Γνωρίζουμε οτι τόσο η
νεοφιλελεύθερη στροφή στη διαχείριση των καπιταλιστικών οικονομιών, όσο και η
κρίση στη συνέχεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συνδέονται με την
παραχώρηση στις ιδιωτικές τράπεζες του – αποκλειστικού στην Ευρώπη –
δικαιώματος της δημιουργίας χρήματος. Η κρίση χρέους απεκάλυψε με θεαματικό
τρόπο οτι η κερδοφορία του κεφαλαίου έπαψε να συνδέεται κατά κύριο λόγο με την
αναπαραγωγή της καπιταλιστικής οικονομίας, και εξαρτάται πλέον από τη
δυνατότητα του τραπεζικού τομέα να αντλήσει προσόδους, με τη βοήθεια του
κράτους, μειώνοντας εισοδήματα ή καταστρέφοντας παραγωγικό δυναμικό.
Το αυθαίρετο δικαίωμα
ιδιωτών δανειστών να νομιμοποιήσουν και να εκμεταλλευτούν ως το τέλος, μη
βιώσιμες στην πραγματικότητα “επενδυτικές” επιλογές, μετατρέπει την οικονομική
πολιτική σε ένα σύνολο εργαλείων για την εξασφάλιση στον μεγαλύτερο δυνατό
βαθμό της βραχυπρόθεσμης κερδοφορίας του φαραωνικού τραπεζικού συστήματος. Όπως
έχουμε δεί στην Ελλάδα με τον πλέον καθαρό τρόπο, αυτό το δικαίωμα αλλοιώνει
όλες τις λειτουργίες της καπιταλιστικής οικονομίας που θα μπορούσαν να
επιτρέψουν την αναπαραγωγή της.
Η ζήτηση και η απασχόληση
παραγωγικού και ανθρώπινου δυναμικού συρρικνώνονται, επενδύσεις δεν πραγματοποιούνται
παρά την κατάρρευση του εργατικού κόστους, γενικεύεται η αντιπαράθεση
κοινωνικών ομάδων που παλεύουν να επιβιώσουν χωρίς να μπορούν να συμβάλουν στη
χάραξη μιας προοπτικής για το μέλλον, δεν υπάρχουν θεσμοί άσκησης πολιτικής,
παρά διευκολύνσεις μεμονωμένων επενδυτών ή συμφερόντων. Δεν έχουμε μια
οικονομία που απλώς επιβραδύνεται και μπορεί επομένως να ανακάμψει, αλλά μια
οικονομική δομή που αποδιαρθρώνεται και ένα θεσμικό πλαίσιο που χάνει την
οποιαδήποτε συνοχή.
Η ανακεφαλαιοποίηση των
τραπεζών δεν αποτελεί αναγνώριση της αποτυχίας των μετόχων (και αυτών που
διαχειρίστηκαν τους τίτλους τους) σε οτι αφορά το δανεισμό της οικονομίας, αλλά
αποτελεί συμβιβασμό μαζί τους, και αναγνώριση του δικαιώματός τους να
συνεχίσουν να αντλούν κέρδη σε βάρος των πολιτών, των φορολογουμένων και του
παραγωγικού δυναμικού. Για να συνεχίσει να λειτουργεί η οικονομία και να
καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού αυτό που πρέπει και μπορεί να γίνει είναι
να μην αναγνωριστεί αυτό το δικαίωμα για το σύνολο του ιδιωτικού τραπεζικού
κεφαλαίου (με εξαίρεση τις μετοχές που μπορεί να θεωρηθούν αποταμίευση) και να
δημιουργηθεί από την κεντρική τράπεζα το χρήμα που είναι αναγκαίο, ως δημόσια
δαπάνη ή ως τραπεζικός δανεισμός, για την ενεργοποίηση του υπάρχοντος υλικού
και ανθρώπινου δυναμικού.
Αν και τεχνικά εύκολη, αυτή
η επιλογή προσκρούει προφανώς σε σοβαρά εμπόδια που είναι συνάρτηση των
κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών. Ενώ όμως αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση
για την ανασυγκρότηση των οικονομιών και των κοινωνιών που (στον ένα ή τον άλλο
βαθμό) πλήττονται από την νεοφιλελεύθερη διαχείριση, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί
χωρίς την εγκαθίδρυση θεσμών και οργάνων σχεδιασμού της ανασυγκρότησης. Η
αναγκαία εγκαθίδρυση του δημόσιου ελέγχου επί της δημιουργίας χρήματος,
προϋποθέτει οτι δημιουργούνται οι συνθήκες για συλλογικές αποφάσεις σε οτι
αφορά τη διοχέτευση του χρήματος αυτού σε δαπάνες και χρηματοδοτήσεις. Όταν
περνάμε από ένα σύστημα ιδιωτικού ελέγχου της δημιουργίας χρήματος και
διαχείρισής του προς όφελος της ιδιωτικής κερδοφορίας, σε ένα σύστημα
δημιουργίας χρήματος για το κοινό όφελος, είναι αναγκαίο να υπάρχουν
διαδικασίες και εργαλεία για τον καθορισμό και την ικανοποίηση των κοινών
αναγκών και γενικότερων επιλογών.
Η διαγραφή χρεών και η
επιδίωξη της χρηματοδότησης των δημοσίων δαπανών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα είναι στόχοι που εντάσσονται σε έναν σωστό προσανατολισμό, αλλά μπορεί
να υπάρξουν συμβιβαστικές αποφάσεις οι οποίες δεν προσφέρουν επαρκή περιθώρια
για τη χρηματοδότηση της ανασυγκρότησης. Από την άλλη μεριά όμως τόσο η
κλιμάκωση των διεκδικήσεων για δημόσιο έλεγχο της δημιουργίας χρήματος, όσο και
η διατύπωση στόχων για τη αξιοποίησή του, απαιτούν την επεξεργασία προτάσεων
και την υλοποίηση δράσεων που εμπεριέχουν τη λογική του σχεδιασμού για την
κάλυψη αναγκών.
Τα συμπληρωματικά νομίσματα,
τα οποία για να δημιουργηθούν απαιτούν ευρείες κοινωνικές και πολιτικές
συμφωνίες, μπορούν να συνδυάσουν τη δημιουργία νέου χρήματος με το σχεδιασμό
της παραγωγής αγαθών ή υπηρεσιών σε ολοκληρωμένα περιφερειακά συστήματα, για
την κάλυψη παραγωγικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών αναγκών. Από τη στιγμή
που αποφασίζεται η δημιουργία χρήματος που θα ενισχύσει τη ρευστότητα και τη
ζήτηση, η κατανόηση και αξιοποίηση των περιφερειακών δυνατοτήτων, και άρα η
ένταξη των δαπανών και χρηματοδοτήσεων σε ένα σχεδιασμό, διαμορφώνουν μια
ολοκληρωμένη παρέμβαση.
Σχετικά με τα “κόκκινα”
στεγαστικά δάνεια, χρειάζεται να αντιστραφεί η “τραπεζική” προσέγγιση και να
δοθεί προτεραιότητα στην ανάγκη για κατοικία, ως μέρος της κοινωνικής πολιτικής.
Η ανάγκη αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί μέσω ενός συμβιβασμού με το τραπεζικό
κεφάλαιο που όχι μόνο αύξησε τα δάνεια πέρα των υπαρκτών δυνατοτήτων, αλλά στη
συνέχεια επεδίωξε και πέτυχε τη μείωση των εισοδημάτων των οφειλετών. Η
επίτευξη του δημόσιου ελέγχου της δημιουργίας χρήματος, σημαίνει οτι θα
σχεδιαστεί η πολιτική κατοικίας, ανάλογα με τις παραγωγικές δυνατότητες και όχι
την προστασία της κερδοφορίας των ιδιωτικών κεφαλαίων.
Αλλά και η ευρύτερης
σημασίας δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας, και τραπεζών ειδικού σκοπού,
συνδέεται με την προοπτική να αμφισβητηθεί και στη συνέχεια να καταργηθεί ο
έλεγχος της δημιουργίας χρήματος από το ιδιωτικό τραπεζικό κεφάλαιο. Η εποχή
αυτή πρέπει να τελειώσει, ώστε να είναι δυνατή η κυριαρχία ορθολογικών προσεγγίσεων
σε οτι αφορά τις οικονομικές και κοινωνικές επιλογές.
[ΠΛΡ 19-9-2014]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου