Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014

Ποιές κοινωνικές συμμαχίες, ποιές πολιτικές συμμαχίες;


Βρισκόμαστε πλέον σε μια δυναμική η οποία είναι πολύ πιθανόν να μας οδηγήσει σε μια Αριστερή διακυβέρνηση, και είναι επόμενο να διευρύνονται οι προβληματισμοί και να αυξάνονται οι δημοσιεύσεις που αφορούν τις πολιτικές κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών. Αλλά οι συνήθεις αναφορές στο ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών πολύ γρήγορα και πολύ εύκολα γλυστράνε προς μια συζήτηση για τις πολιτικές συμμαχίες, για τις πιθανές συνεργασίες μεταξύ κομμάτων και οργανώσεων της αριστεράς και σε κάποιες περιπτώσεις της κεντροαριστεράς. Η συζήτηση για το πώς τίθεται σήμερα το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών, και επομένως για το ποιοί είναι σήμερα οι κοινωνικοί συσχετισμοί μετά από είκοσι και πλέον χρόνια υλοποίησης νεοφιλελεύθερων πολιτικών, βρίσκεται σε ένα στοιχειώδες επίπεδο. Ο βασικός λόγος είναι οτι ο χώρος της Αριστεράς δεν μπορεί να ξεφύγει από αναφορές σε εμπειρίες του παρελθόντος και από ξεπερασμένα και κατά κανόνα ιδεολογικοποιημένα αναλυτικά εργαλεία. Οι “ταξικές αναλύσεις” δυσκολεύονται να κατανοήσουν την κοινωνική διαστρωμάτωση, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, ενώ οι συζητήσεις περι κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών συνδυάζουν αναφορές σε έναν δογματικό και γενικόλογο μαρξισμό, κατάλοιπο του μαρξισμού- λενινισμού της 3ης Διεθνούς, και έναν κεϋνσιανισμό πολλαπλών και ευκαιριακών χρήσεων.


Το γενικό σχήμα της εποχής Πουλαντζά, με το κεφάλαιο, την εργασία και την παλιά ή νέα μικροαστική τάξη, δεν χρησιμεύει σήμερα σε πολλά πράγματα. Το σχήμα αυτό αφορούσε (στην πραγματικότητα ή στη θεωρία) πρώτα απ’όλα κοινωνίες καπιταλιστικές συγκροτημένες, με ένα αποφασιστικό τμήμα της εργατικής τάξης συγκεντρωμένο σε μεγάλες μονάδες παραγωγής, με πραγματική ταξική γείωση των εργατικών κομμάτων, όπως και με ένα θεσμικό πλαίσιο που αναγνώριζε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την ύπαρξη τάξεων, ταξικών αγώνων και βασικών κοινωνικών διαπραγματεύσεων. Η ταξική διαστρωμάτωση την οποία έχει επιδιώξει και πέτυχε να διαμορφώσει ο νεοφιλελευθερισμός στην Ελλάδα αλλά και αλλού, κατά την προηγούμενη και την τρέχουσα ιστορική περίοδο, έχει τα εξής χαρακτηριστικά: το κεφάλαιο έχει στραφεί κατά προτεραιότητα στα χρηματοπιστωτικά κέρδη και την εξασφάλιση προσόδων μέσω των προνομιακών σχέσεων με την πολιτική ελίτ, ο κόσμος της εργασίας έχει αποδιοργανωθεί για να αποδεσμευθεί η διαδικασία της αναπαραγωγής του (διαπραγμάτευση μισθών, εξασφάλιση κοινωνικού κράτους) από την δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης και έχει μηδενιστεί η δυνατότητά του να διαπραγματευθεί και να εκπροσωπηθεί πολιτικά. Τα μεσαία στρώματα (μικροεπιχειρηματίες, επαγγελματίες και υψηλόμισθοι μισθωτοί) δέχονται επιθέσεις που φτωχοποιούν και περιθωριοποιούν τμήματά τους, ενώ τα άλλα τους τμήματα επιδιώκουν να βρούν τρόπους για να διατηρήσουν την κοινωνική τους θέση και τα σχετικά προνόμιά τους, μέσω της συμμαχίας τους με την οικονομική και πολιτική ελίτ.

Το σκηνικό των πολιτικών συμμαχιών και των θεσμικών λειτουργιών που τις υπηρετούν έχει αλλάξει ριζικά. Το κεφάλαιο έχει αρνηθεί και εν πολλοίς καταστρέψει το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνικής διαπραγμάτευσης με την εργατική τάξη (αλλά και με μεγάλες επαγγελματικές κατηγορίες) και έχει συγκροτήσει μια ισχυρή συμμαχία με κατηγορίες μεσαίων στρωμάτων, η οποία στηρίζεται καθοριστικά στην αποδιοργανωτική και κατασταλτική πολιτική απέναντι στον κόσμο της εργασίας. Το γεγονός οτι μεγάλα τμήματα της εργατικών στρωμάτων και των λαϊκών τάξεων ευρύτερα, μπορεί να ψηφίσουν αριστερά κόμματα, και να τα οδηγήσουν μάλιστα στην κυβερνητική εξουσία, δεν σημαίνει οτι θα έχει ανατραπεί το σχήμα κοινωνικών συμμαχιών που διαμόρφωσε ο νεοφιλελευθερισμός. Μπορεί να σημαίνει απλά οτι η κυρίαρχη κοινωνική συμμαχία αποδέχεται οτι πρέπει να κάνει κάποιες μερικές ή μεμονωμένες παραχωρήσεις, αλλά με κανένα τρόπο οτι αποδέχεται την υιοθέτηση νέων μορφών οργάνωσης και πολιτικής έκφρασης του κόσμου της εργασίας, και του θεσμικού πλαισίου που τις καθιστά κεντρικό καθεστωτικό παράγοντα. Δεν πρέπει να αρνηθούμε πως κάθε μεμονωμένη εκλογική νίκη της Αριστεράς εντάσσεται σε μια δυναμική ενίσχυσης των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Δεν μπορούμε όμως να αγνοήσουμε οτι η οργανωτική και προγραμματική  συγκρότηση τους (τα όσα διεκδικούν και προτείνουν τα κοινωνικά στρώματα το καθένα χωριστά ή στο πλαίσιο ευρύτερων οργανωτικών και προγραμματικών συγκροτήσεων), αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να ανατραπεί ο σημερινός συσχετισμός, και να δημιουργηθούν  κοινωνικές συμμαχίες οι οποίες έχουν ως κεντρική επιδιώξη την ικανοποίηση των αναγκών του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων. Και αυτή η οργανωτική και προγραμματική συγκρότηση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της αύξησης της εκλογικής επιρροής, ούτε κάν μιας εκλογικής νίκης, καθώς χρειάζεται μορφές κοινωνικής οργάνωσης και επεξεργασίας προγραμματικών επιλογών οι οποίες δεν υπάρχουν σήμερα παρά μόνο σε εμβρυακή μορφή.

Μια τέτοια στρατηγικής σημασίας επιλογή, που είναι σήμερα κατανοητή είτε από μεμονωμένες κινηματικές διαδικασίες, είτε από ειδικούς κοινωνικούς χώρους, και από πολλά μέλη αριστερών οργανώσεων, υλοποιείται με απελπιστικά αργούς ρυθμούς. Ένας βασικός λόγος είναι οτι η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών της αριστεράς σκέφτεται με βάση ένα σχήμα που προϋποθέτει την πολιτική επιρροή του κόμματος σε ένα υπαρκτό και ισχυρό δίκτυο οργανωμένων κοινωνικών δυνάμεων και, ακόμα χειρότερα, πιστεύει οτι η ιδεολογική και πολιτική επιρροή γεννούν από μόνες τους τα συστατικά ενός τέτοιου δικτύου. Η προσέγγιση που ξεκινάει από μια τέτοια φανταστική ανάγνωση της σχέσης πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης στις σημερινές συνθήκες, κάνει βήματα παραπέρα θεωρώντας οτι η κατάληψη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο της κρατικής εξουσίας θα εξασφαλίσει τεράστιες δυνατότητες ανατρεπτικών παρεμβάσεων, ή οτι θα εξασφαλίσει κάτι πιό μεταρρυθμιστικό, όπως είναι η υλοποίηση τμημάτων ή του όλου ενός κεϋνσιανού σχεδίου. Έτσι μπορούν να συνυπάρχουν σε τοποθετήσεις ηγετικών στελεχών, εξίσου άχρηστες αναφορές σε σκληρές μαρξιστικές θέσεις για τη σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας, και εκκλήσεις για κλασικές κεϋνσιανές πολιτικές ή θεσμικές αλλαγές, όπως και εκκλήσεις προς την επιχειρηματική τάξη, τις οποίες κανένας συσχετισμός δεν μπορεί στην πραγματικότητα να υποστηρίξει. Με έναν κόσμο της εργασίας ανοργάνωτο, σε μεγάλο βαθμό άνεργο, ευέλικτα και ευκαιριακά απασχολούμενο, ανασφάλιστο στην πλειοψηφία του, δεν μπορεί να υπάρξει κλιμάκωση της ταξικής πάλης, ούτε αλλαγή του ταξικού συσχετισμού, ακόμα κι αν αυξάνεται η εκλογική επιρροή της Αριστεράς. Ακόμα κι οι μάχες που δίνουν μεμονωμένες συνδικαλιστικές οργανώσεις και εμφανίζουν μια ορατή και παραδειγματική ανατρεπτική δυναμική στον ένα ή τον άλλο βαθμό, βρίσκονται αργά ή γρήγορα αντιμέτωπες με τον γενικότερο δυσμενή συσχετισμό, ο οποίος κάνει δυνατή την αποφασιστικότητα και τη σκληρότητα της κυρίαρχης ταξικής συμμαχίας.

Το έλλειμμα συστηματικών και αποτελεσματικών παρεμβάσεων σχετικά με τις αναγκαίες νέες μορφές οργάνωσης και παραγωγικής δραστηριοποίησης του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων, συνυπάρχει με ένα εξίσου σοβαρό έλλειμμα στρατηγικών επιλογών που να εκφράζουν σαφώς τα συμφέροντα της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία οτι είναι σημαντικές τόσο οι μακροοικονομικές, όσο και οι προνοιακές πολιτικές που προτείνονται για την βραχυπρόθεσμη διαχείριση της σημερινής κατάστασης, όπως και οι προτάσεις για μέτρα στήριξης της οικονομικής δραστηριότητας και των λαϊκών εισοδημάτων (αυξήσεις μισθών, ρευστότητα), ή της προσφοράς κοινωνικών υπηρεσιών (υγεία, εκπαίδευση). Αλλά οι νέες μορφές συγκρότησης του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων, δεν μπορούν να προκύψουν σπό το απόλυτο κενό του αριστερού κρατισμού, ή από την ψευδαίσθηση μιας κεϋνσιανής ανάκαμψης που θα στηριχθεί στην ενεργοποίηση ενός ιδιωτικού τομέα. Ο ιδιωτικός τομέας στην πραγματικότητα βρίσκεται στο ναδίρ της πρωτοβουλίας, της καινοτομίας και της αίσθησης ευθύνης σχετικά με την πορεία της εθνικής οικονομίας. Ούτε όμως μπορεί να προκύψουν από τη γενικόλογη αναμονή της “δραστηριοποίησης της κοινωνίας”, χωρίς να αναγνωρίζεται η ανάγκη συγκεκριμένων τοπικών και τομεακών προτάσεων, στο πλαίσιο ενός σχεδιασμού συνολικού και ειδικού, και συστηματικών προσπαθειών οικοδόμησης υποστηρικτικών δομών της κοινωνικής δραστηριοποίησης και της ένταξής τους στην επεξεργασία και την υλοποίηση του σχεδιασμού.

Η σημαντικότερη στρατηγική επιλογή, που πρέπει να είναι σαφής και ορατή από τώρα, είναι οτι η ανάκαμψη υπαρκτών παραγωγικών δομών, η παραγωγική ανασυγκρότηση γενικώς, δεν μπορεί να βασιστεί κατά προτεραιότητα στην ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα. Ο ιδιωτικός τομέας έχει συρρικνωθεί, η μεγάλη μάζα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων διεκδικούν απλώς υποστήριξη της κερδοφορίας τους, και δεν αναπτύσσονται σημαντικές επενδυτικές πρωτοβουλίες παρά μόνο αν μπορούν να εξασφαλίσουν μέσω διαπλοκής ειδικές συνθήκες κερδοφορίας, και γενικότερα δεν υπάρχει καμμία στρατηγική πρόταση από την πλευρά αυτή. Ακόμα και από καθαρά παραγωγική σκοπιά, η ανασυγκρότηση απαιτεί μεγάλες δημόσιες παρεμβάσεις οι οποίες να εντάσσονται σε ένα σχεδιασμό που θα διαμορφώσει τα μελλοντικά χαρακτηριστικά της οικονομίας και της κοινωνίας. Πρόκειται για μια ριζική αλλαγή προσανατολισμού, που είναι όμως απαραίτητη για τη συνολική διαδικασία της παραγωγικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ανασυγκρότησης. Μια αλλαγή προσανατολισμού η οποία πρέπει να συνδυάζει κινηματικές διαδικασίες, γνωσιακές διαδικασίες, και εργαλεία υλοποίησης πολιτικών, για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.

Η σχέση ιδιωτικού τομέα και δημόσιων θεσμών πρέπει να αποκτήσει εντελώς νέο περιεχόμενο (σε σχέση με την κρατικοδίαιτη και ταυτοχρόνως φθίνουσα εξέλιξη του επιχειρηματικού τομέα), όταν η ιδιωτική επιχειρηματικότητα δεν αποτελεί την κινητήρια δύναμη της οικονομικής δυναμικής, και η λειτουργία αυτή δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τις κρατικές παρεμβάσεις που δεν αποτελούν αυτόνομες κοινωνικές διαδικασίες. Πρέπει να αντικατασταθεί από τη δραστηριοποίηση άλλων κοινωνικών ομάδων, εκτός των επιχειρηματικών, οι οποίες παρεμβαίνουν για τον προσανατολισμό παλαιών ή τη δημιουργία νέων οικονομικών δραστηριοτήτων σε τομείς της υλικής παραγωγής ή της προσφοράς υπηρεσιών. Χωρίς ένα τέτοιο προσανατολισμό, δηλαδή χωρίς την ανάπτυξη του εργατικού ελέγχου ή της αυτοδιαχείρισης στις υπαρκτές ιδιωτικές και δημόσιες επιχειρήσεις και υπηρεσίες, και την ανάπτυξη επιχειρήσεων και υπηρεσιών της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, δεν πρόκειται να υπάρξει το αναγκαίο δίδυμο της εμπλοκής του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων, τόσο στην ίδια την παραγωγή και τη δημιουργία απασχόλησης, όσο και στην επιλογή κατευθύνσεων της παραγωγής σε τομεακό και τοπικό επίπεδο. Ο αριστερός προγραμματικός προβληματισμός πρέπει να ξεφύγει από την αναμονή μιας αντιμετώπισης της ανασυγκρότητσης μέσω της ενεργοποίησης των ιδιωτών επιχειρηματιών, με την όποια κρατική μακροοικονομική ή τομεακή πολιτική, και πόσο μάλλον από την πίστη σε έναν παντοδύναμο αριστερό κρατισμό. Και να αποδεχθεί οτι το στρατηγικό ζητούμενο είναι η ενεργός, οργανωμένη και συνδυασμένη παρέμβαση της ίδιας της κοινωνίας, στην οποία μπορεί ενταχθούν και κάποιες επιχειρηματικές κατηγορίες.

Υπάρχουν και άλλα θέματα για τα οποία είναι αναγκαίο να αποσαφηνιστούν οι αναγκαίες στρατηγικές επιλογές, γιατί αφορούν με σαφή τρόπο τη σχέση του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων με την κυρίαρχη κοινωνική συμμαχία. Η πλειοψηφία των στελεχών της Αριστεράς δεν έχει κατανοήσει οτι τα μεγάλα περιβαλλοντικά προβλήματα και η δραματική δυναμική τους (κλιματική αλλαγή, εξάντληση φυσικών πόρων, μείωση της βιοποικιλότητας) αποτελούν αδυσώπητες διαδικασίες επιδείνωσης της θέσης του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων, καθώς σύμφωνα με το σημερινό μοντέλο συνεχόμενης διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, το κοινωνικό και οικονομικό κόστος αυτών των εξελίξεων μεταφέρεται στις κοινωνικές ομάδες με χαμηλά εισοδήματα, και με περιορισμένες ή ανύπαρκτες δυνατότητες άμυνας απέναντι στην ταξική πόλωση που πραγματοποιείται με την ενίσχυση της εξουσίας της κυρίαρχης κοινωνικής συμμαχίας. Έχει επίσης υποτιμηθεί η ανάγκη να ξεφύγει οριστικά ο έλεγχος της δημιουργίας χρήματος και η διαχείριση του χρέους της οικονομίας από τις ιδιωτικές τράπεζες. Ο κρατικός έλεγχος των τραπεζών δεν αρκεί, διότι πρέπει να συνδυαστεί τόσο με τον κοινωνικό έλεγχο, όσο και με τον σχεδιασμό των αναγκαίων χρηματοδοτήσεων. Υπάρχει επίσης η ανάγκη αμφισβήτησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και η υιοθέτηση μιας προοπτικής ρύθμισης των διεθνών ροών χρήματος και εμπορευμάτων, και των μετακινήσεων εργατικού δυναμικού, με βάση τις αρχές της αλληλεγγύης μεταξύ λαϊκών τάξεων σε ευρωπαϊκό αλλά και σε διεθνές επίπεδο.

Η συγκρότηση μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας με επίκεντρο την οργανωτική και πολιτική συσπείρωση του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων, μπορεί να περιλάβει και  κοινωνικές ομάδες που ανήκουν σήμερα στην κυρίαρχη συμμαχία κεφαλαίου και κάποιων μεσαίων στρωμάτων. Οι επιθυμητές πολιτικές συμμαχίες είναι αυτές που μπορούν να εκφράζουν τέτοιες κοινωνικές συμμαχίες και να συμβάλλουν στη δημιουργία τους. ‘Οχι όμως αυτές που αποτελούν φανταστικές εκφράσεις λαϊκών συμμαχιών που στην πραγματικότητα δεν μπορούν να διαμορφωθούν λόγω της ισχύος της κυρίαρχης κοινωνικής συμμαχίας και της αδυναμίας της κοινωνικής και πολιτικής παρουσίας του κόσμου της εργασίας και των υπάλοιπων λαϊκών στρωμάτων. Σε μια τέτοια συγκυρία, οι πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς δεν μπορούν να αναμένουν την κοινωνική δραστηριοποίηση και να αποτελούν δέκτες κοινωνικών πιέσεων και εξωτερικοί ρυθμιστές κοινωνικών συσχετισμών. Είναι καιρός πιά να μετατραπούν σε ενεργούς παράγοντες της οργάνωσης του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων, της εμβάθυνσης της στρατηγικής σκέψης αυτών των κοινωνικών οργανωτικών πρωτοβουλιών σε θέματα παραγωγικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά, και της συγκεκριμενοποίησης προγραμματικών προτάσεων που μπορούν να ικανοποιήσουν ανάγκες, να ενισχύσουν αυτόνομες οργανωτικές δομές, και να σταθεροποιήσουν ισχυρές κοινωνικές συμμαχίες.



[ΠΛΡ, 21-8-2014]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου