Η διαχείριση της οικονομικής κρίσης τόσο σε επίπεδο ευρωπαϊκό, όσο και στην Ελλάδα ειδικότερα, έρχεται να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει τη μορφή ηγεμονίας του κεφαλαίου που είχε εγκαθιδρυθεί κατά την προηγούμενη περίοδο. Όταν επομένως μιλάμε για οικονομική κρίση, είναι σαφές οτι αναφερόμαστε σε μια αρνητική εξέλιξη της οικονομίας και κυρίως των μεγεθών που έχουν κοινωνική βαρύτητα (απασχόληση, κοινωνικό κράτος, συνθήκες εργασίας, δικαιώματα), αλλά με κανέναν τρόπο δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κρίση της μορφής ηγεμονίας, ή ακόμα και του συστήματος διακυβέρνησης. Ενάμισυ χρόνο αφότου ξέσπασε ανοιχτά η οικονομική κρίση, τίποτα δεν έπληξε την κερδοφορία του κεφαλαίου και τους κρατικούς μηχανισμούς στήριξης αυτής της κερδοφορίας, η αναδιανομή εισοδήματος που σχεδιάζεται υπηρετεί αυτό τον σκοπό και όχι τη στήριξη των ανέργων, των αδυνάτων και των κοινωνικών πολιτικών, η αποκατάσταση της επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ κοινωνικών ομάδων με κοινά ή παρεμφερή συμφέροντα (ειδικά μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών μισθωτών) δεν έχει προχωρήσει, και το σύστημα διακυβέρνησης χαρακτηρίζεται πάντοτε και ταυτοχρόνως από την επιλεκτική ενίσχυση οικονομικών συμφερόντων και ειδικών κοινωνικών ομάδων, και την υλοποίηση πολιτικών γενικευμένης υποβάθμισης συνθηκών εργασίας και κοινωνικών υπηρεσιών.
Η εδραίωση της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης προχωράει ακόμη πιό μακρυά: κόβει τις γέφυρες με τη δυνατότητα υλοποίησης ολοκληρωμένων οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιλογών. Η διαχείριση του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα έχει αναποδογυρίσει την οικονομική στρατηγική ώστε να θυσιάζονται προοδευτικά κομμάτια ολόκληρα της κοινωνίας και της οικονομίας για τη μεταφορά πόρων στην κερδοφορία των τραπεζών. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι επιχειρηματοκεντρική, ανεπαρκής και ανοργάνωτη, και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μην αποφευχθεί το τρομακτικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος στην περιοχή μας λόγω της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη. Η δυνατότητα εξορθολογισμού των πολιτικών, μέσω της επιστημονικής στήριξης τους, και της ενίσχυσης κοινωνικής αλληλεγγύης και συνεργασίας, δεν βρίσκεται στις επιλογές ακόμη και των πιό αναπτυγμένων οικονομιών. Στην Ελλάδα έχουν φθαρεί και απαξιωθεί όλοι οι θεσμοί “κοινωνικού διαλόγου” με μόνο κατάλοιπο την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση που βρίσκεται πλέον στο στόχαστρο των υπηρετών του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Ακόμη και η εγκληματικότητα που προκαλείται από την αυξανόμενη φτώχεια και κοινωνική ανασφάλεια, και οι εκρήξεις βίας στις οποίες οδηγεί η αίσθηση μιας πλήρους απαξίωσης των κοινωνικών και δημοκρατικών θεσμών, αξιοποιούνται για να κοπεί η κοινωνία στα δύο, και να εδραιωθεί η εμπιστοσύνη των ανώτερων και μεσαίων τάξεων στην αποτελεσματικότητα των κατασταλτικών μηχανισμών.
Η άσκηση πολιτικής αφορά μια δραστηριότητα προς τρείς κυρίως κατευθύνσεις: (α) τον επηρεασμό αποφάσεων των θεσμών (όπως η Βουλή ή η Τοπική Αυτοδιοίκηση), (β) τη διατύπωση διεκδικήσεων και προτάσεων εν όψει μιας κοινωνικής διαπραγμάτευσης, ή διαπραγμάτευσης με το κράτος, και (γ) την κινηματική διεκδίκηση ή πρακτική που επιδιώκει ή επιτυγχάνει να αλλάξει ριζικά τις υπαρχουσες συνθήκες, μέσω της ευρείας συναίνεσης, της εμπλοκής μεγάλων και πολλών κοινωνικών ομάδων, και της αποφασιστικής μεταβολής των συσχετισμών δυνάμεων. Η τρίτη αυτή κατεύθυνση αποτελεί και τη βάση για την ανάπτυξη ενός αντικαπιταλιστικού κινήματος, για την επιβολή με δημοκρατικές διαδικασίες ισχυρών συλλογικών θεσμών, που αναλαμβάνουν τον κύριο ρόλο στην άσκηση πολιτικών. Πρέπει σήμερα να παραδεχτούμε οτι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική έχει κατορθώσει να αποδυναμώση όλες τις διαστάσεις της πολιτικής, αλλά έχει κυρίως κατορθώσει να αποδυναμώσει τις κινηματικές απαντήσεις στα μεγάλα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα, και να ματαιώσει την ανάπτυξη μεγάλων μεταρρυθμιστικών ή ανατρεπτικών κινημάτων σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο.
Η κριτική των κυρίαρχων προσεγγίσεων και πολιτικών από την πλευρά των δυνάμεων που υποστηρίζουν την πρωτεύουσα σημασία των κινηματικών διαδικασιών (των ονομαζόμενων δυνάμεων της αριστεράς και της οικολογίας), έχει επιπλέον συρρικνωθεί σε ένα κριτικό λόγο ο οποίος ταλαντεύεται ανάμεσα στη διατύπωση γενικών κριτικών προς την κυβέρνηση και την απαγγελία μιας επικείμενης πολιτικής ή κοινωνικής ανατροπής. Οι κινηματικές πρωτοβουλίες παραμένουν αποσπασματικές και συγκυριακές, με διασπασμένες και διασκορπισμένες οργανωτικές δομές, τόσο στον κοινωνικό τομέα, όσο και στο τομέα του περιβάλλοντος. Ο κριτικός λόγος μονοπωλείται από μεσοαστούς διανοούμενους ή επαγγελματικά πολιτικά στελέχη, που έχουν ως κύριο μέλημα την ιδεολογική συσπείρωση των ομάδων όπου ανήκουν, και την ένταξη τους σε κινηματικές διαδικασίες υπο τον όρο οτι θα διατηρείται και σε αυτό το επίπεδο ο πρωτεύον ρόλος τους. Οι διανοούμενοι και τα πολιτικά στελέχη έχουν επεξεργαστεί για μεγάλο διάστημα αναλύσεις και προγραμματικές θέσεις που απευθυνόταν και απευθύνονται σε ανύπαρκτά θεσμικά πλαίσια ή κοινωνικές εκπροσωπήσεις, σε έναν κόσμο σοσιαλ-δημοκρατικά πλασμένο, όταν οι διακυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας έχουν εφαρμόσει την πολιτική της καμμένης γής, υποχωρώντας προοδευτικά αλλά αμετάκλητα από την περιοχή των θεσμών του κοινωνικού κράτους, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της κοινωνικής διαπραγμάτευσης.
Η απαραίτητη ανασυγκρότηση αντικαπιταλιστικών κινημάτων σημαίνει οτι χρειάζεται να βρεθούν νέοι τρόποι για να οργανώνονται και να σκέφτονται. Δεν είναι δυνατόν να παραμείνουν στις ιδεολογίες και τη διεκδικητική ή επαναστατική ρητορική των οργανώσεων της περιόδου πρίν τον νεοφιλελευθερισμό, διότι όπως τα κοινωνικά κινήματα του 19ου αιώνα, πρέπει να οικοδομήσουν νέες πρακτικές αλληλεγγύης και με βάση αυτές να διαμορφώσουν και να παλέψουν προγραμματικές απαντήσεις, αλλά και την ενεργό παρέμβαση των εργαζομένων και των πολιτών στην υιοθέτηση νέων λύσεων. Θέματα όπως οι εργασιακές σχέσεις και η αδήλωτη εργασία, η επάρκεια των υπηρεσιών υγείας, η προστασία του περιβάλλοντος σε τοπικό επίπεδο, η επάρκεια των μέσων μεταφοράς, ή ακόμα και η ανάπτυξη παραγωγικών πρωτοβουλιών από εργαζόμενους και ανέργους, απαιτούν ταυτοχρόνως την ευρύτερη δυνατή ενοποίηση των αιτημάτων και των στόχων(στο πλαίσιο συνδικαλιστικών συσπειρώσεων, αλλά και με συνεργασίες εργαζομένων και πολιτών), και την άμεση εμπλοκή των ενδιαφερομένων στην άσκηση και στον έλεγχο των νέων πρακτικών. Οι νέες κινηματικές πρακτικές χρειάζονται προφανώς και σαφείς επιλογές σε μακροικονομικό και στρατηγικό επίπεδο. Αυτό που πρέπει ν’αλλάξει είναι οτι οι επιλογές αυτές δεν μπορούν να διαμορφωθούν “εκ των άνω” στα όποια πολιτικά επιτελεία, αλλά απαιτούν μια ευρεία εμπλοκή της κοινωνίας και την αναζήτηση λύσεων με αυτό τον τρόπο. Τί σημαίνει σήμερα αντιμετώπιση του ζητήματος της κοινωνικής ασφάλισης, όταν εκκρεμούν όλα τα θέματα από τους διαθέσιμους πόρους, ως τις ανισότητες στο εσωτερικό του συστήματος, και το ζητούμενο είναι στην πραγματικότητα μια νέα ευρεία κοινωνική συμφωνία για το μέλλον του;
Η ανασυγκρότηση των κινημάτων σημαίνει επομένως οτι χρειάζεται να βρεθεί ένας νέος τρόπος επεξεργασίας των προτάσεων και υιοθέτησης των επιλογών. Να υποστηριχθεί μια διαδικασία παράλληλης δημιουργίας ομάδων τεκμηρίωσης και μελετών, και συνεργασίας της επιστημονικής δουλειάς, με τις ανάγκες, τα ερωτήματα και τις δυνατότητες σε επίπεδο οργανωμένων κοινωνικών δυνάμεων. Υπάρχει σήμερα η δυνατότητα δημιουργίας στα πανεπιστήμια και τα ΑΕΙ ευρύτερα, αλλά και σε υπάρχοντες ερευνητικούς θεσμούς, ομάδων εργασίας στις οποίες να συμμετέχουν διδακτικό προσωπικό, ερευνητές και φοιτητές, με σκοπό τη συστηματική τεκμηρίωση, έρευνα και αξιολόγηση πολιτικών, σε θέματα κοινωνικά (εργασιακές σχέσεις, κοινωνική ασφάλιση, μετανάστευση και άλλα), οικονομικά (κατανομή του εισοδήματος, παραγωγική βάση κατά τομείς της οικονομίας, ένταξη στην ευρωπαϊκή και διεθνή οικονομία, τραπεζικό σύστημα, χρηματοπιστωτική οικονομία, κοινωνική οικονομία, κ.α.), ή περιβαλλοντικά (κλιματική αλλαγή στην Ελλάδα, παραγωγή ενέργειας, υδάτινοι πόροι, αλλαγές στον χάρτη των καλλιεργειών, κλπ). Δεν υπάρχει προοπτική για αντικαπιταλιστικά κινήματα, αν δεν επιδιώξουν και πετύχουν να δώσουν βιώσιμες απαντήσεις στα μεγάλα στρατηγικά ζητήματα που έχουν δημιουργηθεί λόγω της καταστροφικής πορείας της καπιταλιστικής οικονομίας τα τελευταία 30 χρόνια. Αν δεν κατορθώσουν να επιβάλουν τον δημοκρατικό εξορθολογισμό των βασικών επιλογών για το μέλλον της κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.