Η θέση για την ανάγκη
ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας, της αλληλέγγυας οικονομίας ή της
κοινωνικής και αλληλλέγγυας οικονομίας, χαρακτήρίζει σήμερα στην Ελλάδα πολύ διαφορετικούς χώρους. Υπάρχουν αυτοί
που γοητεύονται από την προοπτική οργάνωσης μονάδων παραγωγής ή προσφοράς
υπηρεσιών, που λειτουργούν με ισότιμες σχέσεις των συμμετεχόντων και
δημοκρατικές διαδικασίες, συνδυάζοντας ενδεχομένως αυτά τα χαρακτηριστικά με
κάποια κοινωνική προσφορά. Υπάρχουν αυτοί που απέναντι στο πολύ δύσκολο έργο
της αύξησης της απασχόλησης κατά τα επόμενα χρόνια, ποντάρουν στην ανάπτυξη της
κοινωνικής οικονομίας για να επιταχυνθεί αυτή η διαδικασία. Και υπάρχει από την
– κυβερνητική σήμερα - νεοφιλελεύθερη πλευρά η προσπάθεια χρησιμοποίησης δομών
κοινωνικής οικονομίας για τη συνέχιση της αποδιοργάνωσης των δημόσιων
κοινωνικών υπηρεσιών και των συγκροτημένων εργασιακών σχέσεων.
ΟΙ δύο πρώτες κατηγορίες
μπορεί να μιλούν για κοινωνική οικονομία ή αλληλέγγυα οικονομία, ενώ η τρίτη
μάλλον δεν έχει καλές σχέσεις με την “αλληλεγγύη”, αλλά στην καλύτερη περίπτωση
η μια ή η άλλη επιλογή αντανακλά τοποθετήσεις κάποιων ανθρώπων, όχι όμως τις
πραγματικές δυνατότητές τους να επηρεάσουν τον ένα ή τον άλλο προσανατολισμό
μιας οργανωμένης δομής, και πόσο μάλλον ενός συνόλου δραστηριοτήτων. Έχει
επικρατήσει διεθνώς να θεωρούνται δραστηριότητες κοινωνικής οικονομίας,
συνεταιριστικές ή άλλες δομές που λειτουργούν με ισότιμες σχέσεις και
δημοκρατικές διαδικασίες, που υπηρετούν έναν κοινωνικό σκοπό έστω κι αν είναι
μόνο η δημιουργία απασχόλησης για τα μέλη τους, που αναλαμβάνουν κοινωνικές
υπηρεσίες ή πολιτιστικές δραστηριότητες δημόσιου χαρακτήρα, ή πωλούν προϊόντα ή
υπηρεσίες σε μια αγορά, που μπορεί να λαμβάνουν επιδοτήσεις από κρατικές
οντότητες ή όχι, και που διαρκούν κατά κανόνα για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Σε αυτό τον εκτεταμένο χώρο,
στην Ευρώπη, στην Λατινική Αμερική ή αλλού, ο οποίος είναι με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο ενταγμένος σε καπιταλιστικές οικονομίες και κοινωνίες, βρίσκει
κανείς δομές και μέλη των δομών που ισχυρίζονται οτι ανήκουν στην αλληλέγγυα
οικονομία, πράγμα που σημαίνει κατά κανόνα οτι αναπτύσσουν τη δραστηριότητά
τους με στόχο και σκοπό να διαμορφώσουν εκτεταμένες πρακτικές και συσχετισμούς
οι οποίες θα μπορέσουν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των καπιταλιστικών δομών.
Έτσι θεωρείται οτι ανήκουν στο χώρο της αλληλέγγυας οικονομίας, μορφές
κοινωνικής προσφοράς και δημοκρατικής οργάνωσης, οι οποίες δύσκολα μπορούν να
μονιμοποιηθούν στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης καπιταλιστικής οικονομίας και
μπορούν να παίξουν μεταρρυθμιστικό ή ανατρεπτικό ρόλο μόνο μέσω μιας
διευρυνόμενης κινηματικής δυναμικής.
Αυτό όμως που δείχνει η
διεθνής – κυρίως στην Ευρώπη ή τη Λατινική Αμερική – εμπειρία είναι οτι η
ανάπτυξη της κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας είναι μια συστημική
διαδικασία, ακόμα κι αν το πλαίσιο θεσμών και πολιτικών που επιτρέπει αυτή την
ανάπτυξη, έχει ως σκοπό την πλήρη ενσωμάτωσή τους σε ένα ανανεωμένο μοντέλο
καπιταλισμού, ή αντίθετα τη δημιουργία ενός χώρου δραστηριοτήτων που αμφισβητεί
τόσο τις μεθόδους όσο και την κυριαρχία του καπιταλισμού. Στον φορντιστικό
καπιταλισμό η κοινωνική οικονομία λειτούργησε συμπληρωματικά σε σχέση με το
κοινωνικό κράτος. Ακόμα και στις σημερινές εκδοχές νεοφιλελευθερισμού, η κοινωνική
ή και αλληλέγγυα οικονομία που έχει τη δυνατότητα να διαμορφωθεί, εξαρτάται σε
μεγάλο βαθμό από μια διαπραγμάτευση με την κρατική εξουσία όλων των επιπέδων.
Και στις κοινωνίες που έχει εδραιωθεί η προοπτική ανάπτυξης αυτών των
δραστηριοτήτων και αναγνωριστεί ο ανατρεπτικός τους χαρακτήρας, ο ρόλος των
δημόσιων πολιτικών είναι καθοριστικός και συμπληρωματικός σε σχέση με τις
κινηματικές διαδικασίες.
Όταν επομένως από την πλευρά
των κινηματικών πρωτοβουλιών ή από την πλευρά πολιτικών οργανώσεων υποστηρίζεται
η προοπτική της ανάπτυξης της κοινωνικής ή της αλληλέγγυας οικονομίας (ανάλογα
με την οπτική που εκφράζει τις πρωτοβουλίες ή τις οργανώσεις), και πόσο μάλλον
όταν θεωρείται αναγκαία η ανάπτυξή τους απέναντι στην κρίση της καπιταλιστικής
οικονομίας, το ζήτημα της διαμόρφωσης ενός ευνοϊκού θεσμικού πλαισίου και της
άσκησης των κατάλληλων πολιτικών, αποκτά στρατηγική σημασία. Αλλά όταν μιλάμε
για θεσμικό πλαίσιο και άσκηση πολιτικών, δεν εννοούμε την παρουσίαση ενός
καταλόγου θεμάτων προς επίλυση, αλλά μιλάμε για την ανάγκη επεξεργασίας σχεδίων
και εργαλείων για την υλοποίησή τους.
Η προοπτική ανάπτυξης στην
Ελλάδα της κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας, δεν αποτελεί γενικώς μια εκδοχή
δραστηριοτήτων που πρέπει για τον ένα ή τον άλλο λόγο να υποστηριχθεί, αλλά
πρέπει να αποτελεί αναγκαστικά έναν πρωτεύοντα στόχο της στρατηγικής
ανασυγκρότησης. Στα κλασικά κεϋνσιανά αναπτυξιακά σχήματα, η αύξηση της ζήτησης
δραστηριοποιεί τον ιδιωτικό τομέα, τον οποίο προσπαθούν να επηρεάσουν οι
κρατικές πολιτικές για να προσανατολιστεί προς τις επιθυμητές κατευθύνσεις.
Ακόμα και για έναν τέτοιο προσανατολισμό δεν υπάρχει σήμερα κάποια συζήτηση.
Αλλά το σημαντικότερο είναι οτι ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να αναλάβει έναν
τέτοιο πρωταγωνιστικό ρόλο, και αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή ο ιδιωτικός
τομέας, που δεν είχε ποτέ στο παρελθόν μια στρατηγική για την εθνική οικονομία,
είναι σήμερα πολύ εξασθενημένος, είναι πολύ λίγο ανταγωνιστικός ενώ δεν
προτείνει κάτι πέρα από την επιβίωσή του. Δεύτερον, επειδή η εξέλιξη της ευρωπαϊκής
οικονομίας χαρακτηρίζεται από στασιμότητα, και μια αύξηση της ζήτησης στην
Ελλάδα δεν πρόκειται να ανατρέψει το υποτονικό επενδυτικό κλίμα. Ο δημόσιος
τομέας μπορεί να αναλάβει κάποιες σημαντικές επενδυτικές παρεμβάσεις, αλλά η
κοινωνική πρωτοβουλία σε ότι αφορά την ανταπόκριση σε ανάγκες, την αναζήτηση
τρόπων αύξησης της απασχόλησης, την τοπική ανάπτυξη και την υλοποίηση
καινοτόμων ιδεών, πρέπει να αναλάβει σημαντικό ρόλο.
Για να αναληφθεί όμως αυτό ο
ρόλος δεν αρκεί να τον διακηρύξουμε. Είναι καταρχάς αναγκαίο να αποκτήσουμε μια
εικόνα των τομέων και κλάδων όπου είναι δυνατό να αναπτυχθούν κοινωνικές
πρωτοβουλίες, και αυτό πρέπει να γίνει τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό
επίπεδο. Να απαντηθούν ερωτήματα όπως “σε ποιές αγροτικές δραστηριότητες μπορούν
να αναπτυχθούν συνεταιρισμοί;” σε μια περιοχή, ή “ποιός είναι ό ρόλος των
τοπικών πρωτοβουλιών για ΑΠΕ στο πλαίσιο της ενεργειακής στρατηγικής;”. Στη
συνέχεια χρειάζεται να προσαρμοστούν στους κατά τόπους στόχους, το νομικό
πλαίσιο, οι χρηματοδοτήσεις, οι δυνατότητες αξιοποίησης υπάρχουσας γής,
εξοπλισμού ή κτιρίων. Επίσης, πρέπει να διαμορφωθούν στο επίπεδο των
περιφερειακών ή τοπικών αρχών, δομές υποστήριξης των συνεταιριστικών
πρωτοβουλιών για τη παροχή βοήθειας σε ότι αφορά το θεσμικό πλαίσιο, την οικονομική
βιωσιμότητα, την αποτελεσματική διοίκηση και τις επιλογές δραστηριοτήτων.
Παράλληλη υποστήριξη πρέπει να δωθεί και σε εθελοντικές πρωτοβουλίες που έχουν
μεταβατικό κινηματικό χαρακτήρα (συσίτια, κοινωνικά ιατρεία) και συνδέονται με
ευρύτερες προγραμματικές επιλογές σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο (προνοιακές
πολιτικές των δήμων, σύστημα υγείας).
Η Ελλάδα είναι στο παγκόσμιο
περιβάλλον, ένα από τα πλεόν καυγαλέα παραδείγματα κατάρρευσης του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και αντικατάστασής του από έναν κρατισμό που
αναπαράγει την ανισότητα, τη διαφθορά και την εκτεταμένη φτώχεια. Σε αυτές τις
συνθήκες η αλληλέγγυα οικονομία δεν είναι μια πινακίδα που βάζουμε σε
μεμονωμένες πρωτοβουλίες, αλλά είναι μια αναγκαία στρατηγική επιλογή. Μία
πρωτεύουσα κινηματική επιλογή αλλά και ένα θέμα που η Αριστερά πρέπει να
μεταφέρει στην κεντρική πολιτική σκηνή, προσφέροντας σαφείς προγραμματικές
κατευθύνσεις και στόχους.
[ΠΛΡ, 9-10-2014]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου