Η ιδέα οτι το μεγαλύτερο μέρος ή το σύνολο του δημοσίου χρέους της Ελλάδας και άλλων υπερχρεωμένων χωρών της Ευρώπης, πρέπει να σβηστεί, συζητείται όλο και περισσότερο, και αποτελεί συνέχεια, κατά κάποιο τρόπο, της συνεχιζόμενης συζήτησης για τη μείωση ή τον μηδενισμό του χρέους των χωρών του Νότου (του Τρίτου Κόσμου). Σε ένα πρόσφατο κείμενο (www.cadtm.org) ο γάλλος καθηγητής François Chesnais, μέλος του Nouveau Parti Anticapitaliste και της Επιστημονικής Επιτροπής της γαλλικής Attac, θέτει και αυτός το ερώτημα: “Σχετικά με το χρέος της Ελλάδας, ποιό σύνθημα να υποστηρίξουμε;”. Ο Chesnais προτείνει την “καταγγελία” του ελληνικού χρέους (ένας άλλος τρόπος να μιλάει κανείς για μηδενισμό) και προσθέτει: “Η πιο αποτελεσματική υποστήριξη των νέων και των εργαζομένων της Ελλάδας, από την πλευρά των εργαζομένων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, θα ήταν να ανακοινώσουν και αυτοί οτι έχουν τον ίδιο στόχο”. Πρέπει να διαπιστώσουμε οτι αυτή η πολύ συμπικνωμένη αναφορά στο “δια ταύτα”, περιέχει μερικές πολιτικές ποροϋποθέσεις που κι αυτές χρειάζεται να συζητηθούν. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις του θέματος της κατάργησης μέρους ή του συνόλου του χρέους. Η πρώτη θα μπορούσε να ονομαστεί αμυντική και η δεύτερη επιθετική. Η αμυντική προσέγγιση είναι αυτή που λέει πως όταν μια οικονομία, μια επιχείρηση, ή ένα άτομο, δεν μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της/του, είναι προτιμώτερο να μειωθεί ένα μέρος του χρέους ώστε να μπορεί να εξυπηρετεί το υπόλοιπο. Γενικά πρόκειται για μια από τις κλασσικές διευθετήσεις μεταξύ οικονομίας και τραπεζών. Ειδικά όμως, στις συνθήκες παντοδυναμίας του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, για τον οποίο δουλεύουν όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις και όλοι σχεδόν οι διεθνείς οργανισμοί, πρόκειται για μια λειτουργία η οποία υπηρετεί απολύτως τη στρατηγική της εξασφάλισης της καλύτερης δυνατής εξυπηρέτησης των χρεών προς τις τράπεζες και με κανέναν τρόπο δεν εντάσσεται (με τους σημερινούς συσχετισμούς δυνάμεων δηλαδή) σε μια στρατηγική μεταφοράς πόρων προς την πραγματική οικονομία για αναπτυξιακούς και κοινωνικούς λόγους. Είναι χαρακτηριστικό οτι στην αρχή της δεκαετίας του 2000, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αρνήθηκε να εντάξει στις τρέχουσες λειτουργίες του έναν μηχανισμό αναδιάρθρωσης δημοσίων χρεών (Sovereign Debt Restructuring: who opposes it and why? 2004, www.cilae.org) για να παραμείνει η συζήτηση μιας τέτοιας αναδιάρθρωσης μια διαδικασία έκτακτης ανάγκης.
Η δεύτερη επιθετική προσέγγιση είναι αυτή που βασίζεται στην εξής αρχική διαπίστωση: η εξόγκωση του χρέους των δημοσίων ταμείων οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός οτι ο δανεισμός προς δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς που ήταν πριν το νεοφιλελευθερισμό μια δημόσια λειτουργία η οποία αφορούσε την κεντρική τράπεζα (την Τράπεζα της Ελλάδος), μεταφέρθηκε με πολιτική απόφαση στις ιδιωτικές τράπεζες οι οποίες την μετέτρεψαν φυσικά σε κερδοφόρο ως πολύ κερδοφόρο δραστηριότητα. Και συνέβει με το χρέος οτι συμβαίνει με κάθε παραχώρηση μιας δημόσιας λειτουργίας σε ιδιώτες: δημιουργείται πλέον ένα ολιγοπώλιο, δηλαδή στην ουσία έναν μονοπώλιο (ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της δημιουργίας χρήματος τελικά), αναγνωρισμένο από τις κυβερνητικές υπηρεσίες, το οποίο δεν ανταποκρίνεται απλά σε μία ζήτηση για δανεικά εκ μέρους του δημοσίου, αλλά διαμορφώνει και τις συνθήκες ώστε η ζήτηση αυτή να αυξηθεί, ώστε να μειώνεται η φορολογία του κεφαλαίου και των υψηλών εισοδημάτων και να αυξάνεται το δημόσιο έλλειμμα. Όταν μιλάμε επομένως για “καταγγελία” του χρέους, δεν επιδιώκουμε απλά να σβηστεί και να ξαναρχίσουμε από την αρχή, αλλά να επανέλθει στο δημόσιο το δικαίωμα της δημιουργίας χρήματος και ο δανεισμός των δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών. Πρέπει να μιλάμε επίσης και για κοινωνικοποίηση ενός αποφασιστικού τμήματος του τραπεζικού συστήματος, για να ανακτηθεί ο έλεγχος των δημόσιων πολιτικών σε στρατηγικά οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα.
Ποιό να είναι επομένως το σύνθημά μας; “Αναδιάρθρωση (αναδιαπραγμάτευση)”, ή “καταγγελία”; Το πρώτο ακούγεται πολύ ΔΝΤ και το δεύτερο υπερέχει σε επαναστατικότητα! Αυτό όμως που προέχει προφανώς είναι οι πολιτικές, οι κινηματικές προϋποθέσεις. Αναδιάρθρωση υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ σημαίνει οτι γίνεται ένα μεγάλο δώρο στις τράπεζες και οτι η οικονομία (και η κοινωνία) βυθίζονται σε νέα λιτότητα. Μονομερής “καταγγελία”, χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις (οι συσχετισμοί) στο διεθνή χώρο ώστε να εμποδιστεί η βροχή αντιποίνων, σημαίνει οτι η όποια κυβέρνηση το αποφασίσει θα διαχειριστεί ένα οικονομικό και κοινωνικό κόστος εφάμιλλο και μάλλον χειρότερο από αυτό του Μνημονίου. Αντίθετα ένα ισχυρό κίνημα αντίστασης στο Μνημόνιο θα μπορούσε να επιβάλει μια αναδιάρθρωση με ευνοϊκούς όρους, που δεν θα μετέβαλε όμως τις συνθήκες λειτουργίας της οικονομίας, απλώς θα απελευθέρωνε πόρους για την άμβλυνση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης και του Μνημονίου. Η προσπάθεια να περάσει η “καταγγελία” ως ριζική αλλαγή προσανατολισμού της οικονομικής στρατηγικής, θα απαιτούσε την ενεργό συμπαράσταση (όχι απλώς τη συμπάθεια) των “εργαζομένων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών”, και ένα δυναμισμό των ευρωπαϊκών κοινωνικών κινημάτων ικανό να επιβάλει αυτό το νέο προσανατολισμό σε ένα υποσύνολο, τουλάχιστον, χωρών της ευρωζώνης.
Στο μεταξύ όμως τι πρέπει να κάνουμε; Στη “Διακήρυξη της Πρωτοβουλίας οικονομολόγων κατά της Προσφυγής στον Μηχανισμό Στήριξης”, θελήσαμε να επισημάνουμε οτι εκτός από το “εξωτερικό” (κυρίως) μέτωπο που αφορά τους πόρους που θα εξοικονομηθούν από το σβήσιμο μέρους ή του συνόλου του χρέους, υπάρχει και το “εσωτερικό” μέτωπο που αφορά την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, το οποίο έχει μια καθοριστική στρατηγική σημασία. Ανεξάρτητα από το τί θα συμβεί με το δημόσιο χρέος, δεν είναι δυνατόν σήμερα να αναζητηθεί μια νέα βιώσιμη στρατηγική (στην Ελλάδα και την Ευρώπη) χωρίς αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου, υπερ των φτωχών και των κατώτερων εισοδημάτων, υπέρ των κοινωνικών υπηρεσιών και των επενδύσεων για το περιβάλλον. Και δεν είναι δυνατόν, με άλλα λόγια, να υπάρξουν κινήματα για την κοινωνική προστασία, για τα κοινωνικά δικαιώματα, για την παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αν δεν πάρει συγκεκριμένο κάθε φορά χαρακτήρα το γενικό αίτημα της αναδιανομής εισοδήματος και πλούτου. Μια τέτοια δυναμική θα αποκτήσει τη δυνατότητα να απαιτήσει και να πετύχει τη διαγραφή του χρέους, και να επιβάλει τον έλεγχο της κοινωνίας επί των διαθέσιμων πόρων, της νομισματικής κυκλοφορίας και του δανεισμού της οικονομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου