Θα έπρεπε να έχει γίνει κατανοητό οτι οι εντάσεις που έχουν συσσωρευθεί στο κέντρο της Αθήνας δεν αφορούν απλά τα προβλήματα τα οποία συνδέονται με τη γειτνίαση ελλήνων και αλλοδαπών σε μια αστική περιοχή. Βρισκόμαστε πολύ πιο πέρα από αυτό, καθώς συνυπάρχουν, μια συνεχιζόμενη ανθρωπιστική κρίση, με 4-5000 πρόσφυγες (Αφγανούς, Σομαλούς και Σουδανούς - οι μισοί γυναίκες και παιδιά) που ζούν στο δρόμο ή στεγάζονται σε άθλιες συνθήκες, μια διαδικασία εγκατάστασης εγκληματικών ομάδων και κυκλωμάτων, και μια αναπτυσσόμενη πρακτική βίαιων επιθέσεων κατά των ξένων, αλλά και αντιπαραθέσεων μεταξύ κοινοτήτων, ενώ είναι δηλωμένη η πρόθεση της Χρυσής Αυγής να μετεξελιχθεί σε ένοπλη ομάδα.
Στους πρόσφυγες πρέπει να προστεθούν νέοι μετανάστες χωρίς χαρτιά από τη Βόρειο Αφρική κυρίως, αλλά και παλαιότεροι μετανάστες που έχουν απονομιμοποιηθεί (140.000 άτομα από την αρχή του 2008 ως τώρα, σύμφωνα με εκτιμήσεις), διότι είναι μερικά απασχολούμενοι ή άνεργοι, και έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους, καθώς αρνείται η σημερινή κυβέρνηση (όπως και η προηγούμενη) να εφαρμόσει ένα νέο μέτρο νομιμοποίησης. Εντάσεις προκαλεί και το λεγόμενο παρεμπόριο, από νόμιμους κατά κανόνα μετανάστες, οι οποίοι βρίσκονται στριμωγμένοι ανάμεσα στο ισχυρό πλέον κινεζικό λόμπυ που τους προμηθεύει και τα εμπορικά καταστήματα του κέντρου που τους καταγγέλλουν.
Στους δρόμους έχει επεκταθεί και η πορνεία με γυναίκες από την Αφρική (τη Νιγηρία κυρίως) που δεν θα μπορούσε να υπάρξει και να πάρει τέτοιες διαστάσεις, χωρίς τον αποφασιστικό ρόλο ελληνικών οργανωμένων δικτύων, αλλά και χωρίς την κατάλληλη προστασία εκ μέρους των αρμόδιων ελληνικών αρχών. Το ίδιο ισχύει και για το εμπόριο ναρκωτικών το οποίο αποτελεί μια δραστηριότητα ελλήνων, με τους αλλοδαπούς να εισχωρούν προοδευτικά ως έμποροι αλλά και ως χρήστες, να εισέρχονται δηλαδή στον πιό αποτελεσματικό μηχανισμό παραγωγής εγκληματικότητας. Έναν μηχανισμό που δεν είναι εισαγώμενος ούτε καινούργιος.
Η κατάσταση αυτή δεν διαμορφώθηκε στιγμιαία και είναι το αποτέλεσμα μιας επίμονης και μακρόχρονης υλοποίησης πολιτικών και πρακτικών εκ μέρους του ελληνικού κράτους, που οδήγησαν σταδιακά ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων και μερίδα των μεταναστών, στην ανασφάλεια και την αθλιότητα, ή τους άφησε στο έλεος των κυκλωμάτων. Πρόκειται για πολιτικές και πρακτικές που σήμερα οδηγούνται στις χειρότερες εκδοχές τους, με τις επιλογές του Μνημονίου.
Κατά την τελευταία εικοσαετία υποστηρίχθηκε, αναπτύχθηκε και εδραιώθηκε η άποψη οτι οι κοινωνικές υπηρεσίες, ακόμα και οι συντάξεις, είναι μια σπατάλη που με διάφορους τρόπους πρέπει να περιοριστεί, καθώς κυριαρχούσε στην ελίτ αλλά και στα μεσαία στρώματα η ιδέα οτι ο ατομικός ή οικογενειακός πλουτισμός αποτελεί την μόνη αξιόλογη εκδοχή “κοινωνικής προστασίας”, με μόνο υποκατάστατο την εξασφάλιση συντεχνιακών προνομίων. Η κυριαρχία αυτού του τρόπου σκέψης εδώ και αρκετά χρόνια μετέτρεψε σιγά σιγά σε κάτι το φυσιολογικό το θέαμα της φτώχειας και της ακραίας αθλιότητας στους δρόμους της πόλης, ακόμα και όταν αφορά μεγάλους αριθμούς συγκεντρωμένων ανθρώπων, χωρίς να θεωρείται αναγκαίο να κάνουν κάτι οι αρχές.
Επίσης, κατά την ίδια περίοδο έχει εγκατασταθεί σαν ένα μόνιμο βουητό, η άποψη των ελίτ, των πολιτικών, των εκσυγχρονιστών διανοουμένων, οτι οι αμοιβές της εργασίας είναι υψηλές, και με κάποιο τρόπο πρέπει να μειωθούν, και όταν βρίσκεται αυτός ο τρόπος πρέπει όλοι να τον αξιοποιούμε. Η διαθεσιμότητα φτωχών ανθρώπων χωρίς δικαιώματα έγινε έτσι μέρος και του οικονομικού τοπίου, και οι νόμοι που κανονικά έπρεπε να προστατεύουν τα οικονομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα έμειναν σε μεγάλο βαθμό αδρανείς, οι δημόσιες αρχές έκαναν τα στραβά μάτια μπροστά στην αδήλωτη εργασία, την εισφοροδιαφυγή, αλλά και μπροστά στη Μανωλάδα και τις άθλιες συνθήκες κατοικίας και ζωής ακόμα και των απασχολουμένων μεταναστών.
Σε συνθήκες όμως που οι υπάρχουσες κοινωνικές δαπάνες θεωρούνται πάντα υπερβολικές, τα δικαιώματα θεωρούνται ενοχλητικά για όλους τους εργοδότες, και το χειρότερο για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες είναι πάντα κάτι το φυσιολογικό, κανείς δεν ενδιαφέρεται να ελέγχεται το κράτος και οι λειτουργίες του. Οι κοινωνικές υπηρεσίες που τελικά δεν πρέπει να κάνουν καλά αυτό για το οποίο έχουν δημιουργηθεί, μετατρέπονται σε ένα βάρος για την κοινωνία (το υπέρογκο κράτος) και σε αυτοσκοπό για τους περισσότερους υπαλλήλους: και ο βολευόμενος βολευέσθω. Μέσα από αυτή τη διαδικασία δεν χάνεται μόνο η δυνατότητα ανταπόκρισης των υπηρεσιών στις νομοθετημένες υποχρεώσεις τους, αλλά και η ικανότητα των υπηρεσιών αυτών να βλέπουν τι γίνεται γύρω τους και να αντιδρούν όταν έχουν προ πολλού ξεπεραστεί τα όρια.
Το θέαμα που βλέπουμε στο κέντρο της Αθήνας δεν είναι μόνο αυτό των πλήρως αποστάτευτων προσφύγων και της πλήρως προστατευμένης εγκληματικότητας, αλλά είναι και το θέαμα της κατάρρευσης κάθε έννοιας ευθύνης των κρατικών και δημοτικών αρχών, μια κατάρρευση που παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς, επιταχύνουν οι πολιτικές του Μνημονίου. Οι πολιτικές αυτές ενισχύουν την ήδη διαμορφωμένη άποψη οτι οποιαδήποτε κοινωνική δαπάνη και άρα φροντίδα των αδυνάτων, είναι “αντιαναπτυξιακή”, και μετά το πρόσκαιρο μπλα μπλά της τρόϊκας και της κυβέρνησης κατά της φοροδιαφυγής, σύσσωμος πλέον ο πολιτικός κόσμος (Παπανδρέου, Σαμαράς, Μπακογιάννη, Καρατζαφέρης) είναι υπέρ της μείωσης και όχι της αύξησης της φορολογίας εισοδήματος. Εξάλλου, σε θεσμικό επίπεδο, μόνο από την πλευρά του ΙΝΕ υποστηρίζεται με σαφήνεια και συνέχεια η αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των κοινωνικών υπηρεσιών, των κατώτερων εισοδημάτων και των φτωχών, ως εναλλακτικός προσανατολισμός για την οικονομία.
Σήμερα η αίσθηση ενός αδιεξόδου κυριαρχεί. Όταν ένα ολόκληρο κράτος αφήνει χιλιάδες οικογενειών να στεγάζονται σε άθλιες συνθήκες, να κοιμούνται στο δρόμο με μωρά παιδιά, οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα οτι τίποτα δεν μπορεί να γίνει. Υπάρχει ένα θέμα πολιτικής βούλησης σε κεντρικό επίπεδο, αλλά και αδράνειας των αρχών σχετικά με παρεμβάσεις για τις οποίες υπάρχουν νόμοι και μέσα, και αδράνειας επίσης των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων που είχαν και έχουν πόρους για να αναπτύξουν δραστηριότητες φροντίδας των προσφύγων και των άλλων ομάδων που έχουν ανάγκη. Σε τέτοιες συνθήκες πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις που έχουν συνηθίσει να διεκδικούν και να διαδηλώνουν, περιμένοντας την αποδοχή των αιτημάτων τους από την κυβέρνηση, έχουν αποδειχθεί πλήρως αναποτελεσματικές, και μερικές απ’αυτές έχουν εγκαταλείψει την προσπάθεια.
Είναι αναγκαίο να αλλάξει το μοντέλο με το οποίο υποστηρίζονται οι πρόσφυγες. Από την προτεραιότητα στην κεντρική αντιπαράθεση να περάσουμε στην προτεραιότητα στις ειδικές πρωτοβουλίες, στην αξιοποίηση των επιμέρους δυνατοτήτων στα πεδία όπου υπάρχουν ανάγκες, στην υποστήριξη ή εγκαινίαση παραδειγματικών πρακτικών. Στην προσπάθεια αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων από τά κάτω, με την εμπλοκή των ίδιων των προσφύγων, την αξιοποίηση των λύσεων που οι ίδιοι έχουν βρεί και επιβάλει. Υπάρχουν σήμερα πολλές τέτοιες δυνατότητες, υπάρχουν πρωτοβουλίες αλληλεγγύης που έχουν αποδόσει, υπάρχουν πολλοί διαθέσιμοι έλληνες και ελληνίδες για να στηρίξουν αυτό τον προσανατολισμό.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες και αυτό που βρίσκεται στο επίκεντρο των εντάσεων στις γειτονιές του κέντρου, είναι αυτό της στέγασης. Είναι πολλά τα άδεια κτίρια στην Αθήνα και την ευρύτερη περιοχή και η χρησιμοποίηση τους είναι σε κάποιο βαθμό οικονομικό ζήτημα, αλλά περισσότερο ένα ζήτημα διαχείρισης σχέσεων με θεσμούς και ιδιώτες. Χρειάζεται μια διερεύνηση των σημερινών συνθηκών στέγασης, των αναγκών και των επιτυχημένων λύσεων που έχουν ενδεχομένως βρεθεί. Χρειάζεται να αξιοποιηθούν οι καταγραφές και οι προτάσεις που έχουν ήδη γίνει και να γίνουν νέες. Το ζήτημα των πόρων είναι δύσκολο και περίπλοκο και πρέπει να μελετηθεί συστηματικά. Παράλληλα είναι αναγκαίο να επεκταθεί ένα δίκτυο αλληλεγγύης σε θέματα ιατρικά και νομικά, όπως και σε θέματα ελέγχου των πρακτικών του κράτους και της αστυνομίας. Η πληροφόρηση του κόσμου πρέπει να πάρει νέες διαστάσεις, ώστε να γίνονται ευρύτερα γνωστά τα προβλήματα, οι ανάγκες και οι προτάσεις των προσφύγων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου