(Γιορτή της εφημερίδας “Η Εποχή”, 24-09-10)
1. Εισαγωγή
Η κυρίαρχη σήμερα διαχείριση της οικονομικής κρίσης επιφέρει ριζικές αλλαγές στην εργασία. Είναι ορατές οι συστηματικές προσπάθειες που γίνονται για να αποδομηθεί το εργατικό δίκαιο και να εγκαθιδρυθεί η ατομική σύμβαση ως κανόνας των εργασιακών σχέσεων, να αποδυναμωθούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, να εκλείψει η πρακτική των συλλογικών διαπραγματεύσεων, να κυριαρχήσει η ευελιξία σε συνθήκες διογκούμενης ανασφάλειας, και να ιδιωτικοποιηθεί η ασφάλιση υγείας και γήρατος. Πρόκειται για την οριστική ρήξη με το παρελθόν των κοινωνικών συμβολαίων και της φορντιστικής μισθωτής σχέσης.
Παράλληλα, η δυναμική της κλιματικής αλλαγής έχει αρχίσει να κάνει πιό δύσκολες τις σχέσεις των ανθρώπων με το περιβάλλον όπου ζούν, τις δυνατότητες συνέχισης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, ενώ πολλαπλασιάζονται οι ακραίες καταστάσεις που πλήττουν κυρίως τους εργαζόμενους και τους πολίτες με τα χαμηλότερα εισοδήματα, αυτούς που είναι άνεργοι ή βρίσκονται ήδη στα όρια της επιβίωσης. Με την εξέλιξη της περιβαλλοντικής κρίσης ολοκληρώνεται η εγκατάσταση ενός καπιταλισμού των καταστροφών, που εγκαταλείπει τη φροντίδα της κοινωνίας και δεν επιδιώκει να προστατεύσει το περιβάλλον, αλλά συνεχίζει να επιτυγχάνει την κερδοφορία και τη συσσώρευση πλούτου.
Οι εξελίξεις αυτές πραγματοποιούνται με φόντο βαθύτερες αλλαγές στον χαρακτήρα της εργασίας στον καπιταλισμό, κατά τα τελευταία 40 χρόνια. Η κρίση του φορντισμού τροφοδοτήθηκε με καθοριστικό τρόπο από την αμφισβήτηση του τεϋλορικού καταμερισμού εργασίας και καταμερισμού της γνώσης, απο την επέκταση της γνωστικής ικανότητας στην κοινωνία και τον κόσμο των μισθωτών. Ο καπιταλισμός που τον διαδέχθηκε, ο καπιταλισμός που αξιοποίησε όσο ποτέ την επιστήμη και την καινοτομία, επεδίωξε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τη διάχυτη διανοητικότητα στην κοινωνία και στους χώρους παραγωγής, αλλά και να συγκρατήσει τη συλλογική δυναμική που εγκυμονεί η μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων στον τομέα της γνώσης προς όφελος των μισθωτών.
2. Ένας νέος καταμερισμός της γνώσης
Ο καπιταλισμός που εξασφάλισε κατά την περίοδο μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, βασίστηκε στον τεϋλορικό καταμερισμό εργασίας και γνώσης. Η μεγάλη μάζα των μισθωτών ήταν ανειδίκευτοι ή ημιειδικευμένοι, η οργάνωση της παραγωγής και η τεχνολογική εξέλιξη ήταν υπόθεση του μάνατζμεντ των επιχειρήσεων, και η διανοητική εργασία ήταν υπόθεση των στελεχών των επιχειρήσεων ή των μικροαστών διανοουμένων που διατηρούσαν έναν σημαντικό ρόλο στο πεδίο της παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης. Είναι χαρακτηριστικό οτι σε ένα τέτοιο περιβάλλον, που άρχισε να διαμορφώνεται πρίν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, δεν υπήρχε χώρος για τη εμφάνιση των “οργανικών διανοουμένων” της εργατικής τάξης. Ο Γκράμσι έθεσε αυτό το ζήτημα, αλλά δεν πήρε στη συνέχεια απαντήσεις από τον πολιτικό χώρο στον οποίο απευθυνόταν, καθώς ο χώρος αυτός αποδεχόταν και συντηρούσε τον υπάρχοντα καταμερισμό γνώσης.
Η περίοδος που ξεκίνησε με τα πρώτα σημάδια της κρίσης του φορντιστικού μοντέλου, συνεχίστηκε με σημαντικές αλλαγές στον καταμερισμό της γνώσης στην κοινωνία και στις επιχειρήσεις ειδικότερα. Καταρχάς σημειώθηκε και δεν έχει σταματήσει μια ραγδαία άνοδος του μορφωτικού επιπέδου των νέων αρχικά και της κοινωνίας στη συνέχεια. Διευρύνθηκε με επίσης γρήγορους ρυθμούς η εμπλοκή μισθωτών στην παραγωγή γνώσης και στην καινοτομία, τόσο σε δημόσιους οργανισμούς, όσο και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να επεκταθεί η εξάρτηση του κεφαλαίου από τη γνωστική ικανότητα των μισθωτών. Τα ερευνητικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα αυξήθηκαν, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί ο μικροαστός διανοούμενος από τον μισθωτό που επιτελεί διανοητική εργασία, ως χαρακτηριστική φιγούρα της διανόησης. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες έκαναν την εμφάνισή τους ανεξάρτητες “κοινότητες γνώσης” οι οποίες έπαιξαν και παίζουν αναγνωρισμένο ρόλο στην επιστημονική παραγωγή, την καινοτομική δραστηριότητα και την πολιτική δράση.
Το κεφάλαιο βρέθηκε έτσι αντιμέτωπο με την αμφισβήτηση των βασικών συσχετισμών και θεσμών που εξασφάλιζαν τον έλεγχο της εργασίας και του προϊόντος της. Η νεοφιλελεύθερη αντεπίθεση ήταν σε καθοριστικό βαθμό μια στρατηγική ανάκτησης του ελέγχου της γνώσης των μισθωτών, σε μια περίοδο μάλιστα κατά την οποία οι τεχνολογικές μεταβολές και οι καινοτομίες είχαν επιταχυνθεί. Η εξατομίκευση της διανοητικής εργασίας, η εξαγορά με άμεσους και έμμεσους τρόπους των μισθωτών με υψηλές ειδικεύσεις, η ευέλικτη απασχόληση εργαζομένων εύκολα προσαρμόσιμων λόγω του υψηλού μορφωτικού τους επιπέδου, η προσπάθεια κατάργησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων, αποτέλεσαν μόνιμα στοιχεία αυτής της στρατηγικής. Όπως και η συστηματική προσπάθεια κατάργησης του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και της έρευνας, και η μεταφορά σημαντικού μέρους της ερευνητικής δραστηριότητας στις επιχειρήσεις.
Αλλά η καπιταλιστική οικονομία βασίζεται όλο και περισσότερο στην εφευρετικότητα των μισθωτών, στην ένταση γνώσης της εργασίας, στην εργασιακή και κοινωνική εμπειρία. Η παραγωγή γνώσης συνεχίζει να είναι σε μεγάλο βαθμό το προϊόν της δραστηριότητας δημόσιων ιδρυμάτων, αλλά έχει επίσης μεταφερθεί σε μεγάλο βαθμό από το μάνατζμεντ προς τους χώρους παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών, και από τους ερευνητικούς θεσμούς και τις επιχειρήσεις προς τις ανεξάρτητες κοινότητες γνώσης. Η διατήρηση της ιδιωτικής οικονομίας εξαρτάται πλέον από την ικανότητά της να αξιοποιήσει τη διάχυτη γνώση, εμπειρία και εφευρετικότητα, ή καλύτερα από την ικανότητά της να εμποδίσει την αξιοποίηση του γνωσιακού κεφαλαίου και της γνωστικής ικανότητας της κοινωνίας, από νέες μορφές συλλογικού σχεδιασμού και δράσης.
3. Από το κοινωνικό συμβόλαιο στον κοινωνικό σχεδιασμό
Μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης έχουν ενταθεί οι ενέργειες αποδόμησης του κοινωνικού συμβολαίου που χαρακτήριζε τον καπιταλισμό της φορντιστικής περιόδου, με το οποίο συνδέονται τα περισσότερα κοινωνικά δικαιώματα όπως τα έχουμε γνωρίσει. Το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας είχε διαμορφώσει ένα θεσμικό πλαίσιο ως προς τις βασικές επιλογές στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, και τους τρόπους διαπραγμάτευσης της εξειδίκευσης αυτών των επιλογών μεταξύ κοινωνικών ομάδων. Η κατάργηση αυτού του θεσμικού πλαισίου έχει όμως διαμορφώσει τις συνθήκες για την εκτός ελέγχου πλέον ανάπτυξη ιδιωτικών δραστηριοτήτων, οι οποίες επιβάλουν τις δικές τους επιλογές με βάση τους συσχετισμούς δύναμης στην αγορά, και τις κατακτημένες δυνατότητες επηρεασμού των κρατικών πολιτικών. Η επέκταση μιας γκρίζας ζώνης σε οτι αφορά τα δικαιώματα συνοδεύτηκε και συνοδεύεται από την επέκταση της γκρίζας ζώνης σε οτι αφορά τη νομιμότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της κρατικής πρακτικής.
Η μεταστροφή αυτή οδήγησε στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος και στην σημερινή οικονομική κρίση, αλλά πολύ περισσότερο έχει οδηγήσει στην εγκαθίδρυση ενός καπιταλισμού των καταστροφών, όπου οι μεγάλες αποτυχίες της διαχείρισης των οικονομιών και των κοινωνιών, ή οι καταστροφές που προκαλούνται από την αποσταθεροποίηση του περιβάλλοντος, δεν είναι παρά νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη της “επιχειρηματικότητας”. Ενώ αναγνωρίζεται φραστικά η ανάγκη να υλοποιηθούν πολιτικές δραστικής μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, οι πολιτικές που τελικά υλοποιούνται είναι αυτές οι οποίες μπορεί να εκτραπούν και να επιτρέψουν την ανάπτυξη κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων που δεν ελέγχονται από εθνικούς ή διεθνείς οργανισμούς.
Λόγω αυτής της στρατηγικής καμένης γής, οι κοινωνικές κινητοποιήσεις δεν μπορούν πλέον να διεκδικήσουν την επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση, την αποκατάσταση παλαιότερων ισορροπιών. Οι ανισορροπίες έχουν επιδεινωθεί και έχουν δημιουργηθεί νέες. Η άνιση κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος έχει διευρυνθεί σε πρωτοφανή βαθμό. Η παγκόσμια οικονομία ξεχειλίζει από αποταμιεύσεις, χωρίς να γίνονται αναγκαίες επενδύσεις. Οι τράπεζες επιβάλουν τη θέλησή τους σε βάρος των οικονομιών και των κοινωνιών. Η υλική παραγωγή συνεχίζει να μην λαμβάνει υπόψιν την καταστροφή φυσικών πόρων. Οι ανισότητες στην αγορά εργασίας, η αύξηση της ανεργίας ειδικότερα, έχουν αποδιαρθρώσει τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και τα συστήματα κοινωνικής προστασίας.
Το γνωσιακό κεφάλαιο που είναι διασκορπισμένο στην κοινωνία, το έμπειρο εργατικό δυναμικό στην παραγωγή και στις υπηρεσίες, η γνωστική ικανότητα των πολλών, μπορούν να βρούν λύσεις, να αποκαταστήσουν την αποτελεσματικότητα των οικονομικών δραστηριοτήτων και να επανεφεύρουν θεσμούς που εξασφαλίζουν την κοινωνική συνοχή. Χρειάζεται να υπάρξουν πρωτοβουλίες που θα ορίσουν εκ νέου τις κοινωνικές ανάγκες, θα αξιολογήσουν τις σημερινές και μελλοντικές δυνατότητες αξιοποίησης των διαθέσιμων πόρων, θα βρούν νέους τρόπους διαμόρφωσης συμφωνιών μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, θα ξαναφτιάξουν δημοκρατικούς θεσμούς και λειτουργίες ξεκινώντας από τη βάση της κοινωνίας και από την άμεση σχέση κοινωνικής κινητοποίησης και συμμετοχής στον κοινωνικό σχεδιασμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου