Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Σκέψεις για ένα πρόγραμμα απαλλαγής από τα Μνημόνια και τους “Μηχανισμούς Στήριξης”

Η σημερινή συγκυρία, με την κατάθεση ενός προϋπολογισμού για το 2011 με περαιτέρω περικοπές, και την ανοιχτή πλέον προοπτική της επιμήκυνσης της αποπληρωμής του χρέους με πρόσθετο κόστος, επιβεβαιώνει τις προβλέψεις για την αδυναμία των πολιτικών του Μνημονίου να διαχειριστούν τη δημοσιονομική και οικονομική κρίση. Είναι επίσης ορατό οτι οι πολιτικές αυτές οδηγούν σε αποδιάρθρωση της διοίκησης και των υπηρεσιών άσκησης πολιτικών, σε υποβάθμιση υποδομών και κοινωνικών υπηρεσιών, αλλά και σε δραματική αύξηση της ανεργίας, κάθετη πτώση των αμοιβών, κατάργηση της προστασίας της εργασίας και αναδίπλωση του ιδιωτικού τομέα σε μια στρατηγική επιβίωσης μέσα στην κρίση και την ύφεση, μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας, της αύξησης των επιδοτήσεων και της μείωσης της φορολογίας.
Οι πρόσφατες εκλογές για τις περιφέρειες και τους δήμους έδειξαν οτι η μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος εκφράζει αντίθεση ή δυσπιστία απέναντι στη λογική και την πρακτική του Μνημονίου. Έδειξαν επίσης οτι δεν υπάρχουν οργανωμένες πολιτικές ή κοινωνικές δυνάμεις ικανές να διατυπώσουν ένα πειστικό εναλλακτικό πρόγραμμα απέναντι στο Μνημόνιο, ούτε να βασίσουν αυτό το πρόγραμμα σε αναπτυγμένες πρακτικές και διεκδικήσεις ικανές να συγκροτήσουν ευρείες κοινωνικές συμμαχίες. Αντι να εργαστούν συστηματικά και ενωτικά προς αυτή την κατεύθυνση, οι δυνάμεις της αριστεράς και της οικολογίας επέλεξαν και επιλέγουν να ακολουθήσουν δύο διαφορετικές και αδιέξοδες οδούς: τη φυγή προς την απαγγελία μιας μετωπικής σύγκρουσης ανάμεσα στην ηγεμονική ταξική συμμαχία και ένα ανύπαρκτο “αντιμνημονιακό” κίνημα, ή την υποκατάσταση μιας αναγκαίας μεγάλης κοινωνικής συμμαχίας με συνεργασίες μεταξύ κομματικών και πολιτικών επιτελείων, των οποίων η πραγματική κοινωνική βάση είναι περιορισμένη, αποσδιόριστη ή ανύπαρκτη.
Είναι όμως εφικτό να εργαστούμε για τη διαμόρφωση ενός προγράμματος αντιμετώπισης της κρίσης και κατάργησης του Μνημονίου, το οποίο να προσφέρει απαντήσεις τόσο στα μεγάλα οικονομικά ζητήματα όπως αυτό του χρέους, όσο και στα βασικά ζητήματα που αφορούν τους εργαζομένους, δηλαδή την απασχόληση, τη μείωση της ανεργίας και την προστασία των ανέργων, τη βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών, την αποκατάσταση της νομοθεσίας για την προστασία της εργασίας, και τη δημιουργία ενός βιώσιμου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει να αναγνωριστεί οτι οι ανατροπές στο επίπεδο των οικονομικών και κοινωνικών επιλογών, θα είναι το αποτέλεσμα μιας ριζικής αλλαγής του σημερινού κοινωνικού συσχετισμού, οτι η διαμόρφωση ενός νέου συσχετισμού θα είναι το αποτέλεσμα μιας συστηματικής δουλειάς ενοποίησης των υπαρκτών κοινωνικών δυνάμεων στη βάση των αναγκών και όχι των γενικών πολιτικών ή ιδεολογικών αναφορών, και οτι η ίδια η προγραμματική επεξεργασία πρέπει να είναι το προϊόν της ταυτόχρονης αξιοποίησης της γνωστικής ικανότητας των ανθρώπων και της εμπειρίας της συλλογικής τους δράσης. Και να αναγνωριστεί επίσης οτι ολ’αυτά ισχύουν σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το ζήτημα του δημοσίου χρέους και της αναγκαίας διαγραφής του, περιλαμβάνεται στο ευρύτερο ζήτημα της αμφισβήτησης και κατάργησης της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, και της εγκαθίδρυσης του δημόσιου ελέγχου επί της δημιουργίας του χρήματος και του βασικού κορμού του τραπεζικού συστήματος. Όλοι συμφωνούν οτι το καλό σενάριο σε οτι αφορά το χρέος (σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο) περιλαμβάνει ταυτόχρονα τη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους προς τις ιδιωτικές τράπεζες και την αποκατάσταση του ρόλου και του ελέγχου της κεντρικής τράπεζας ως προς την κυκλοφορία του χρήματος, την πιστωτική επέκταση και το δανεισμό του δημοσίου. Ακόμα κι αν δεν μπορεί κανείς να αποκλήσει οτι μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να αποφασιστεί “από τα πάνω” σε κάποιες συνθήκες, είναι προφανές οτι προϋποθέτει μια ριζική αλλαγή του βασικού κοινωνικού συσχετισμού, καθώς σημαίνει οτι πραγματοποιείται μια μεγάλων διαστάσεων μεταφορά εισοδήματος σε βάρος των τραπεζών και των μετόχων τους, και μια αποφασιστική μεταβολή στις πολιτικές προτεραιότητες. 
Αλλά στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, η μεταφορά του ελέγχου της οικονομικής δραστηριότητας στις τράπεζες ήταν μέρος μιας εκρηκτικής αναδιανομής του διαθέσιμου εισοδήματος προς όφελος των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και σε βάρος των μισθωτών και των λεγόμενων λαϊκών στρωμάτων. Η σημερινή διεθνής κρίση οφείλεται στο ότι δεν ήταν βιώσιμη η αντικατάσταση της κατανάλωσης των πολλών με τον δανεισμό προς ιδιωτικές επιχειρήσεις και δημόσιους οργανισμούς. Η κοινωνία που “αποδέχτηκε” να κερδοσκοπούν οι τράπεζες αυξάνοντας τόσο τα δάνειά τους προς το δημόσιο, όσο και τα επιτόκια αυτών των δανείων, είναι η ίδια που έζησε το συνεχές άνοιγμα της ψαλίδας των εισοδημάτων και την επέκταση σε ένα περιβάλλον πλούτου και ευημερίας, της φτώχειας και της ανασφάλειας, που αποδέχτηκε επίσης τη διεύρυνση της περίπλοκης ιεραρχίας των βολεμένων, των μεσαζόντων και των μικρών ή μεγάλων οικονομικών εγκληματιών. Το ζήτημα επομένως της εξουσίας των τραπεζών και της εξουσίας του κεφαλαίου ευρύτερα, δεν αντιμετωπίζεται με το να βρεθεί και να ονομαστεί ένας στόχος, αλλά με το να δραστηριοποιηθούν οι κοινωνικές δυνάμεις στους τομείς όπου μπορεί να αμφισβητηθεί το σύνολο των οικονομικών διαφοροποιήσεων μεταξύ κοινωνικών ομάδων. 
Καθώς διευρύνεται η κρίση δανεισμού σε περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι επίκαιρο να τεθεί και ένα άλλο ζήτημα: πιο είναι το πεδίο όπου μπορεί να μεταβληθεί ο συσχετισμός δυνάμεων που καθορίζει τη σημερινή κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και τις πολιτικές αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελός του. Στην Ιρλανδία κινητοποιούνται κατά του προγράμματος λιτότητας που αφορά το δημόσιο χρέος, το οποίο προήλθε από τη σωτηρία των τραπεζών, αλλά στη Γαλλία οι πρόσφατες κινητοποιήσεις αφορούσαν περικοπές σε εισοδήματα (στις συντάξεις), που οφείλονται στην απόφαση της κυβέρνησης να μην καλύψει ελλείμματα με αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των μισθωτών. Τα μέτωπα επομένως, τόσο για τη διαχείριση του χρέους, όσο και για την κατανομή του εισοδήματος είναι στην πραγματικότητα ενιαία και έχουν ευρωπαϊκές διαστάσεις. Παρά τη γοητεία που ασκεί σε ορισμένες πολιτικές ομάδες η αναδίπλωση στο εθνικό πρόβλημα και στο γνώριμο εδαφος των παλαιότερων εθνικών αντιστασιακών εμπειριών, οι συσχετισμοί σε κάθε χώρα είναι πλέον συνάρτηση μιας ευρωπαϊκής εξέλιξης με ενιαία χαρακτηριστικά, ενιαία δυναμική και κοινά εργαλεία εναλλακτικών πολιτικών. 
Το γεγονός ότι είναι ορατός ο κίνδυνος ενός αδιεξόδου στο ζήτημα του χρέους και επομένως οτι η προοπτική μιας ελεγχόμενης χρεοκοπίας με διαγραφή μέρους του χρέους είναι υπο τις σημερινές συνθήκες μια πολύ πιθανή εξέλιξη, δεν πρέπει να μας εγκλωβίζει στη μετατροπή της διαγραφής του χρέους σε ένα ρίγκ όπου θα μπορούσαμε να δώσουμε εμείς το πρώτο χτύπημα. Έτσι όπως είναι σήμερα τα πράγματα είμαστε στη δυσμενή θέση. Οι μόνοι τρόποι να αλλάξει ο συσχετισμός είναι, είτε να υπάρξει μια ευρύτερη ευρωπαϊκή αλλαγή λόγω εξελίξεων και σε άλλες χώρες, είτε να ανοίξει ένα εσωτερικό μέτωπο αναδιανομής του εισοδήματος το οποίο να γνωρίσει επιτυχίες και να συμβάλει με αυτό τον τρόπο στην ενίσχυση του ευρωπαϊκού μετώπου για τη διαγραφή των χρεών και την αποφασιστική ενίσχυση του δημόσιου τραπεζικού τομέα. Το άνοιγμα ενός μετώπου για την αναδιανομή του εισοδήματος δεν μπορεί να βασιστεί σε αιτήματα τόσο γενικά όπως να πληρώσει το κεφάλαιο ή οι πλούσιοι, ή να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή, διότι πρέπει να στηριχθεί σε κινητοποιήσεις και διατύπωση στόχων και αιτημάτων σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η υγεία, η κοινωνική προστασία, οι κοινωνικές υπηρεσίες, οι υποδομές, το περιβάλλον, η εκπαίδευση, ώστε να αποκτήσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και νομιμοποίηση μια αναδιανομή εισοδήματος η οποία πρέπει να είναι ευρύτατη και να αγγίζει όχι μόνο μια χούφτα καπιταλιστών ή φοροφυγάδων, αλλά και τα μεσαία εισοδήματα. Τα πλήγματα τα οποία πρέπει να δεχθεί η σημερινή κατανομή εισοδήματος και η σημερινή πρόσβαση σε δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες είναι πολύ μεγάλα και μόνο αν υπάρξουν ισχυρές κινηματικές παρεμβάσεις μπορεί να διαμορφωθεί ένα βιώσιμο τοπίο σε συνθήκες κρίσης. 
Οι κοινωνικοί αγώνες και οι προσπάθειες πολιτικής τους έκφρασης αφορούν σε κεντρικό επίπεδο το κοινό ζήτημα της αναδιανομής εισοδήματος μέσω της διαγραφής των χρεών και μέσω της φορολογίας του εισοδήματος και της πολυτελούς κατανάλωσης, αλλά οι αγώνες και οι προσπάθειες πρέπει να βασιστούν στη δυνατότητα να διαμορφωθούν σε επίπεδο ειδικών κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων συγκεκριμένοι στόχοι, αιτήματα και συσχετισμοί. Ως τώρα οι διαλυτικές επιχειρήσεις της κυβερνητικής πολιτικής στο πλαίσιο του Μνημονίου, δεν έχουν βρεί απέναντί τους παρά διαμαρτυρίες και καταγγελίες. Στο τομέα λ.χ. της υγείας, όπου παρακολουθούμε μερικές προσπάθειες εξορθολογισμού, με γενική όμως κατεύθυνση τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, είναι δυνατό να διαμορφωθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα ενίσχυσης της δημόσιας υγείας και περιορισμού της ιδιωτικής, το οποίο όμως προϋποθέτει την κινητοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού του τομέα αυτού για την επεξεργασία λύσεων, τη συγκρότηση μεγάλων κοινωνικών συμμαχιών γύρω από κοινωνικούς και οικονομικούς στόχους και την επιβολή ριζικών αλλαγών μέσω κοινωνικών και πολιτικών αγώνων.
Το άνοιγμα τέτοιων μετώπων αποτελεί προφανή προϋπόθεση, σε όλες τις χώρες, για να μεταβληθούν οι συσχετισμοί τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αποτελεί προϋπόθεση και για να αρχίσουμε να έχουμε κάποιες νίκες των κινημάτων κατά των Μνημονίων και των “Μηχανισμών Στήριξης”. Η ανάγκη ενός τέτοιου προσανατολισμού δεν γίνεται όμως κατανοητή από τη μεγάλη πλειοψηφία των δυνάμεων της αριστεράς και της οικολογίας, οι οποίες συγκεντρώνουν παρόλ’αυτά ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων στρατευμένων, ανιδιοτελών και κινητοποιημένων. Κάτι πρέπει να γίνει για να φύγει αυτός ο κόσμος από τον εγκλωβισμό του σε μικρές ομάδες ή κόμματα που “τώρα είναι μειοψηφικές αλλά κάποτε θα ηγηθούν ενός μεγάλου κινήματος”, να βρεθούν επίσης όλοι αυτοί που είναι σκεπτικοί αλλά γνωρίζουν πολύ καλά τι συμβαίνει και ποιός φταίει για τι. Αυτή η αλλαγή προσανατολισμού μπορεί να γίνει μέσω της συστηματικής ενωτικής συγκρότησης κοινωνικών μετώπων, με πρώτο μέλημα την έκφραση των πραγματικών κοινωνικών αναγκών και τη γενικευμένη εμπλοκή των ανθρώπων στη δημοκρατική προγραμματική επεξεργασία και κινηματική δράση. 
Η συγκυρία μεταβάλεται στην Ευρώπη με γοργούς ρυθμούς. Οδηγούμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία, είτε θα οδηγηθεί σε διάλυση το σημερινό οικοδόμημα, είτε θα υιοθετηθούν ριζικές αποφάσεις οικονομικής και ίσως πολιτικής ανασυγκρότησης του, η οποία θα περιλαμβάνει τη διαγραφή χρεών και την αποκατάσταση του δημοσίου ελέγχου επι της κυκλοφορίας χρήματος και του τραπεζικού συστήματος. Το αν θα επικρατήσει η μια ή η άλλη προοπτική είναι φυσικά συνάρτηση των κοινωνικών κινητοποιήσεων σε κάθε χώρα, και του πολιτικού προσανατολισμού αυτών των κινητοποιήσεων. Ο κόσμος της αριστεράς και της οικολογίας πρέπει να αποφασίσει αν θα υποκύψει στη γοητεία του ιδιότυπου τριτοδιεθνικού εθνικισμού που έχει επιβιώσει στην Ελλάδα, ή θα επιλέξει το δρόμο όπου τον κύριο λόγο θα έχει η “οργάνωση των ίδιων των παραγωγών”, η αυτοοργάνωση μιας κοινωνίας που μπορεί να είναι αλληλέγγυα και ορθολογική, ριζοσπαστική και δημοκρατική

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου