Το διήμερο για την Ανατροπή του Μνημονίου που οργανώθηκε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο στο Πάντειο από το “Βήμα Διαλόγου”, ήταν μια σημαντική εκδήλωση με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις. Σύμφωνα βέβαια με την κουλτούρα που κυριαρχεί στην αριστερά, και παρά τις κριτικές και αυτοκριτικές τοποθετήσεις, ήταν περισσότερο μια εκδήλωση με ομιλίες προσωπικοτήτων και πολύ λιγότερο ένα συνέδριο το οποίο επεδίωκε να οργανώσει μια συζήτηση με ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών απόψεων. Αυτό όμως που μας μένει είναι ένα θετικό αποτέλεσμα.
Ένα απο αυτά τα θετικά του συνεδρίου αυτού είναι οτι μέσα από τις παρεμβάσεις των περισσότερων προσκεκλημένων ομιλητών αναδείχθηκε τελικά το σημαντικώτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η προσπάθεια χάραξης πολιτικών για την αντιμετώπιση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της κρίσης. Aπό τη μία μεριά αναγνωρίζεται οτι η περιορισμένη δυνατότητα αντίδρασης και η πολυδιάσπαση των κοινωνικών κινημάτων απαιτεί μια ανασυγκρότηση, η οποία θα είναι αναγκαστικά αποσπασματική, ενώ θα χρειαστούν συστηματικές και επίπονες προσπάθειες για την ενοποίηση των αγώνων και των προγραμματικών θέσεων. Aπό την άλλη είναι προφανές οτι η κατάκτηση νικών σε βάρος της λογικής του Μνημονίου απαιτεί ισχυρές μετωπικές αντιπαραθέσεις, με μεγάλες κινητοποιήσεις και την πολιτική δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών προσεγγίσεων, έστω και σε επιμέρους θέματα.
Παρόλ’αυτά η πολιτική απάντηση που κυριάρχησε κατά το διήμερο ήταν η προτεραιότητα ενός κινήματος για τη διαγραφή του χρέους, η οποία εμφανίζεται ως η άμεση και ενιαία διέξοδος που θα επέτρεπε την ανατροπή του συνόλου των επιλογών οι οποίες έχουν επιβληθεί με το Μνημόνιο. Η απάντηση αυτή συνυπάρχει με τη διάχυτη αίσθηση οτι αυτή είναι η οδός για την ικανοποίηση όλων των αιτημάτων για διατήρηση των κατακτήσεων σε οικονομικό και θεσμικό επίπεδο. Δεν υπάρχουν όμως ενδείξεις πως το σύνθημα της άμεσης διαγραφής του χρέους μπορεί να αποκτήσει μεγάλη απήχηση στον κόσμο - ή στο “λαό” - σε αυτή την περίοδο, καθώς οι εφαρμοζόμενες πολιτικές αξιοποιούν και εμβαθύνουν βαθειές ρήξεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων, μεταξύ χαμηλόμισθων και μεσαίων εισοδημάτων, μεταξύ γραφειοκρατιών και εκπροσωπούμενων, προς όφελος των ισχυρότερων. Υποτιμάται επίσης το γεγονός οτι τα βασικά προβλήματα που ισχυρίζεται οτι αντιμετωπίζει η λογική του Μνημονίου, παραμένουν σοβαρά προβλήματα έτσι κι αλλιώς. Και δεν μπορεί να υπάρξουν κινηματικές διαδικασίες χωρίς να δίδονται νέες απαντήσεις οι οποίες μπορούν να συσπειρώσουν τους ενδιαφερόμενους και να γίνουν ευρύτερα αποδεκτές για την πλειοψηφία του πληθυσμού.
Η αναζήτηση κεντρικών κατευθύνσεων και συνθημάτων είναι αναγκαία. Καί μάλιστα κεντρικών συνθημάτων που συμπυκνώνουν τον χαρακτήρα της σύγκρουσης που διαδραματίζεται στο επίπεδο των επιμέρους κινημάτων, και αφορούν κατά κανόνα τόσο την αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων, όσο και την επίτευξη του ελέγχου της πλειοψηφίας των διαθέσιμων πόρων από δημόσιους θεσμούς και πολιτικές. Αλλά η ταξική σύγκρουση για την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, αφορά σε γενικές γραμμές τόσο τη διαγραφή του χρέους, όσο και την ανακατανομή μέσω της φορολογικής πολιτικής. Δεν έχει γίνει όμως πλήρως κατανοητή η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δύο αυτών πολιτικών στόχων. Η διαγραφή του χρέους είναι μια επιλογή που από μόνη της δεν έχει ταξικά χαρακτηριστικά, όταν διαγράφεται το χρέος προς το εξωτερικό μιας εθνικής οικονομίας. Αντίθετα, ο στόχος μιας ισχυρής ανακατανομής μέσω της φορολογικής πολιτικής έρχεται σε σύγκρουση με ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού, τη διεύρυνση της ανισοκατανομής του εισοδήματος και του πλούτου, ακόμη και μέσα στην κρίση, και είναι ο στόχος που μπορεί να συνδεθεί άμεσα με επιμέρους ανάγκες κοινωνικών τάξεων ή ομάδων και με επιδιώξεις των κινημάτων. Έχει δηλαδή το “μειονέκτημα” οτι για να προβληθεί και να συνδεθεί με επιμέρους ποσοτικούς και ποιοτικούς στόχους απαιτείται η ωρίμανση των κινημάτων και η δυνατότητα να εκτιμηθούν οι ευρύτερες επιπτώσεις των μερικών στόχων τους.
Το συνέδριο του Παντείου ήταν παρόλ’αυτά μια προσπάθεια ενωτικής πρωτοβουλίας στην οποία συμμετείχε με διάφορους τρόπους ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων και πολιτικών συσπειρώσεων. Θα μπορούσε να δωθεί συνέχεια σε αυτή την πρωτοβουλία με υπερβάσεις της λογικής των συναντήσεων αυτού του χαρακτήρα, δηλαδή με τη συστηματική προσπάθεια οργάνωσης συναντήσεων σε επίπεδο ειδικών ομάδων δράσης και οργανώσεων βάσης. Υπάρχει σήμερα ένας μεγάλος αριθμός τέτοιων οργανώσεων και ομάδων, στο συνδικαλιστικό χώρο, σε τοπικό επίπεδο, στο εσωτερικό θεσμικών αντιπροσωπευτικών φορέων, και πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις, που θα μπορούσαν να συζητήσουν διεξοδικά τις δυνατότητες και προοπτικές ενιαίων προγραμματικών θέσεων και δραστηριοτήτων σε συγκεκριμένους τομείς και χώρους. Είναι σήμερα δυνατό να εγκαινιαστεί μια πρακτική “συνεδρίων βάσης”, όπου θα συναντιόνται κοινωνικές εμπειρίες, πολιτικές επεξεργασίες και επιστημονικές αναλύσεις, για να δοκιμαστούν οι δυνατότητες αποφασιστικής ενίσχυσης της κινηματικής δυναμικής και της διεκδικητικής και προγραμματικής της αποτελεσματικότητας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου