Η απόφαση του Ντόναλντ Τράμπ να επιτεθεί κατά του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, την ίδια στιγμή που ο ίδιος είναι υπεύθυνος για την καθυστέρηση της λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, δείχνει οτι επιδιώκει να εντείνει τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική του σε διεθνές επίπεδο, παρά την κρίση. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να αξιοποιήσει το σύστημα υγείας, το οποίο επεδίωκε να ιδιωτικοποιήσει περαιτέρω, επεκτείνοντας τις επισφαλείς εργασιακές σχέσεις, ακόμα και για σκληρά εργαζόμενους ιατρούς και νοσηλευτές, συνεχίζοντας επίσης παρά την κρίση τη νεοφιλελεύθερη αντζέντα. Οι κυρίαρχες σήμερα νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, έχουν αγνοήσει τις προειδοποιήσεις των διεθνών οργανισμών για θέματα περιβάλλοντος και υγείας ειδικότερα, και αυτή η στάση συνυπήρξε με στρατηγικές ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και καταπάτησης των κοινωνικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα πλέον τον συνδυασμό οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών κρίσεων. Όπως δείχνει με κραυγαλέο τρόπο η περίπτωση της Ελλάδας, η πραγματικότητα αυτή δεν πτοεί τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, που δεν επηρεάζεται σχετικά με τον βασικό πυρήνα της πολιτικής της, παρόλο που οι ενισχύσεις του κεφαλαίου και της κερδοφορίας του, είναι προφανώς ανεπαρκείς απέναντι στις απειλές, αλλά και σε σχέση με συνθήκες σταθερότητας. Η Αριστερά πρέπει να γίνει το αντίπαλο δέος σε σχέση με αυτή την πραγματικότητα, κατανοώντας οτι το περιεχόμενο της σύγκρουσης του νεοφιλελευθερισμού με διεθνείς οργανισμούς και μέρος της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, για ζητήματα περιβάλλοντος, είναι κατά βάθος πολιτικό και κοινωνικό.
Από όταν έγινε ευρύτερα γνωστή η περιοδική έκθεση της IPCC (της Διακυβερνητικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή) ήταν πλέον ορατή η ανάγκη να αλλάξει πλήρως ο τρόπος προσέγγισης της άσκησης πολιτικής από τις πολιτικές δυνάμεις που ασκούσαν κριτική στη διαχείριση του καπιταλισμού σε όλες τις εκδοχές του. Έπρεπε πλέον, όχι μόνο να ενσωματωθούν στους εναλλακτικούς προγραμματικούς λόγους τα ζητήματα του “περιβάλλοντος”, αλλά να παίζει πλέον πρωτεύοντα ρόλο σε κρίσιμα στρατηγικά ζητήματα μια γνώση που υποδεικνύει σαφώς νέες κατευθύνσεις πολιτικών. Για την Αριστερά που περιλαμβάνει τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οι οποίες επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν ζητήματα που προκύπτουν άμεσα από ορατές κοινωνικές συγκρούσεις στα επίπεδα των ανισοτήτων, της δημοκρατίας, και των σχέσεων παραγωγής, αυτό σήμαινε μια ριζική αλλαγή προσέγγισης. Έπρεπε πλέον άμεσα να γίνουν δεκτές προβλέψεις για γεγονότα που θα συμβούν μετά από κάποιες δεκαετίες, και να υιοθετηθούν πολιτικές που θα τα αντιμετωπίσουν στο μέλλον, ή θα αμβλύνουν τότε την εκδήλωση των επιπτώσεών τους. Η κρίση του κορωνοϊού μας έδειξε οτι αυτή η σκοπιά αντιμετώπισης μεγάλων προβλεπόμενων κρίσεων, είναι πλέον μια επείγουσα αναγκαιότητα.
Το ότι υπάρχει μια πολυμελής διεθνής ομάδα επιστημόνων που μας λέει σήμερα τι πρέπει να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε τις επερχόμενες αλλαγές στο κλίμα αλλά και σε πολλά άλλα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ζωής στον πλανήτη, δεν είναι το πιό φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Όσο κι αν ψάξει εξάλλου κανείς δεν θα βρεί ένα κόμμα ή μια κυβέρνηση που έχουν υιοθετήσει και αξιοποιήσει πραγματικά τις προβλέψεις και τις προτάσεις της IPCC. Είναι όμως το αποτέλεσμα του βουβού κύματος για την κατάκτηση νέων γνώσεων που χαρακτηρίζει την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, και επηρεάζει την έρευνα και την εκπαίδευση, αλλά και της ιδιαίτερης συγκυρίας μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν θεωρήθηκε απαραίτητη η ύπαρξη ενός διεθνούς οργανισμού, ικανού να φροντίσει την ανθρωπότητα, πέρα από τα συμφέροντα και τις πολιτικές των εθνικών κρατών, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Αλλά η μεταπολεμική περίοδος, και η ονομαζόμενη “ένδοξη τριακονταετία”, ενίσχυσαν επίσης τους θεσμούς παραγωγής γνώσης σε όλους τους τομείς, με τη δημιουργία και ανάπτυξη, σε εθνικό επίπεδο, ακαδημαϊκών και ερευνητικών θεσμών, με μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας σε σχέση με τους κυβερνητικούς μηχανισμούς, τουλάχιστον στην Ευρώπη.
Η έκθεση “The limits to Growth” (τα όρια της μεγέθυνσης) που είχε παρουσιάσει το 1972 το λεγόμενο Κλάμπ της Ρώμης – ένας ανεξάρτητος οργανισμός που συνδεόταν και συνδέεται με μεγάλα τμήματα της διεθνούς ερευνητικής κοινότητας – απεκάλυψε οτι η συνεχιζόμενη μεγέθυνση των καπιταλιστικών οικονομιών θα συναντούσε αργά ή γρήγορα σοβαρά όρια καθώς θα έφθανε με διάφορους τρόπους στην εξάντληση φυσικών πόρων, με τη μορφή όχι μόνο κάποιων εξορύξεων, αλλά και των δασών ή του αέρα που αναπνέουμε. Καθώς έφθανε εκείνη την εποχή στα όριά του το φορντιστικό μοντέλο που εξασφάλισε την ταχεία ανάπτυξη και μεγέθυνση των ευρωπαϊκών οικονομιών, η πρόθεση των κυρίαρχων τάξεων στις καπιταλιστικές κοινωνίες δεν ήταν να πάρουν στα σοβαρά αυτές τις προβλέψεις, και ήταν μάλλον, με εργαλεία διαχείρισης των σχέσεων μεταξύ κοινωνικών τάξεων, να αναζητήσουν τρόπους αποκατάστασης της κερδοφορίας, αλλά και σταθεροποίησης του ταξικού χαρακτήρα αυτών των κοινωνιών. Μια πρώτη επιλογή ήταν η αποδυνάμωση του κόσμου της εργασίας, οργανωτικά και πολιτικά, με στόχο όχι μόνο τη συγκράτηση των μισθολογικών αμοιβών, αλλά και τη μείωση της αντίστασης σε επιλογές αμφισβήτησης του κοινωνικού κράτους. Αλλά μια σημαντική επίσης επιλογή ήταν η ενίσχυση της συμμαχίας του κεφαλαίου με κατηγορίες πνευματικά εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας παράλληλα με την επέκταση αυτού του τομέα σε βάρος του δημοσίου και του κοινωνικού τομέα ειδικότερα. Η παραγωγή γνώσης δεν έπρεπε πλεόν να είναι στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου και του δημοσίου συμφέροντος, αλλά στην υπηρεσία τόσο της κερδοφορίας του κεφαλαίου όσο και της αύξησης των αμοιβών των “knowledge workers”, ή τουλάχιστον ενός σημαντικού ποσοστού αυτής της κατηγορίας. Η υιοθέτηση αυτής της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης, δεν έγινε όμως δεκτή από όλους, στη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Πρέπει να παραδεχτούμε οτι η Αριστερά, ως σύνολο σχεδόν, δεν έχει ως σήμερα κατορθώσει να αντλήσει τα απαιτούμενα διδάγματα από τη σχέση κρατικών πολιτικών και προβλέψεων σε οτι αφορά τις πλανητικές εξελίξεις, ακόμα κι αν οι προβλέψεις αυτές προέρχονται από έγκυρες πηγές και έχουν εξάλλου αρχίσει να επαληθεύονται με τον πλέον δραματικό τρόπο. Και είναι προφανές οτι τέτοια διδάγματα δεν είναι μόνο συνάρτηση των εκτιμήσεων της IPCC, αλλά και εκτιμήσεων που συνδέουν τη δυναμική της κλιματικής αλλαγής με επιλογές που αφορούν διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών κοινωνιών, όπως ο απόλυτος έλεγχος από ιδιωτικά συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η επιδίωξη του ελέγχου από τα ίδια συμφέροντα της παραγωγής και διάδοσης της γνώσης, και η διεύρυνση για χάρη τους των κοινωνικών ανισοτήτων, ακόμα κι αν το κοινωνικό και απλά ανθρώπινο κόστος ακολουθεί μια ανοδική εξέλιξη. Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι δεν υπάρχουν σήμερα οι κατάλληλες γνώσεις που μπορούν να αξιολογηθούν και να αξιοποιηθούν ώστε να θεμελιώσουν στρατηγικές και πολιτικές επιλογές προς όφελος της πλειοψηφίας των πληθυσμών. Αυτές οι γνώσεις όμως είναι διάσπαρτες σε θεσμούς και πολλές φορές σε άτομα που έχουν εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων.
Όσο κι αν φαίνεται οτι η Αριστερά έχει ως πλεονέκτημα το γεγονός οτι αντλεί τις προγραμματικές θέσεις της από τη στράτευση προς όφελος των αδύναμων και με στόχο μια κοινωνία της ισότητας και της δικαιοσύνης, η επεξεργασία του σχεδίου για την επικράτησή της στην κοινωνία, είναι μια επίπονη γνωσιακή διαδικασία που πρέπει να πραγματοποιηθεί σε συνθήκες αντίξοες ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά. Έχει να αντιμετωπίσει αντιστάσεις που οφείλονται σε παραμορφωτικές διαδικασίες στην ίδια την Αριστερά, ή την επικράτηση επιτυχημένων καπιταλιστικών μοντέλων, ή ακόμα και την επιθετικότητα των κυρίαρχων ταξικών δυνάμεων απέναντι στις κοινωνικές τάξεις που μπορούν να υιοθετήσουν ένα ανατρεπτικό σχέδιο. Η επικράτηση του σταλινισμού στο μεσοπόλεμο, επέβαλε ηγεσίες της Αριστεράς εξαρτημένες πολιτικά και αδύναμες ως προς τη δυνατότητα χειρισμού απρόσμενων και ιδιαίτερων καταστάσεων. Η άνθηση του καπιταλισμού μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης, φάνηκε να υποδεικνύει μια νέα οδό για την Αριστερά, την ένταξη στους θεσμούς των καπιταλιστικών κοινωνιών, με την προοπτική της μεταρρυθμισής τους προς όφελος των λαϊκών τάξεων. Η ανάπτυξη ριζοσπαστικών λαϊκών και εργατικών κινητοποιήσεων στη δεκαετία του 70, και η αμφισβήτηση της πειθαρχίας του φορντιστικού εργοστασίου, μαζί με τη συνέχιση της δυναμικής ενίσχυσης των εργατικών μισθολογικών κατακτήσεων, οδήγησαν στην αντεπίθεση του κεφαλαίου και την πραγματοποίηση της νεοφιλελεύθερης στροφής, που βρήκε την Αριστερά εντελώς απροετοίμαστη.
Χρειάζεται σήμερα ένα νέο πειστικό σχέδιο, που θα προκύψει από την αξιοποίηση πολλών διαθέσιμων γνώσεων, αλλά και εμπειριών, ώστε να προστατευθεί το σύνολο του πληθυσμού από πιθανές ή αναμενόμενες κρίσεις, και από τις επιπτώσεις αναγκαίων αναδιαρθρώσεων και αλλαγών προσανατολισμού. Οι απειλές για την υγεία είναι αναμενόμενες και επομένως είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν επαρκή συστήματα υγείας, με προσωπικό που ζει και εργάζεται σε αξιοπρεπείς συνθήκες, και να υποστηριχθεί η σχετική επιστημονική έρευνα και παραγωγή υλικών και φαρμάκων. Οι κίνδυνοι από τις αλλαγές στο κλίμα, σχετικά με την παραγωγή, την κατοικία και τις μεταφορές πρέπει να καταγραφούν, να προγραμματιστούν τα κατάλληλα έργα και να αναπτυχθούν περαιτέρω οι αναγκαίες υπηρεσίες. Οι υστερήσεις σε κατάλληλες υποδομές, σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής, απαιτούν ένα ανανεωμένο σχεδιασμό της χρήσης και ανακύκλωσης των υδάτων. Η αποανθρακοποίηση της παραγωγής ενέργειας απαιτεί συγκεκριμένα σχέδια ανασυγκροτήσεων της παραγωγής και της απασχόλησης, στις περιοχές του λιγνίτη, και εγκατάστασης ανανεώσιμων πηγών μέσω διαδικασιών διαβούλευσης και έγκρισης από τους τοπικούς πληθυσμούς.
Οι κοινωνίες που θα εξελιχθούν υπο τις απειλές κρίσεων, εκτός του ότι πρέπει να επιδιώξουν την άμβλυνση αυτών των κινδύνων, πρέπει να επιτύχουν μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα, όχι μόνο για την απασχόληση του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού, αλλά για την παραγωγή κοινωνικού πλούτου ικανού να εξασφαλίσει την προσφορά των αναγκαίων υπηρεσιών – στην υγεία πρωτίστως – και την χρηματοδότηση νέων έργων και επενδύσεων. Ο σχεδιασμός της παραγωγικής ανασυγκρότησης και ενίσχυσης, ο οποίος θα πάρει κατά τόπους μεγάλες διαστάσεις, ιδιαίτερα σε τουριστικές περιοχές μετά τη σημερινή κρίση, χρειάζεται να προετοιμαστεί και να υλοποίηθεί σε στενή συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες, ακολουθώντας οταν είναι δυνατόν έναν εσωστρεφή προσανατολισμό, χωρίς να εξαρτάται δηλαδή αποκλειστικά από εξωστρέφεια, χωρίς να ακολουθεί το αποτυχημένο δόγμα της παγκοσμιοποίησης. Στις συνθήκες του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, η κάθε κρίση προσθέτει χρέος. Είναι προφανές οτι αυτό θα συμβεί στην Ευρώπη αν δεν ακολουθήσουν τα διάφορα κράτη λογικές άλλες, δημιουργίας απευθείας δημοσίου χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες, ή χρησιμοποίησης συμπληρωματικών νομισμάτων.
Για το σύστημα υγείας, το οποίο απέκτησε λόγω της κρίσης του κορωνοϊού μεγάλη ορατότητα, θα μπορούσε να πεί κανείς οτι η κατάλληλη προετοιμασία έχει γίνει. Είναι αρκετά καθαρό το πώς πρέπει να λειτουργεί και με ποιές συνθήκες για τους εργαζόμενους. Μια παρόμοια ορατότητα πρέπει να αποκτήσουν όλες οι πολιτικές που θα προτείνει η Αριστερά, υπό την προϋπόθεση οτι είναι θεμελιωμένες, και έχουν διαμορφωθεί με επαρκή θεωρητική γνώση και γνώση του πεδίου, αλλά και μεγάλη συμμετοχή των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων. Σήμερα και εν μέσω κρίσης μάλιστα, εγκαθιδρύεται ένα καθεστώς για το οποίο δεν υπαρχει άλλη στρατηγική από την εξυπηρέτηση των ημετέρων και την απορρύθμιση και επομένως αποδυνάμωση της εργασίας. Είναι ένα καθεστώς που δεν μπορεί να αποτρέψει τη μετατροπή της κρίσης του κορωνοϊού σε οικονομική και κοινωνική κρίση. Η επεξεργασία και παρουσίαση ενός εναλλακτικού σχεδίου, με λεπτομέρειες τομεακού και τοπικού χαρακτήρα πρέπει να ξεκινήσει από τώρα, αξιοποιώντας τις διαθέσιμες γνώσεις και το διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό. Αυτός είναι ο δρόμος για τη στενότερη σύνδεση με τις λαϊκές τάξεις και την ικανοποίηση των αναγκών τους, σε περίοδο απειλών για όλες τις πλευρές της ζωής τους.