Το βάθος της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και των καθεστώτων που προσπαθούν να την διαχειριστούν, φαίνεται με τον πιό καθαρό τρόπο σε οτι αφορά τους χειρισμούς και τις αποφάσεις για την άμβλυνση και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η οικονομική κρίση είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, σε μεγάλο βαθμό πρωτοφανές, και μπορεί κανείς να δεχθεί οτι η αναζήτηση μιας διεξόδου, όχι μόνο από τις κυβερνήσεις αλλά και από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, δεν αποτελεί υιοθέτηση μιας λύσης που είναι ήδη γραμμένη κάπου. Για το θέμα όμως της κλιματικής αλλαγής έχουμε μια αναγνωρισμένη διεθνή επιστημονική κοινότητα, η οποία πραγματοποιεί προβλέψεις, τις οποίες επικαιροποιεί ή διορθώνει, και προτείνει μέτρα και χρονοδιαγράμματα, για τα οποία υπάρχουν μικρές δευτερεύουσες διαφωνίες. Παραδόξως όμως, τα ευρωπαϊκά κόμματα που κυβερνάνε ή αυτά που βρίσκονται στην αντιπολίτευση (τα οποία στην πλειοψηφία τους δεν ανήκουν στους “σκεπτικιστές”, στους αρνητές δηλαδή της κυρίαρχης ανάλυσης για την κλιματική αλλαγή), αντιμετωπίζουν τις πολιτικές για την κλιματική αλλαγή με τη λογική των πρωτεραιοτήτων, ή των συναλλαγών, σα να είχαν να κάνουν με κάποιο ποσοτικό οικονομικό ζήτημα το οποίο μπορεί να περιμένει ή να λυθεί προοδευτικά.
Είναι πλέον αποδεκτό οτι ο στόχος της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην Ευρώπη κατά 20% ως το 2020 (σε σύγκριση με το 1990), πρέπει να αναθεωρηθεί. Η επίτροπος Connie Hedegaard, πρώην υπουργός κλιματικής αλλαγής και ενέργειας της Δανίας, προτείνει να υιοθετηθεί ως στόχος το 30%, αν και θεωρεί οτι “λόγω της άμεσης προτεραιότητας που έχει η αντιμετώπιση της κρίσης” η υιοθέτηση αυτού του στόχου δεν είναι σήμερα δυνατή. Απο την άλλη μεριά όμως, η επιστημονική κοινότητα, όπως αναφέρει η WWF, θεωρεί οτι η μείωση ως το 2020 πρέπει να φθάσει το 40% στην Ευρώπη, που αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο για μείωση κατά 70% ως το 2050, και κατά 80-95% στις αναπτυγμένες χώρες συνολικά. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα χρειαστεί επίσης να αφιερώσουν πόρους για την οικονομική υποστήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών σε ότι αφορά την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την επιλογή μιας βιώσιμης ανάπτυξης. Η άποψη επομένως οτι η οικονομική κρίση αποτελεί προτεραιότητα και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ακολουθεί, δεν είναι πειστική. Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει οτι οι επιπτώσεις που θα έχει για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες η δυναμική της κλιματικής αλλαγής τις επόμενες δεκαετίες, θα είναι λιγότερο οδυνηρές από τις επιπτώσεις που έχει η σημερινή διαχείριση της οικονομικής κρίσης από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αλλά ακόμα κι αν η αντίσταση των κινημάτων κατορθώσει να εξισορροπήσει σε κάποιο βαθμό τις σημερινές επιλογές, η απειλή της κλιματικής αλλαγής δεν θα εξαφανιστεί.
Ο νέος νόμος για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, συζητήθηκε και ψηφίστηκε χωρίς να αναδειχθεί το πρόβλημα της μεγαλύτερης ποσοστιαίας μείωσης των εκπομπών, αλλά και χωρίς να υπάρχει ενσωματωμένη στη μεθοδολογία του νόμου η εξασφάλιση της τήρησης ενός χρονοδιαγράμματος. Όπως όλες οι “αναπτυξιακές” πολιτικές, η ενίσχυση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, είναι επιχειρηματοκεντρική, υποθέτει δηλαδή οτι η δυναμική της αγοράς θα καλύψει τις ανάγκες και μάλιστα μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Μια αξιολόγηση όμως των προηγούμενων και πολύχρονων προσπαθειών να υλοποιηθούν πολιτικές με βασικό εργαλείο την επιχορήγηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, δείχνει οτι δεν επιτυγχάνουν κατά κανόνα τους ποσοτικούς ή ποιοτικούς τους στόχους, εμφανίζουν υπερβολικό κόστος, ή έχουν σοβαρές παράπλευρες επιπτώσεις. Ταυτόχρονα, δεν υιοθετεί ο νέος νόμος μια ολοκληρωμένη χωροταξική προσέγγιση, αφήνοντας και εδώ την αγορά να αποφασίσει, και προγραμματίζοντας στην πραγματικότητα τη σύγκρουση με περιβαλλοντικές δεσμεύσεις και άλλες ανάγκες ‘η αντιδράσεις σε τοπικό επίπεδο.
Η συζήτηση για το χρονοδιάγραμμα μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου είναι σχεδόν ανύπαρκτη στην Ελλάδα, και οι αντιδράσεις σχετικά με το νόμο για τις ΑΠΕ ήταν υποτονικές, προερχόμενες σχεδόν αποκλειστικά από τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και το χώρο των οικολόγων-πρασίνων. Οι τοποθετήσεις από την πλευρά του επιστημονικού κόσμου είναι δυσδιάκριτες και δεν φαίνεται να απελευθερώνονται από το πλέγμα των πελατειακών κρατικών χρηματοδοτήσεων και της ένταξης στην λογική της “πράσινης επιχειρηματικότητας”. Δεν γίνεται κατανοητό οτι ο κόσμος στις δεκαετίες που έρχονται θα πιέζεται όλο και περισσότερο από τη διαχείριση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, και οτι όλα τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα θα συνδέονται με δραματικές επιλογές για την σταθεροποίηση των συνθηκών ζωής στον πλανήτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου