Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Πού βρίσκεται το μέλλον των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών;

(με αφορμή τη συζήτηση που οργάνωσε το περιοδικό Ιστορείν στις 13 Νοεμβρίου, με θέμα “Πολιτικές αλλαγών στο πανεπιστήμιο - Διεκδικώντας μέλλον για τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές”)
Το τοπίο των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών αλλάζει. Από τα πιο κραυγαλέα παραδείγμα είναι το εργατικό δίκαιο που παύει να ασχολείται με την εξισορρόπηση της σχέσης κεφαλαίου και εργασίας, και τείνει να επικεντρωθεί στον ατομικό πωλητή εργατικής δύναμης, η πολιτική οικονομία που μετατρέπεται στην εφαρμοσμένη επιστήμη της ανάλυσης των αγορών, η κοινωνιολογία που βλέπει το αντικείμενό της να συρρικνώνεται, καθώς το μέλημα της κοινωνικής συνοχής εγκαταλείπεται στον ένα ή τον άλλο βαθμό, στο όνομα της απορρύθμισης και της ευελιξίας. 
Οι δημόσιοι πόροι λιγοστεύουν, για να αφήσουν ελεύθερο το πεδίο στις ιδιωτικές χορηγίες, η επιστημονική έρευνα αξιολογείται με βάση τη χρησιμότητά της για το κυρίαρχο μοντέλο της αγοράς, του κέρδους και της εξατομίκευσης, οι θεωρητικές προσεγγίσεις δογματοποιούνται, και οι θεσμοί που βρισκόταν από την πλευρά της ζήτησης για κοινωνική έρευνα περιορίζονται ή καταργούνται. Πού οδηγούνται οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές σε τέτοιες συνθήκες; 
Οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές όπως τις ξέρουμε ήταν το προϊόν της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης και ειδικότερα της μαζικοποίησης του πανεπιστημίου από τη δεκαετία του 60 και μετά. Υπήρχαν πόροι για εκπαίδευση και έρευνα, υπήρχαν θέματα σχετικά με τη διαχείριση και εξέλιξη του κοινωνικού κράτους, και η μεταποικιακή εποχή έθετε ερωτήματα ως προς τον μετασχηματισμό των “υπανάπτυκτων” κοινωνιών, που απευθυνόταν σε ένα μεγάλο μέρος αυτών των επιστημονικών κλάδων. 
Τα κινήματα αμφισβήτησης εκείνης της περιόδου έδωσαν μια ώθηση στην κριτική προσέγγιση των σπουδών αυτών, αλλά επρόκειτο για έρευνα και διδασκαλία που αμφισβητούσε τις κυριάρχες κοινωνικές σχέσεις και πολιτικές, σε ένα περιβάλλον ασφαλές, σε ένα χώρο δημόσιο, στο πλαίσιο μιας ενιαίας επαγγελματικής και κοινωνικής ομάδας. Αυτό το περιβάλλον διαμόρφωσε σε καθοριστικό βαθμό τον τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε σήμερα το πανεπιστήμιο, τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές, και τη δυνατότητα να αναπτύσσονται κριτικές προσεγγίσεις ως κατοχυρωμένο δικαίωμα, κατά την ομαλή επαγγελματική δραστηριότητα.
Ένας τέτοιος ενοποιημένος χώρος σπουδών, επέτρεπε να σκέφτεται κανείς και να ερευνά με σκοπό τη μεταρρύθμιση του συστήματος, ή και την ανατροπή του, απευθυνόμενος στην πραγματικότητα σε ένα θεσμικό πλαίσιο κοινωνικών πρακτικών, που θα αξιοποιούσε ή όχι το ανανεωνόμενο γνωσιακό κεφάλαιο, αλλά πάντως δεν θα υιοθετούσε ανατρεπτικές ρήξεις. Οι υποστηρικτές κριτικών προσεγγίσεων ήταν όμως εξίσου ασφαλείς με τους υπόλοιπους, δεν αποχωρούσαν από τον χώρο των σπουδών και της έρευνας αν οι ανατρεπτικές τους θέσεις παράμεναν μη αναγνωρισμένες, και κυρίως δεν έχαναν την κοινωνική τους θέση. 
Παρέμεναν εξωτερικοί παρατηρητές που θα επηρέαζαν τις πραγματικές εξελίξεις, μόνο στο βαθμό που οι μηχανισμοί άσκησης πολιτικών θα υιοθετούσαν κάποια από τα αποτελέσματα των ερευνών τους. Δεν είναι επομένως ανεξήγητο ότι οι αντιδράσεις των περισσοτέρων εκφραστών κριτικών προσεγγίσεων, απέναντι στο σημερινό μεταρρυθμιστικό μένος στο χώρο των πανεσπιστημίων και της έρευνας,  έχουν περισσότερο κοινωνικά κίνητρα παρά επιστημονικά. Δύο είδη αντιδράσεων κυριαρχούν: η διεκδίκηση του status quo ante αφενός, και η σύναψη αφετέρου νέων συμμαχιών στο εσωτερικού του εξελισόμενου θεσμικού πλαισίου. Αντιδράσεις που είναι αμυντικές και δεν επιδιώκουν να δώσουν νέες απαντήσεις και να επανεφεύρουν τη σχέση κοινωνικών αναγκών και επιστημονικών σπουδών και έρευνας. 
Καθώς όμως οι θεσμοί που παρήγαγαν γνώση, όπως και οι θεσμοί που τη ζητούσαν και την αξιοποιούσαν, μετατρέπονται σε μέρη ενός τοπίου διασκορπισμένων υπολειμμάτων, είναι ορατό διεθνώς οτι γεννιούνται μέσα στο περιβάλλον που ονομάστηκε κοινωνία της γνώσης, νέες δυνατότητες αξιοποιήσιμης γνωστικής ικανότητας αλλά και νέες ανεξάρτητες “κοινότητες γνώσης” που μπορεί να χρησιμοποιούν και να αναπαράγουν διαθέσιμο γνωσιακό κεφάλαιο, ή ακόμα και να φθάνουν σε αυθεντικές ερευνητικές δραστηριότητες στο τομέα των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών. 
Σε χώρες με ισχυρή θεσμική παράδοση σε αυτό τον τομέα, οι ανεξάρτητες κοινότητες γνώσης αποτελούν προεκτάσεις, ή εκχειλίσεις δραστηριοτήτων, με προηγούμενες ή συνεχιζόμενες σχέσεις με δημόσια ερευνητικά ιδρύματα. Ένα πεδίο όπου αυτή η τάση είναι με καθαρό τρόπο ορατή, είναι εκεί όπου οι περιβαλλοντικές μελέτες και έρευνες συναντόνται με τις κοινωνικές επιστήμες, και συνυπάρχουν κρατικοί ή υπερεθνικοί θεσμοί, κινήσεις πολιτών και μη κυβερνητικές οργανώσεις με έντονη πολλές φορές ερευνητική δραστηριότητα. 
Αυτή η εξέλιξη όμως μετατρέπει τη θέση και την οπτική του ερευνητή. Από πού γεννιούνται τα ερευνητικά ερωτήματα; Λόγω ποιων επιδράσεων; Από τη στιγμή που το ζητούμενο δεν είναι πλέον το πώς θα βελτιωθούν ή θα μετεξελιχθούν υπαρκτοί θεσμοί, αλλά το πώς θα εφευρεθούν νέοι, το πώς θα δημιουργηθούν μέσα από το σημερινό καταστρεμένο τοπίο νέες συλλογικές πρακτικές, ο ερευνητής παύει να είναι ο παρατηρητής που παραδίδει τα συμπεράσματά του σε σταθερούς θεσμούς. Γίνεται αυτός που για να θέσει ερευνητικά ερωτήματα και να εμπλακεί σε μια ερευνητική διαδικασία πρέπει να εμπλακεί επίσης σε κοινωνικές αν όχι κινηματικές διεργασίες, οι οποίες θα επιδιώξουν να γεννήσουν νέες πρακτικές και νέους θεσμούς. 
Πολλά παραδείγματα μπορεί να αναφερθούν στους τομείς των κοινωνικών, οικονομικών και νομικών επιστημών. Πώς μπορεί να ανοικοδομηθεί ένα εργατικό δίκαιο που ενισχύει την προστασία του εργαζόμενου, χωρίς μια ερευνητική δουλειά πεδίου, η οποία θα ενσωματώνει όχι μόνο τις καταγραφές και αναλύσεις των πραγματικών συνθηκών που έχουν πλέον διαμορφωθεί, αλλά και τις επιδιώξεις των ενδιαφερομένων όπως διαμορφώνονται μέσω κοινωνικών διεργασιών; Πώς μπορεί να απαντηθεί η σημερινή αποδόμηση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, χωρίς μελετητικό και ερευνητικό έργο με θέμα την εξασφάλιση υπηρεσιών υγείας και συντάξεων σε έναν κόσμο με λιγότερο εργάσιμο χρόνο, μεγαλύτερη κινητικότητα και πολλαπλά χρονικά διαστήματα μάθησης, αλλά και χωρίς το άμεσο διάλογο της έρευνας με τις ανάγκες των ενδιαφερομένων;
Κατά τη συζήτηση που οργάνωσε το περιοδικό Ιστορείν, ο Αντώνης Λιάκος θυμήθηκε, για να περιγράψει τις συνθήκες στις οποίες κινδυνεύουν να βρεθούν οι σπουδές αυτές, το υπόγειο στο οποίο ζεί ο ήρωας της γνωστής ταινίας V for Vendetta: σε μια Αγγλία υπό τη δικτατορία της αστυνομίας, του στρατού και των απόλυτα ελεγχόμενων μέσων ενημέρωσης, ο V έχει εγκατασταθεί σε μια ευρύχωρη κατοικία κάτω από το επίπεδο των δρόμων του Λονδίνου, με έπιπλα και αντικείμενα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, και ένα θησαυρό βιβλίων και δίσκων μουσικής. Τι θα είναι δηλαδή στο μέλλον οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές στο πανεπιστήμιο; Μια ενασχόληση σε ένα απομονωμένο χώρο, που θα ικανοποιεί αυτούς που τις έχουν διαφυλάξει, αλλά χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο; Δεν ήταν πάντως αυτή η προσέγγιση του V! Να βγει το πλήθος στο δρόμο ήταν ο στόχος του και αυτό συνέβει!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου