Θεσσαλονίκη 14-9-2012
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 90, το 1991, μετά το πρώτο κύμα μαζικής μετανάστευσης προς την Ελλάδα, τέθηκε από τον τότε πρόεδρο της ΓΣΕΕ Λάμπρο Κανελλόπουλο, το θέμα της νομιμοποίησης των μεταναστών που κατοικούσαν κι εργάζονταν στη χώρα μας. Αυτή η τοποθέτηση αναγνώριζε πρώτα το φαινόμενο της μετανάστευσης ως μέρος του ελληνικού κοινωνικού τοπίου και έθετε το θέμα της πλήρους αναγνώρισης των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων των μεταναστών, και επομένως έθετε ως κεντρικής σημασίας το θέμα την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, που γνώριζε μια έξαρση σε συνδυασμό με τη νέα μετανάστευση.
Πολύ γρήγορα παρατηρείται μια αδράνεια σε ότι αφορά την παρέμβαση των αρμόδιων αρχών στην αγορά εργασίας, και ταυτόχρονα τα ζητήματα του ελέγχου των ροών μεταναστών στα σύνορα και της υποδοχής των μεταναστών συγχέονται. Η πρόταση για πλήρη αναγνώριση των δικαιωμάτων των μεταναστών, αντιμετωπίζεται ως πολιτική ενίσχυσης των ροών, και εγκλωβίζεται πλέον η μεταναστευτική πολιτική σε αυτό το δίλημμα. Όταν πρόκειται για δύο διαφορετικούς τομείς, με τους δικούς τους παράγοντες και με τα δικά τους αποτελέσματα. Τότε διαμορφώνεται το βασικό δόγμα της μεταναστευτικής πολιτικής, οτι κάθε αναγνώριση δικαιωμάτων των μεταναστών αποτελέι παράγοντα ενίσχυσης των αφίξεων.
Είχαμε - στο ΙΝΕ - από τοτε επισημάνει οτι εκ των πραγμάτων πρόκειται για την - υποκριτική - αποδοχή του φαινομένου της απασχόλησης μεταναστών στην παράλληλη αγορά εργασίας, καθώς δεν αναστέλει την παράνομη απασχόληση, που αποτελεί την αξιοποίηση από μεγάλα κομμάτια του επιχειρηματικού κόσμου, των δυνατότήτων που προσφέρει η αδήλωτη απασχόληση. Καί αντίθετα ενισχύει την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης για φτηνή εργασία.
Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώθηκε με το περιεχόμενο των ΠΔ του 1998 σχετικά με τη νομιμοποίηση των μεταναστών, όταν δεν υπήρχε καμμία προσπάθεια συρρίκνωσης της αδήλωτης απασχόλησης με έλεγχο των εργοδοτών - και καμμία συζήτηση με τους εργοδοτικούς φορείς - ή άλλα μέτρα με τον ίδιο στόχο, και η διαδικασία της νομιμοποίησης επιβάρυνε - επιβαρύνει ακόμα - μόνο τον κάθε μετανάστη. Συμπληρωματικά λειτούργησαν οι μεταγενέστερες νομιμοποιήσεις.
Τι σήμαινε μακροπρόθεσμα αυτή η επιλογή; Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή του ελληνικού κράτους η οποία πρέπει να γίνει κατανοητή στο πλαίσιο της ιδιότυπης σχέσης “εξευρωπαϊσμού” και “εκσυγχρονισμού” που χαρακτήρίζει την πολιτική απέναντι στην εργασία από τη δεκαετία του 90 και μετά. Πολύ γρήγορα ο εκσυγχρονισμός επιβεβαίωσε μια “παραδοσιακή” γενικευμένη φιλοεπιχειρηματική πολιτική, μέσω των επιδοτήσεων, της ανοχής απέναντι στη φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή, την προώθηση της μείωσης του κόστους εργασίας και της ευελιξίας, που ξεκίνησε με τους μετανάστες και επεκτάθηκε προς το σύνολο των μισθωτών, πλήττοντας κυρίως τους νέους κατά τη δεκαετία του 2000. Πρόκειται για τη στρατηγική που οδήγησε στη συνέχεια στην ελλειμματικότητα των εξωτερικών συναλλαγών (το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας) και στην υπερχρέωση της οικονομίας, και επομένως στη σημερινή βαθύτατη κρίση.
Το δόγμα “όσο χειρότερα τους μεταχειριζόμαστε, τόσο λιγότεροι θα έρθουν”, πέρασε με την κρίση, από τη φάση της σιωπηρής υποστήριξης της αδήλωτης απασχόλησης, στη φάση της επιθετικής αντιμετώπισης αυτού του πλεονάζοντος πλέον εργατικού δυναμικού. Η οικονομική κρίση συνέπεσε με την εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων συνύπαρξης ελληνικών και αλλοδαπών πληθυσμών. Η πολιτική ελίτ - που είχε αποδεχθεί τις αντιφάσεις της προηγούμενης περιόδου - προσχώρησε σιγά σιγά στη άποψη ότι “φτάνει πιά”. Και εφόσον δεν ασκούσε πολιτικές - δεν είχε προγραμματισμένες δαπάνες ούτε επεδίωκε να έχει - για την φροντίδα των άνεργων μεταναστών και των προσφύγων, δεν είχε άλλη λύση στο πλαίσιο του υπάρχοντος δόγματος, για να χειριστεί το κοινωνικό και ανθρωπιστικό αδιέξοδο, από το να εντείνει την επιθετικότητά της απέναντι στους ξένους γενικά, οδηγώντας το δόγμα σε μια κλιμάκωση. Μια επιθετικότητα λεκτική, η οποία όμως έχει σωστά εκληφθεί από τα σώματα ασφαλείας και από την φασιστική δεξιά ως πράσινο φώς για άσκηση βίας ή για παραβίαση δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων.
Οι επιπτώσεις των Μνημονίων για τον κόσμο της εργασίας, η ανεργία, η φτώχεια, η ανεργία των νέων, η επιδείνωση των γενικότερων συνθηκών ζωής, αφορούν τόσο τους έλληνες, όσο και τους αλλοδαπούς - πολλοί μετανάστες χάνουν τη δυνατότητα ανανέωσης της κάρτας τους. Οι κοινωνικές αντιπαραθέσεις εντείνονται και ο αντιμεταναστευτικός και αντιπροσφυγικός λόγος συνεχίζει να αποτελεί ένα είδος εκτόνωσης, που όμως νομιμοποιεί όλο και περισσότερο τη ρατσιστική βία, ή καλύτερα της προσφέρει ένα πεδίο στο οποίο μπορεί να αναπτυχθεί. Αλλά σε αυτές τις συνθήκες είναι ακόμα πιό πρόσφορο το έδαφος για την ανάπτυξη της αδήλωτης εργασίας, της αδήλωτης απασχόλησης γενικώς και της απασχόλησης σε εγκληματικές δραστηριότητες, που αξιοποιούνται φυσικά από “εργοδότες” που βασίζονται στην “ανοχή” των αρχών.
Το παρεμπόριο αφορά προϊόντα που παράγονται στην Ελλάδα, ή εισάγονται νόμιμα. Το εμπόριο ναρκωτικών και η πορνεία δεν είναι δραστηριότητες που αυτοσχεδιάζονται από ομάδες πεινασμένων αλλοδαπών και απαιτούν ευρύτατες διασυνδέσεις, σημαντικούς πόρους και αποτελεσματική προστασία.
Πρίν είκοσι χρόνια η αδήλωτη εργασία αφορούσε κυρίως του αλλοδαπούς και μια μειοψηφία ελλήνων. Τώρα όμως γενικεύεται καθώς οι μεταρρυθμίσεις που αφορούν την αγορά εργασίας επιτρέπουν τη γενίκευση αυτών των πρακτικών. Τα πράγματα εξελίσσονται προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση από αυτή που πρεσβεύει ο λόγος της πολιτικής ελίτ και των φασιστικών συμμοριών. Δεν θα απομονωθούν, ή θα εκδιωχθούν, οι αλλοδαποί προς όφελος των ελλήνων, αλλά οι συνθήκες εργασίας και ζωής μεγάλου μέρους των ελλήνων μισθωτών θα πλησιάσουν τις αντίστοιχες συνθήκες των αλλοδαπών. Όταν θεωρούνται επιτρεπτές εξαιρέσεις στην αλληλεγγύη και τα δικαιώματα (και αυτή η παρατήρηση δεν αφορά μόνο τις κυβερνήσεις - γιατί η ανοχή απέναντι στην αδήλωτη εργασία αφορούσε πολλές κοινωνικές ομάδες), αργά ή γρήγορα διαπιστώνεται οτι αυτή η εξαίρεση είναι μεταδοτική και αξιοποιήσιμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου