάξεων, ή επαγγελμάτων στη φοροδιαφυγή, κατακτάτε, κατοχυρώνεται και δεν μπορεί να αφαιρεθεί. Νέοι τομείς επιχειρήσεων, όπως τα ΙΕΚ, τα ΚΕΚ ή τα Κολέγια, έχουν αντλήσει πόρους ή έχουν απλώς μπορέσει να λειτουργήσουν, λόγω της ιδιαίτερης σχέσης τους με τομείς της διοίκησης, χωρίς να ασχοληθούν οι αρμόδιες υπηρεσίες με την καταλληλότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν, ή ακόμα και με την νομιμότητά τους. Η νέα γενιά εντάσσεται σε μια συνεχώς υποβαθμιζόμενη αγορά εργασίας, ενώ οι οικονομικοί μετανάστες παραμένουν στην πλειοψηφία τους αδήλωτοι, διότι καμμία υπηρεσία δεν επιδιώκει να αμφισβητήσει το δικαίωμα ολόκληρων επιχειρηματικών τομέων στην φτηνή και μάλιστα κάθε φορά φτηνώτερη εργασία. 
Η αποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης είναι προφανώς ένα κορυφαίο θέμα σε μια περίοδο κατά την οποία επιδιώκεται από πολλές πλευρές να ενισχυθούν οι δημόσιες πολιτικές. Αλλά μια τέτοια επιδίωξη δεν μπορεί να διατυπωθεί άν δεν περιληφθεί στην ευρύτερη επιδίωξη της διαμόρφωσης πολιτικών που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της κοινωνίας και διαμορφώνουν γι’ αυτό συγκεκριμένους, μετρήσιμους στόχους και χαράσσουν χρονοδιαγράμματα. Η αλλαγή οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου και η μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, περνάει σήμερα μέσα από την αντιστοίχηση των εφαρμοζόμενων πολιτικών με στόχους και χρονοδιαγράμματα που καλύπτουν ανάγκες της κοινωνίας: η μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να μας λέει ποιές συντάξεις με ποιούς πόρους, η “νομιμοποίηση” της αγοράς εργασίας πρέπει να λέει ως πότε θα μηδενιστεί η αδήλωτη εργασία και πόσοι νέοι υπάλληλοι χρειάζονται για τους συστηματικότερους ελέγχους, ή ποιές αλλαγές της νομοθεσίας είναι απαραίτητες, ο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση και άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής πρέπει να λέει ποιοί ποσοτικοί στόχοι θα επιτευχθούν ως πότε, οι πολιτικές για την ενίσχυση του παραγωγικού ιστού πρέπει να περιλαμβάνουν επιλογές κλαδικές με επιδιωκόμενα αποτελέσματα σε ένα χρονικό διάστημα κ.ο.κ.



Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ή η πολιτική με το κεφάλι πάνω
(Σεπτέμβριος 2009)
Η ζωή στον πλανήτη γή έτσι όπως την ξέρουμε είναι κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα μιας σταθεροποίησης του κλίματος πρίν από 8000 χρόνια. Έχουμε μάθει να ζούμε σε αυτό το σταθερό περιβάλλον, με έναν επαναλαμβανόμενο ετήσιο κύκλο, με τα Χριστούγεννα να γιορτάζουν την ανάκαμψη της τροχιάς του ηλίου και το Πάσχα την ανανέωση της φύσης,  και να νοιώθουμε ασφαλείς που ο χρόνος κυλάει σε μια γνώριμη και προβλέψιμη αλληλουχία εποχών και καιρικών φαινομένων. Η ιδέα οτι αυτή η σιγουριά απειλείται και στην πραγματικότητα πρόκειται να εκλείψει, καθώς έχει ξεκινήσει μια αλλαγή του κλίματος, με αλλαγές στις καιρικές συνθήκες και θερμοκρασίες, τις κατανομές κλιματικών ζωνών και τα ύψη των υδάτων, είναι ακατανόητη καταρχάς αλλά και αδιανόητη ταυτοχρόνως για τον κάθε άνθρωπο, διότι δεν είναι προετοιμασμένος να σκεφτεί οτι τέτοια πράγματα μπορεί να συμβούν. Αυτός είναι ίσως ο πρώτος λόγος που η προοπτική της κλιματικής αλλαγής και ο επείγον χαρακτήρας των προσπαθειών για την άμβλυνση της και ταυτοχρόνως την προσαρμογή στις επιπτώσεις της, αντιμετωπίζεται κατά κανόνα με αδιαφορία, δυσπιστία ή αναβλητικότητα. 
Στο πεδίο όμως της πολιτικής η αντίσταση στην αποδοχή των συμπερασμάτων του σωρευτικού έργου δεκάδων χιλιάδων επιστημόνων σε παγκόσμιο επίπεδο, που έχουν αναδείξει κινδύνους οι οποίοι δυστυχώς επιβεβαιώνονται και έχουν καταλήξει στην ανάγκη ενός σφιχτού σχεδιασμού και χρονοδιαγράμματος με στόχο τη συγκράτηση της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη και των συνεπειών της, έχει άλλα αίτια. Οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με ένα κοινωνικό φαινόμενο ανεξάρτητης παραγωγής γνώσης, το οποίο έχει συνδυαστεί με κινηματικές διαδικασίες στον ένα ή τον άλλο βαθμό και ανάλογα με τις χώρες, το οποίο είναι μαζικό στο εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει μαζική απήχηση και έχει έναν προγραμματικό χαρακτήρα. Είναι η πρώτη φορά που στην ιστορία της ανθρωπότητας υπάρχει μια τόσο σημαντική πρόταση στρατηγικής με προεκτάσεις στα σημαντικότερα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, η οποία να μην προέρχεται από τους πολιτικούς θεσμούς και να προέρχεται αντίθετα από τη συνέργεια εργαζομένων σε δημόσιους θεσμούς παραγωγής γνώσης, ή ανεξάρτητους τέτοιους θεσμους, και οργανώσεων ή κινημάτων πολιτών. Μια πρόταση η οποία στην πραγματικότητα δεν επιδιώκει να προστεθεί στις υπόλοιπες διαστάσεις της “βιώσιμης ανάπτυξης”, αλλά να θέσει τους βασικούς όρους και τις βασικές επιλογές για την ύπαρξη μιας τέτοιας ανάπτυξης.
Η συζήτηση για τη συγκεκριμενοποίηση αυτής της πρότασης καταλήγει στην υιοθέτηση μιας λογικής σχεδιασμού πολιτικών για την επίτευξη στόχων σε ορισμένα χρονικά περιθώρια, στους οποίους περιλαμβάνονται αποφασιστικής σημασίας αναδιαρθρώσεις των οικονομιών, και για τους οποίους χρειάζονται νέοι πόροι και επομένως ανακατανομές ή νέες κατανομές των εισοδημάτων. Είναι δηλαδή φανερό οτι προτείνεται στις κοινωνίες και τις πολιτικές δυνάμεις η ριζική αμφισβήτηση των μηχανισμών της αγοράς, της παντοδυναμίας των κοινωνικών συσχετισμών και ιεραρχιών. Η πραγματοποίηση κατά τις επόμενες δύο με τρείς δεκαετίας της δραστικής μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, της γενικής αναδιάρθρωσης της παραγωγής ενέργειας στον κόσμο, της ανάλογης αναπροσαρμογής των οικονομιών, της διαμόρφωσης υποδομών και κοινωνικών πολιτικών για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη, απαιτεί προφανώς την ανατροπή προτεραιοτήτων και μεθόδων. Αν μια τέτοια προσέγγιση υιοθετηθεί εξίσου μαζικά από αντίστοιχες επιστημονικές κοινότητες, σε άλλα θέματα, όπως η υγεία, η φτώχεια, οι υποδομές για την εξασφάλιση των διεθνών δημοσίων αγαθών, η διαθεσιμότητα και η ποιότητα των τροφίμων κλπ, τα οποία μπορεί να χαρακτηριστούν εξίσου επείγοντα, θα ασκηθούν παρόμοιες πιέσεις στους πολιτικούς θεσμούς και τις θεσμοποιημένες ή κινηματικές εκπροσωπήσεις πολιτών και μελών των διαφόρων κοινωνικών τάξεων.
Όλες οι δυνάμεις του πολιτικού φάσματος έχουν επηρεαστεί από αυτή την εξέλιξη, αλλά δεν έχουν δεχθεί ή κατορθώσει να την ενσωματώσουν. Τα κόμματα εξουσίας (δεξιά κόμματα ή σοσιαλ-δημοκρατικά της σημερινής εποχής), είναι εγκλωβισμένα στο νεο-φιλελεύθερο παράδειγμα, το οποίο ακόμα και σε περίοδο πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης και πολύ ανησυχητικών προβλέψεων σχετικά με την κλιματική αλλαγή, επιβιώνει προσθέτοντας στη στρατηγική υπερεκμετάλλευσης και αποδιοργάνωσης της εργασίας, κοινωνικές ή περιβαλλοντικές “ευαισθησίες”, οι οποίες μπορεί να φθάσουν και ως την απαγγελία της “πράσινης ανάπτυξης”, που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως η προπτική να ξεπεραστούν η οικονομική και η περιβαλλοντική κρίση, μέσω του αναπροσανατολισμού της οικονομικής μεγέθυνσης, της επιχειρηματικότητας και της αγοράς προς δραστηριότητες οι οποίες αντιμετωπίζουν τα προβλήματα του περιβάλλοντος. Ανάλογα με τη χώρα, τα κόμματα εξουσίας έχουν προχωρήσει πέρα από τις γενικές απαγγελίες και σε σημαντικές μερικές πρωτοβουλίες (εθνική συμφωνία για το περιβάλλον στη Γαλλία), ή πραγματοποίησαν σημαντικές προόδους (ανανέωσιμες πηγές ενέργειας στη Γερμανία), που δεν ολοκληρώνουν όμως τον αναπροσανατολισμό της οικονομικής στρατηγικής με την επεξεργασία και υλοποίηση ενός σχεδίου μεσοπρόθεσμων αναδιαρθρώσεων και αναπροσαρμογών, σαν αυτό που θεωρούν αναγκαίο οι  μελετητές της δυναμικής της κλιματικής αλλαγής.
Από την πλευρά των πολιτικών οργανώσεων που περιλαμβάνονται στον πολιτικό χώρο που ονομάζουμε αριστερά, υπάρχει μια βαθειά δυσπιστία απέναντι σε προγραμματικές επεξεργασίες και θέσεις που δεν ακολουθούν τον ρυθμό των κοινωνικών αγώνων για τους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές, υπάρχει μια έντονη σχέση με τη φορντιστική κουλτούρα, με την ιδέα κυρίως οτι η διευρυμένη συσσώρευση του κεφαλαίου και η μεγέθυνση επομένως του ΑΕΠ αποτελεί τη πηγή της κοινωνικής ευημερίας, και υπάρχει επίσης μια άρνηση κατανόησης της αλλαγής που πραγματοποιείται με την ανάδειξη στο διεθνή χώρο των κινηματικών διαδικασιών και των κοινοτήτων παραγωγής γνώσης (εντός και εκτός δημοσίων θεσμών) σε αποφασιστικούς παράγοντες των προγραμματικών επεξεργασιών. Δεν γίνονται κατανοητές δηλαδή τρείς σημαντικές μεταβολές που πραγματοποιούνται μπροστά στα μάτια μας: (1) οτι ο φορντισμός και η μεγέθυνση του ΑΕΠ ως οικονομική στρατηγική έχουν εξαντληθεί και οτι μπαίνουμε σε μια περίοδο κατά την οποία οι αργοί ρυθμοί μεγέθυνσης, τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και οι μεγάλες περιβαλλοντικές παρεμβάσεις θα διαμορφώνουν το αναπτυξιακό τοπίο, (2) οτι σε λίγα χρόνια οι δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών σε διεθνές αλλά και σε εθνικό επίπεδο, θα έρθουν να προστεθούν σωρευτικά στο τοπίο που διαμόρφωσε ο νεο-φιλελεύθερισμός και η οικονομική κρίση, και οτι επομένως οι συζητήσεις για το ταξικό ή το περιβαλλοντικό δεν έχουν πιά νόημα, και (3) οτι προέχει και επείγει να στραφεί η ενασχόληση με την πολιτική προς την άμεση δραστηριότητα προγραμματικής επεξεργασίας με την εμπλοκή των διαθέσιμων δυνάμεων από τον επιστημονικό κόσμο και τα κινήματα πολιτών και εργαζομένων. 
Οι αναλυτικές και προγραμματικές επεξεργασίες της μεγάλης διεθνούς επιστημονικής κοινότητας που ασχολείται με την κλιματική αλλαγή δείχνουν οτι δεν είναι μόνο αναγκαία η διατύπωση προτάσεων για την αντιμετώπιση της εξέλιξης αυτής, αλλά και οτι είναι δυνατές επεξεργασίες που έχουν έναν ριζοσπαστικό χαρακτήρα λόγω της φύσης του προβλήματος αλλά και λόγω της γνήσιας στράτευσης της κοινωνικής ομάδας η οποία τις επεξεργάζεται. Με την αφορμή αυτή βλέπουμε οτι έχουν τεθεί οι βάσεις για να αλλάξει ο τρόπος άσκησης πολιτικής, και να ενισχυθεί αποφασιστικά η σημασία των ορθολογικών επεξεργασιών και των κοινωνικά αποδεκτών αποφάσεων, καθώς πραγματοποιείται μια πρωτοφανής συνάντηση της επιστήμης με την κοινωνική δράση, ενισχύεται η σημασία της κοινωνικής συσπείρωσης σε βάρος της ιδεολογικής, και της κοινωνικής πρακτικής σε βάρος της προβολής μιας κοσμοθεωρίας, ενώ η διαθεσιμότητα επιστημονικών επεξεργασιών και πληροφοριών δεν χρησιμεύει σε μεμονωμένα οικονομικά ή γραφειοκρατικά συμφέροντα, αλλά αξιοποιείται άμεσα για την αναζήτηση προγραμματικών λύσεων προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας.






Δραστική μείωση των ανισοτήτων με αντάλλαγμα τη βιωσιμότητα
(Φεβρουάριος 2009 - Δεν δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή)
Έχει πλέον λήξει μια δεκαπενταετία ταχείας μεγέθυνσης του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος, κατά την οποία υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα μπορούσαν να λυθούν, ή να αναβληθούν. Κατά την οποία επίσης, η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, σύμφωνα με την κυρίαρχη νεο-φιλελεύθερη άποψη, δεν ήταν μια στρέβλωση αλλά αντίθετα η βασική κινητήρια δύναμη της «ανάπτυξης».
Τα πρώτα σημάδια της εκδήλωσης στην Ελλάδα των επιπτώσεων της παγκόσμιας κρίσης, συνοδεύονται από τη αναγκαία διαπίστωση ότι τα μεγάλα στρατηγικά ζητήματα που υπομονετικά αναδείκνυε το Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ όλα αυτά τα χρόνια, κινδυνεύουν να παρασύρουν την οικονομία και την κοινωνία σε μια ποιοτική υποβάθμιση ιστορικής σημασίας. Δεν πρόκειται όμως μόνο για τη σοβαρή δημοσιονομική κρίση στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα, που ακόμα και η Τράπεζα της Ελλάδος αναγνωρίζει οτι έχει διαρθρωτικό και όχι συγκυριακό χαρακτήρα.
Η διεθνής θέση της ελληνικής οικονομίας έχει εντυπωσιακά επιδεινωθεί, το παραγωγικό δυναμικό της χώρας έχει συρρικνωθεί τόσο στον πρωτογενή όσο και στον δευτερογενή τομέα (ακόμη και στην παραγωγή ενέργειας), το πρόβλημα της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος έχει οξυνθεί λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το σύστημα υγείας, όπως και το εκπαιδευτικό σύστημα, αποδιοργανώνονται λόγω της υποχρηματοδότησής τους, η αγορά εργασίας μαστίζεται από τις ανεξέλεγκτες ελαστικότητες και την αδήλωτη εργασία, ενώ οι πολιτικές για το περιβάλλον δεν μπορούν να αποκτήσουν τη στοιχειώδη αποτελεσματικότητα.
Για να αναστραφεί αυτή η καταστροφική δυναμική, να ανοικοδομηθούν παραγωγικές δομές, να αποκατασταθεί η αξιοπρέπεια της εργασίας και ειδικότερα της εργασίας των νέων, να αποκτήσουν ουσιαστικό χαρακτήρα οι κοινωνικές πολιτικές, όπως και πολιτικές για την άμβλυνση της κλιματικής αλλαγής, μια οδός υπάρχει: Η υλοποίηση μόνιμων μέτρων αναδιανομής του παραγόμενου πλούτου μέσω κυρίως της φορολογίας των υψηλότερων εισοδημάτων και της μεγάλης περιουσίας, που μπορούν να αυξήσουν τα δημόσια έσοδα κατά ένα ποσοστό της τάξεως των 8-9% του ΑΕΠ, δηλαδή ως το μέσο επίπεδο της ευρωζώνης. 
Η Ελλάδα ανήκει στην ομάδα των πλουσιότερων χωρών του πλανήτη. Για να διατηρήσει το συνολικό επίπεδό ευημερίας της, χρειάζεται να αποδεχτούν οι κοινωνικές ομάδες με τα υψηλότερα εισοδήματα, ότι μετά μια μακρά περίοδο αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελός τους, είναι αναγκαίο να δεχθούν με τη σειρά τους κάποιες “θυσίες”. Μια τέτοια επιλογή της δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία θα έπρεπε εξάλλου να εφαρμοστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα επαναλάμβανε την γενναία αναδιανομή εισοδήματος που πραγματοποιήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες για την υλοποίηση των πολιτικών του New Deal στη δεκαετία του 30. 
Η αξιοποίηση των νέων πόρων δεν θα χρησίμευε μόνο για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της δημοσιονομικής πολιτικής (ακόμα και χωρίς μείωση του δημοσίου ελλείμματος), και για την άσκηση πολιτικών προστασίας των ανέργων, καταπολέμησης της φτώχειας, ή εξασφάλισης της βιωσιμότητας της κοινωνικής ασφάλισης (χρηματοδοτική ενίσχυση του αποθεματικού). Η αύξηση της χρηματοδότησης του Εθνικού Συστήματος Υγείας, και των κοινωνικών υπηρεσιών ευρύτερα, θα έκανε δυνατή την υλοποίηση πολιτικών εξορθολογισμού της διοίκησης των υπηρεσιών αυτών, αντιστρέψοντας το κλίμα φθοράς, σπατάλης και κοντόφθαλμων αποφάσεων, και οδηγώντας και πάλι την πλειοψηφία των πολιτών προς τους δημόσιους θεσμούς.
Η διαθεσιμότητα νέων δημοσίων πόρων θα επέτρεπε επίσης την πραγματοποίηση μιας αποφασιστικής στροφής, προς όφελος της εκπαίδευσης για όλους, της επιστημονικής και εφαρμοσμένης έρευνας, και της δημιουργίας δομών που μπορούν να στηρίξουν την καινοτομική δραστηριότητα των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων και οργανισμών δημοσίου συμφέροντος. Η επένδυση στην παραγωγή, αναπαραγωγή και διάδοση της γνώσης, αποτελεί την προϋπόθεση για να μεταβούμε σε μια κοινωνία που μπορεί να σχεδιάζει τις επιλογές της, να παράγει νέες μεθόδους και τεχνολογίες που βελτιώνουν την παραγωγικότητα, μια κοινωνία της οποίας οι εργαζόμενοι και οι πολίτες συμμετέχουν στην υιοθέτηση αποφάσεων και στον έλεγχο της υλοποίησής τους.
Η επενδυτική δραστηριότητα πρέπει να μετατοπίσει τις προτεραιότητες από τις υλικές στις άϋλες επενδύσεις και η αναπτυξιακή στρατηγική να εγκαταλείψει την επιδίωξη της αέναης συσσώρευσης κεφαλαίου με κάθε μέσο, για να αντιμετωπίσει πλέον την οικονομική δραστηριότητα σε συνδυασμό με την προστασία των φυσικών πόρων και την εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής. Αντιμέτωποι με την εφιαλτική δυναμική της κλιματικής αλλαγής και την κοινωνική και παραγωγική έρημο που αποκαλύπτει η χρηματοπιστωτική κρίση, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να επενδύσουμε στην αλληλεγγύη και τον ορθολογικό σχεδιασμό κρίσιμων και επειγόντων αποφάσεων.