Το βιβλίο του Αντώνη Λιάκου
με τον υπότιτλο “η Αριστερά, και πώς να τη σκεφτούμε σε κρίσι-μους καιρούς”,
επιδιώκει να παρουσιάσει σημερινές προκλήσεις, αλλά και να δώσει μια αίσθηση
του βάθους τους: “βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άγνωστο και όχι λιγότερο
αινιγματικό αύριο”. “Ενδεχομένως η Ελλάδα να είναι η πρώτη χώρα στην οποία οι
ιδέες και οι αρχές που προβλήθηκαν αντιπαραθετικά, από τη δεκαετία του 90, στην
εκ των άνω παγκοσμιοποίηση των αγορών θα κληθούν να εμπνεύσουν μια κυβερνητική
πολιτική”. “Πώς τα κινήματα διαμαρτυρίας θα αποκτήσουν μια κουλτούρα
διακυβέρνησης;”
Πού βρισκόμαστε όταν θέλουμε
να δώσουμε απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα;
‘Ολες οι λέξεις κλειδιά,
Αριστερά, κινήματα διαμαρτυρίας, διακυβέρνηση, κινδυνεύουν βέβαια να μας
παρασείρουν σε γνώριμα και στείρα εδάφη, ακόμα κι αν – όπως ο συγγραφέας –
εντοπίσουμε εύστοχα τις ελλείψεις και τις ανάγκες. Όταν λέμε Αριστερά
περιγράφουμε ένα σύνολο τοποθετήσεων και δράσεων που αρνούνται το ισχύον
καθεστώς με πολλούς διαφορετικούς και όχι κατά κανόνα ικανοποιητικούς τρόπους.
Μια αναφορά σε αυτήν μπορεί να είναι θετική μόνο άν περιγράφει διαθεσιμότητες
και δυνατότητες που μένει όμως να προσδιοριστούν. Το ότι η Αριστερά λοιπόν δεν
μπορεί να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στις παραπάνω προκλήσεις είναι μεν γνωστό,
αλλά η ίδια η χρήση αυτής της λέξης κλειδί ως υποκείμενο των αναγκαίων αλλαγών,
μας παρασέρνει πολύ εύκολα στο να ξεκινάμε από υπαρκτές συγκροτήσεις,
τοποθετήσεις, πρακτικές. Χωρίς να έχουμε την πρόθεση, ή τη δυνατότητα, ή τα
εργαλεία, να δούμε το άγνωστο και αινιγματικό αύριο, αφού κατορθώσουμε να
αποκρυπτογραφίσουμε το απογοητευτικό χθές.
Όταν μιλάμε για την Αριστερά
αναφερόμαστε στην πραγματικότητα σε ένα σύνολο σημαντικών κοινωνικών δραστηριοτήτων
σε τρία διαφορετικά επίπεδα: την οργάνωση κινημάτων (τη διαμαρτυρία, τη
διεκδίκηση, την υπεράσπιση συμφερόντων, τη μαζική άρνηση πολιτικών), την
παραγωγή και αναπαραγωγή γνώσης (την πραγματοποίηση και διάδοση συστηματικών
αναλύσεων για την ιστορία και την κοινωνία, την ερμηνεία κοινωνικών καταστάσεων
ή μεταβολών, το σχεδιασμό αλλαγών) και τη συγκρότηση θεσμικών λειτουργιών (την
εφεύρεση και εισαγωγή νέων θεσμών, τη μεταρρύθμιση υπαρκτών). Τα τρία αυτά
επίπεδα συνυπάρχουν και αλληλοεπηρεάζονται, σε όλες τις εκδοχές συγκροτήσεων
που συναντάμε στην Αριστερά, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Αλλά οι εκδοχές
που κυριαρχούν είναι αυτές οι οποίες προήλθαν από μια ιστορική περίοδο των
καπιταλιστικών κοινωνιών η οποία έχει τελειώσει, με αποτέλεσμα να χρειάζεται
πρίν απ’όλα να αναθεωρήσουν την συνολική προσέγγιση της άρνησης και της
κριτικής τους, όποια και νάναι αυτή.
Το σοβαρότερο γενικό
πρόβλημα που μοιράζονται οι εκδοχές της Αριστεράς (εκτός μεμονωμένων ατομικών
εξαιρέσεων) είναι οτι ενώ σκέφτονται με βάση κινηματικές πρακτικές, θεσμικές
λειτουργίες και γνωσιακό κεφάλαιο που συγκροτήθηκαν κατά την ιστορική περίοδο
της γέννησης και άνθησης του καπιταλισμού, καλούνται να δράσουν σε μια περίοδο
κατά την οποία ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια τελική φάση και παρασέρνει σε
μια καταστροφική πορεία τις περισσότερες ανθρώπινες κοινωνίες και κατά πάσα
πιθανότητα την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Η απώλεια του ελέγχου της σχέσης
καπιταλιστικής παραγωγής και φυσικού περιβάλλοντος, η διατήρηση της κυριαρχίας
του κεφαλαίου μέσω μη αναπαραγωγικών σχέσεων, και η καταπολέμηση της
προοδευτικής δυναμικής που έχει η συσσώρευση γνώσεων και γνωστικών ικανοτήτων
σε θεσμικό και ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο, είναι πλέον οι στρατηγικές
κατευθύνσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν, αν πρόκειται να επικαιροποιηθούν οι
ουμανιστικές επιλογές της Αριστεράς.
Αλλά για να κατανοήσουμε τη
σημασία που έχει για τη νέα περίοδο του καπιταλισμού η ανάπτυξη στις νέες
συνθήκες και των τριών επιπέδων κοινωνικών δραστηριοτήτων που χαρακτηρίζουν το
χώρο της Αριστεράς, χρειάζεται να ξεκινήσουμε από τις συνισταμένες της
ιστορικής αποτυχίας του σχεδίου της. Η σοσιαλ-δημοκρατία υποτάχθηκε στην
αναπαραγωγή του καπιταλισμού υπερασπιζόμενη την ενσωμάτωση σε αυτόν των
κοινωνικών κινημάτων μέσω θεσμικών καινοτομιών, και αποδεχόμενη το έλεγχο του
αστικού συστήματος επι της παραγωγής και αναπαραγωγής γνώσης. Η προερχόμενη από
την 3η Διεθνή Αριστερά, αναδιπλώθηκε και αυτή στην επιβίωση των υπό τον έλεγχό
της κινημάτων στο πλαίσιο των θεσμών της καπιταλιστικής οικονομίας, και
συρρίκνωσε τις γνωσιακές της δραστηριότητες στην αναπαραγωγή
ιδεολογικοποιημένων αναλύσεων του παρελθόντος. Δεν μπόρεσε έτσι να συμμετάσχει
ενεργά και από κριτική σκοπιά στις αιχμές των επιστημονικών, τεχνολογικών, αλλά
και οργανωτικών μεταβολών που αξιοποίησε ο παγκόσμιος καπιταλισμός.
Η εμφάνιση της έννοιας του
“οργανικού διανοούμενου” αποτέλεσε, στην περίοδο του μεσοπολέμου, μια στιγμή
κατά την οποία αναγνωρίστηκε η ανάγκη συνύπαρξης των κινηματικών, γνωσιακών και
θεσμικών δραστηριοτήτων της Αριστεράς, όταν επεδιώκει να ανατρέψει τις
καπιταλιστικές σχέσεις. Η ύπαρξη αγωνιστών με αυτές τις ιδιότητες στους χώρους
εργασίας δεν αρκούσε μάλιστα για να υλοποιηθεί μια τέτοια στρατηγική, και
αναγνωριζόταν οτι “το κόμμα” και τα στελέχη του, δεν κατείχαν εξ αρχής τις
ικανότητες των οργανικών διανοουμένων, των ατόμων εκείνων που, όπως οι
οργανικοί διανοούμενοι της αστικής τάξης, είχαν τη δυνατότητα να σκεφτούν το
μέλλον και να μετασχηματίσουν το παρόν στα σημεία της παραγωγικής και
κοινωνικής δραστηριότητας όπου μπορούσαν να οικοδομηθούν οι νέες κοινωνικές
σχέσεις. Η “ταξική συνείδηση” έπρεπε να τροφοδοτεί το ενεργό σχέδιο της δράσης
των οργανικών διανοουμένων. Αλλά περιορίστηκε στο να είναι ο συνδυασμός της
υπεράσπισης κοινωνικών συμφερόντων, και της αναπαραγωγής ενός ιδεολογικού λόγου
που τελικά θα νομιμοποιούσε την ιεραρχική υπεροχή των κομματικών στελεχών και
των γραφειοκρατικών μηχανισμών.
Η κατανόηση όμως αυτής της
ανάγκης σύνθεσης κινηματικών, γνωσιακών και θεσμικών διαδικασιών,
εγκαταλείφθηκε κατά την μεταπολεμική περίοδο. Η αδυναμία και μάλλον η άρνηση
των αριστερών πολιτικών οργανώσεων να εμπλακούν ενεργά στην αξιοποίηση και
παραγωγή γνώσης σχετικά με τον κίνδυνο της ανεπανόρθωτης καταστροφής των
οικολογικών ισορροπιών από τις οποίες εξαρτάται η ζωή στον πλανήτη, στο όνομα
μιας ιδεολογικής πίστης σε παγιωμένες θεωρητικές επεξεργασίες, οδηγεί μπροστά
στα μάτια μας στην ανικανότητα ανάδειξης και αντιμετώπισης των παραγόντων και
των διαδικασιών που επιδεινώνουν προσθετικά και δραματικά τις κοινωνικές ανισότητες
τις οποίες διαμορφώνουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Δεν μπορούμε όμως
να αντιμετωπίσουμε και να σχεδιάσουμε το μέλλον των ανθρώπινων κοινωνιών, χωρίς
να αποκτήσουμε συστηματικές γνώσεις σχετικά με τις επιπτώσεις των οικολογικών
ανισορροπιών και χωρίς να έχουμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε τις κινηματικές
διαδικασίες και τις νέες θεσμικές λειτουργίες που θα απαντήσουν στα προβλήματα
τα οποία δημιουργούν αυτές οι
ανισορροπίες, για τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων και ειδικότερα τις κοινωνικές
ανισότητες.
Η παρουσίαση της εξέλιξης
του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής από την πλειοψηφία των αριστερών οργανώσεων
και ομάδων, βασίζεται ακόμα στην πεποίθηση (με τις κατάλληλες θεωρητικές
κατασκευές) οτι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν αναπαραγωγικό κύκλο του
καπιταλισμού, ο οποίος εμπεριέχει και τη δυνατότητα της ανατρεπτικής δυναμικής
της ταξικής πάλης. Σύμφωνα με αυτή την παραδοσιακή αριστερή προσέγγιση, οι
παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσει ο καπιταλισμός θα αποτελέσουν τη βάση του
νέου καθεστώτος, και οι οργανωμένες εργατικές δυνάμεις τις κοινωνικές δυνάμεις
που θα το διαχειριστούν. Αλλά η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού
έχει προκαλέσει αντίθετα την καταστροφή παραγωγικών δυνατοτήτων και την
αποδιοργάνωση των ταξικών συσπειρώσεων που χαρακτήριζαν την περίοδο του
βιομηχανικού καπιταλισμού. Η ανατρεπτική διαδικασία πρέπει να είναι σήμερα μια
διαδικασία ανασυγκρότησης παραγωγικού δυναμικού, σε μεγάλο βαθμό εκτός υπαρκτών
σχέσεων παραγωγής, που την αναλαμβάνουν κοινωνικές ομάδες οι οποίες βρίσκονται
εν μέρει στο περιθώριο των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, ή συνδυάζουν την
απασχόλησή τους στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των θεσμών
του, με νέες δραστηριότητες της οικονομίας των αναγκών.
Η οργάνωση και διοίκηση του
καπιταλισμού σήμερα, ιδιαίτερα σε οτι αφορά το ανθρώπινο δυναμικό, είναι ριζικά
διαφορετικές σε σύγκριση με τον βιομηχανικό καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός του
(συνόλου σχεδόν του) 20ου αιώνα, ο βιομηχανικός καπιταλισμός, βασίστηκε στον
τεϋλορικό καταμερισμό εργασίας, όχι μόνο στο διαχωρισμό χειρωνακτικής και
διανοητικής εργασίας, αλλά και στον τεμαχισμό της εργασίας, παντού όπου ήταν
δυνατό, και στη δημιουργία της κατηγορίας των στελεχών που στο “μάνατζμεντ” των
επιχειρήσεων και των διοικητικών μηχανισμών καθόριζαν τι θα παραχθεί, πώς, και
από ποιούς, υπηρετώντας τις επιλογές και τα συμφέροντα των κεφαλαιούχων. Ο
Τεϋλορισμός ήταν στην πραγματικότητα μια μέθοδος για να αντιμετωπιστεί η
δημιουργία “οργανικών διανοουμένων” της εργατικής τάξης εκείνης της εποχής, για
τη διατήρηση της μερικότητας των γνώσεων των εργατών και την επίτευξη της
συνεργασίας των στελεχών με το κεφάλαιο. Ο σύγχρονος καπιταλισμός, υπό την
απειλή της ανόδου του μορφωτικού επιπέδου και των εξειδικευμένων γνώσεων, της
επέκτασης του συλλογικού χαρακτήρα της εργασίας και της αύξησης της έντασης
γνώσης στην παραγωγή, έχει επιδιώξει και έχει επιτύχει σε μεγάλο βαθμό, όχι
μόνο την αποδιοργάνωση των εργαζομένων, αλλά και την εξατομίκευση των
επαγγελματικών διαδρομών και των διαδρομών απόκτησης γνώσεων. Και από την άλλη
την εξαγορά αυτών που εξασφαλίζουν υψηλή κερδοφορία, ή την υπόσχεσή της. Σ’αυτή
τη νέα μέθοδο ελέγχου της γνώσης των εργαζομένων, εντάσσεται πλέον θεαματικά η
επανιεράρχηση της εκπαίδευσης, η επανασύνδεση της δυνατότητας εκπαίδευσης με τα
κοινωνικά προνόμια και η ανάπτυξη της εκπαίδευσης των ελίτ.
Η δυνατότητα διαμόρφωσης
οργανικών διανοουμένων στις σημερινές συνθήκες, δηλαδή των ανθρώπων εκείνων που
κατέχουν ταυτόχρονα εμπειρία και γνώσεις, ατομικές και συλλογικές, για να
συγκροτήσουν το νέο, εντός ή εκτός των υπαρχουσών δομών παραγωγής και
διοίκησης, που έχουν τη δυνατότητα να οργανώσουν ταυτοχρόνως κινήματα, να
αξιοποιήσουν και να διαδώσουν νέες γνώσεις, να εφεύρουν και να συγκροτήσουν
νέες παραγωγικές δομές και νέους θεσμούς, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη
δυνατότητα αυτών που λένε οτι ανήκουν στην αριστερά να επωμιστούν ένα τέτοιο
προσανατολισμό. Να τον επωμιστούν κατανοώντας οτι απαιτεί πριν απ’όλα την
αντιστοίχιση των κοινωνικών κινημάτων με τις ανάγκες των ανθρώπων και των
κοινωνιών, αλλά και τη διεξαγωγή μιας γιγαντιαίας και συνεχούς προσπάθειας
παραγωγής των απαιτούμενων γνώσεων και μετάδοσή τους στον κοινωνικό ιστό, ώστε
να αναπτυχθεί η εφευρετικότητα που θα κάνει δυνατή την οικονομία των αναγκών
και τη δημοκρατική της συγκρότηση.
Μια τέτοια προσπάθεια δεν
μπορεί παρά να είναι μια κοινωνική διαδικασία με κινηματικά χαρακτηριστικά, μια
κινητοποίηση που δεν θα προκύψει κατά κύριο λόγο από κομματικούς μηχανισμούς,
ούτε αποκλειστικά από χώρους εργασίας, αλλά θα είναι αναγκαστικά και σε μεγάλο
βαθμό το αποτέλεσμα διάσπαρτων ανεξάρτητων κοινωνικών πρωτοβουλιών. Είναι ήδη
ορατό στο σημερινό κόσμο οτι τα κοινωνικά κινήματα συνυπάρχουν με (και
εμπεριέχουν σε καθοριστικό βαθμό) “κοινότητες γνώσης”, οι οποίες
χαρακτηρίζονται από θεσμική και γνωσιακή ανεξαρτησία. Αυτή είναι η μεγάλη
αλλαγή που πραγματοποιείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες στο χώρο της
αριστεράς: τα κοινωνικά κινήματα διευρύνονται και οι θεσμικές πρωτοβουλίες
μπορεί να πολλαπλασιαστούν, αλλά το συνδετικό υλικό τους θα είναι οι γνωσιακές
λειτουργίες που εξασφαλίζει η ανάπτυξη των κατάλληλων κινηματικών πρωτοβουλιών,
οι οποίες είναι προϊόν της ολοκληρωμένης ενεργοποίησης στρατευμένων
συνειδήσεων.
[ΠΛΡ 21-5-14]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου