Έχει
αναγνωριστεί οτι ο λεγόμενος αριστερός
λαϊκισμός, αποτελεί τη μοναδική σχεδόν
μορφή που μπορεί να πάρει η πολιτική
έκφραση της αντίθεσης στις πολιτικές
και οικονομικές ελίτ, αλλά και της
πολιτικής έκφρασης στόχων όπως μια
αυθεντική δημοκρατία, η κοινωνική
δικαιοσύνη και η ισότητα. Ο δεξιός
λαϊκισμός είναι άλλο πράγμα καθώς έχει
στενές σχέσεις με τις ελίτ, και δεν
αποφεύγει τη βαρβαρότητα του ρατσισμού
και του εθνικισμού.
Η
αριστερά στις περισσότερες χώρες της
Ευρώπης βρέθηκε αντιμέτωπη με τον
αριστερό λαϊκισμό κατά τη διάρκεια δύο
ιστορικών στιγμών. Η πρώτη στιγμή ήταν
όταν η ορατή κρίση του σοβιετικού
καθεστώτος, και η διαπίστωση οτι και η
ευρωκομμουνιστική εναλλακτική απέναντι
στο σταλινισμό δεν είχε μέλλον, ανέδειξαν
την αδυναμία της αριστεράς να αντιπαρατεθεί
στη στροφή της σοσιαλ-δημοκρατίας προς
την αποδοχή των βασικών επιλογών της
νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Τότε, σε
θεωρητικό επίπεδο, η εμπειρία του
αριστερού λαϊκισμού στη Λατινική Αμερική
παρουσιάστηκε ως μια προοπτική που
εξέφραζε τις λαϊκές τάξεις και τις
συσπείρωνε πίσω από πολιτικές ηγεσίες
οι οποίες θα συνέθεταν τα δημοκρατικά
και άλλα αιτήματα των τάξεων αυτών στο
πλαίσιο ενός νέου προγράμματος. Ένα
πρόγραμμα το οποίο δεν θα έθετε ως
κινητήρια δύναμη της ιστορίας τη
σύγκρουση κεφαλαίου και εργατικής
τάξης, ούτε θα επεδίωκε με τον
τριτοδιεθνιστικό τρόπο την ανατροπή
του καπιταλισμού.
Η
δεύτερη στιγμή είναι η περίοδος της
τρέχουσας πολυδιάστατης κρίσης του
καπιταλισμού στις ευρωπαϊκές χώρες,
όταν μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις
οδήγησαν σε ενδυνάμωση αριστερών
πολιτικών σχημάτων, του ΣΥΡΙΖΑ που στην
Ελλάδα κέρδισε τις εκλογές, και αριστερών
σχημάτων σε άλλες χώρες τα οποία απέκτησαν
υπολογίσιμη εκλογική απήχηση. Το γεγονός
οτι η ανανέωση της Αριστεράς στην Ευρώπη
παίρνει αυτή τη μορφή, και οτι το κυρίαρχο
ζήτημα για το μέλλον των πολιτικών
θεσμών φαίνεται να είναι το κατά πόσο
θα επικρατήσει ο αριστερός ή ο δεξιός
λαϊκισμός, δεν πρέπει να μας κάνει να
παραβλέπουμε οτι με αυτό τον τρόπο η
Αριστερά ανανεώνεται αφήνοντας πολλά
ζητήματα αναπάντητα. Αφήνει πριν απ'όλα
αναπάντητα τα ερωτήματα που αφορούν τη
μορφή και το περιεχόμενο που μπορεί να
αποκτήσει μια στρατηγική και ένα
μελλοντικό καθεστώς το οποίο εκφράζει
και ικανοποιεί τις κοινωνικές τάξεις
και ομάδες οι οποίες υποστηρίζουν αυτά
τα σχήματα.
Ο
αριστερός λαϊκισμός δεν έχει στρατηγική
Δεν
υπάρχει σήμερα μια ολοκληρωμένη αριστερή
στρατηγική η οποία να έχει ως στόχους
και μεθόδους τη ριζοσπαστική δημοκρατία,
την κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη,
και ταυτοχρόνως την ανασυγκρότηση και
μεγέθυνση της παραγωγής, σε συνθήκες
που εξασφαλίζουν την προστασία του
περιβάλλοντος σε εθνικό επίπεδο και
στο πλαίσιο της στρατηγικής αντιμετώπισης
της κλιματικής αλλαγής. Στην Ελλάδα η
αντιμετώπιση των αποτελεσμάτων της
νεοφιλελεύθερης διαχείρισης πριν και
μετά την κρίση, οδηγεί σε έναν αριστερό
λόγο ο οποίος περιγράφει την αναζωογόνηση
του ελληνικού καπιταλισμού, μέσω της
ανάκαμψης των ιδιωτικών επενδύσεων,
της ενίσχυσης της κοινωνικής πρόνοιας
και της επιστροφής
σε θεσμούς κοινωνικού κράτους και
συλλογικών
διαπραγματεύσεων.
Το
γεγονός οτι κατά τη διαδικασία των
διαπραγματεύσεων με τους Θεσμούς, η
ελληνική κυβέρνηση μπόρεσε να διαμορφώσει
νησίδες αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη
διαχείριση, δεν σημαίνει οτι το συνολικό
αποτέλεσμα δεν χαρακτηρίζεται από τη
διατήρηση της θέσης και της ισχύος των
οικονομικών ελίτ, και πριν απ'όλα των
συστημικών τραπεζών, όπως και από την
ανισότητα, τη φτώχεια, την ανεργία και
την επισφάλεια σε μεγάλο μέρος του
κόσμου της εργασίας. Το αποτέλεσμα μιας
μακράς περιόδου κυριαρχίας των
νεοφιλελεύθερων πολιτικών, είναι αρχικά
οτι δεν υπάρχει μια τάξη καπιταλιστών
η οποία να έχει την ισχύ και την βούληση
που απαιτεί η αναζωογόνηση της παραγωγής,
και πόσο μάλλον την πρόθεση να συμβάλει
στην οικοδόμηση ενός κοινωνικού κράτους.
Η άποψη οτι αυτό το έλλειμμα μπορεί να
καλυφθεί από την εισροή ξένων επενδύσεων,
σε συνδυασμό με τις επενδυτικές προτάσεις
που κατατίθενται απο εγχώριους
επιχειρηματίες, δεν είναι πειστική και
παραβλέπει οτι στην πραγματικότητα δεν
καλύπτει μια τέτοια προσέγγιση τις
ανάγκες των κοινωνικών τάξεων και ομάδων
που έχουν στραφεί προς την Αριστερά για
την αντιμετώπιση των σημαντικών ή και
δραματικών προβλημάτων τους.
Η
απουσία μιας τάξης καπιταλιστών με
προοπτική την ανόρθωση του παραγωγικού
συστήματος, και με ένα σχέδιο για την
ίδια την κοινωνία, είναι βασικό συστατικό
της κρίσης ενός καθεστώτος που βρίσκεται
στο τελικό στάδιο της εξέλιξής του. Ενός
καθεστώτος αναπαραγωγής του ιδιότυπου
καπιταλιστικού τομέα της ελληνικής
οικονομίας, που βασίστηκε σε πρακτικές
ικανοποίησης των “ημετέρων”, όπου το
μεμονωμένο συμφέρον υπερίσχυε κάθε
έννοιας δημοσίου συμφέροντος, όπου οι
πελατειακές σχέσεις και οι σχέσεις
διαφθοράς μεταξύ πολιτικής και οικονομικής
ελίτ, διαμόρφωσαν ένα ισχυρό σύστημα
διακυβέρνησης που απέκλειε και αποκλείει
ακόμα κάθε δυνατότητα αναπτυξιακού
σχεδιασμού. Και είχε ως κινητήρια δύναμη
τη μεταφορά δημοσίου χρήματος σε ιδιωτικά
χέρια, και ως αποτέλεσμα τη συνεχή
συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού
για πολλές δεκαετίες και την αναπαραγωγή
μιας επιχειρηματικότητας χωρίς
αναπτυξιακό δυναμισμό.
Η
τελευταία φάση του ελληνικού καπιταλιστικού
καθεστώτος ήταν τα μνημόνια, που
αντέστρεψαν εν μέρει τη διαδικασία
μεταφοράς δημοσίων πόρων σε ιδιώτες,
αλλά με μεγάλο κόστος για τον πληθυσμό
και μέρος του επιχειρηματικού τομέα,
χωρίς όμως να αλλάξουν τα βασικά
χαρακτηριστικά του θεσμικού πλαισίου
και χωρίς να πληγεί ουσιαστικά η ισχύς
των κεφαλαιούχων. Το συνολικό πρόβλημα
με το σύστημα διακυβέρνησης που επέβαλαν
τα μνημόνια είναι οτι διατήρησαν και
παγίωσαν τη μορφή της αδιέξοδης κατάληξης
του ελληνικού καπιταλιστικού καθεστώτος.
Από την πλευρά της αριστερής σκέψης
ήταν αδύνατο να γίνει αντιληπτή αυτή η
διάσταση της κρίσης του καθεστώτος
αυτού, καθώς δεν είχε τη δυνατότητα να
ξεφύγει είτε από έναν απλοϊκό και
θαυματουργό κρατισμό, είτε από έναν
ιδεολογικό ριζοσπαστισμό ο οποίος
αναδείκνυε την ταξική σύγκρουση για το
ποσοστό υπεραξίας ως τη μόνη μέθοδο
προσέγγισης της καπιταλιστικής δυναμικής,
αγνοώντας κάθε κατανόηση των θεσμικών
λειτουργιών και παραγόντων.
Η
δυνατότητα ενός νέου παραγωγικού
προτύπου
Ο
σχεδιασμός της αριστερής απάντησης
στον νεοφιλελευθερισμό δεν μπορεί να
βασιστεί στην ψευδαίσθηση για αναζωογόνηση
του φορντισμού και του κοινωνικού
συμβολαίου κεφαλαίου και εργασίας στο
οποίο στηρίχθηκε, εν αναμονή ενός νέου
καπιταλιστικού κύκλου. Μια τέτοια
απάντηση πρέπει να στοχεύσει ταυτοχρόνως
στην ταχεία μεγέθυνση της παραγωγής,
την πολύπλευρη υποστήριξη και ενίσχυση
δημοκρατικών θεσμών, την ορατή ενίσχυση
της ισότητας, και όλ'αυτά με κυρίαρχο
ρόλο μιας στρατηγικής για το περιβάλλον,
το οποίο φρόντισαν επίσης να επιβαρύνουν
σε επικίνδυνο βαθμό οι νεοφιλελεύθερες
πολιτικές και οι πρακτικές τις οποίες
εγκαθίδρυσαν και ενίσχυσαν για πολλές
δεκαετίες. Οι κοινωνικές τάξεις και
ομάδες προς τις οποίες πρέπει να δωθούν
απαντήσεις σε όλα αυτά τα επίπεδα είναι
πολλές διαφορετικές ομάδες του ενεργού
πληθυσμού: οι άνεργοι και οι μισθωτοί
διαφόρων εκδοχών
επισφάλειας , οι
μικροί επιχειρηματίες, οι αγρότες, οι
ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι
αποτελούν συνολικά την συντριπτική
πλειοψηφία.
Οι
απαντήσεις αυτές απαιτούν σημαντικές
καινοτομίες στο επίπεδο των πολιτικών,
με τον εντοπισμό σε τοπικό και περιφερειακό
επίπεδο των νέων δυνατοτήτων ανάπτυξης
οικονομικών δραστηριοτήτων, το σχεδιασμό
της ανάπτυξης αυτών των δραστηριοτήτων
προς την εξωτερική αλλά και την εσωτερική
αγορά, τη δημιουργία κατάλληλων θεσμών
για τη στήριξη διαφόρων μορφών
επιχειρηματικότητας – ιδιωτικής,
δημόσιας ή κοινωνικής. Στόχος πρέπει
αναγκαστικά να είναι η δημιουργία μιας
νέας κατηγορίας επιχειρηματιών ή
συνεργατικών εγχειρημάτων, που
αναπτύσσονται σε στενή συνεργασία με
δημόσιους θεσμούς, που συμμετέχουν σε
τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο σε
διαδικασίες σχεδιασμού και ελέγχου της
υλοποίησης των αντίστοιχων πολιτικών.
Πρόκειται για τη δημιουργία ενός νέου
θεσμικού πλαισίου, στο οποίο θα συμμετέχουν
και οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις,
όπου θα παίζουν πρωτεύοντα ρόλο οι
δημόσιες πολιτικές οι οποίες όμως θα
είναι το προϊόν διαβουλεύσεων και
δημοκρατικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων,
όπου θα λαμβάνονται υπόψη παραγωγικές,
κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανάγκες.
Πρόκειται δηλαδή για τη δημιουργία ενός
νέου παραγωγικού προτύπου, το οποίο
μπορεί να χαρακτηριστεί μετα-καπιταλιστικό,
και αποτελεί την κατεύθυνση την οποία
μπορεί να ακολουθήσει η συγκεκριμενοποίηση
της στρατηγικής μιας λαϊκιστικής
Αριστεράς.
Δεν
πρόκειται φυσικά για ένα σχέδιο που θα
μπορούσε να επιβληθεί “από τα πάνω”
αλλά για ένα πεδίο μάχης το οποίο απαιτεί
κοινωνική κινητοποίηση σε συνδυασμό
με την ταυτόχρονη υλοποίηση μεταρρυθμίσεων,
ξεκινώντας από τις νησίδες όπου μπορεί
να αναπτυχθεί καινοτόμος επιχειρηματικότητα,
από την κοινωνική και αλληλέγγυα
οικονομία, αλλά και από την ανάπτυξη
συνεταιρισμών ή δικτυώσεων στον
αγροδιατροφικό τομέα, σε συνδυασμό με
την ισχυρή παρέμβαση της τοπικής
αυτοδιοίκησης στον παραγωγικό, κοινωνικό
και περιβαλλοντικό σχεδιασμό, που μπορεί
να εμπλέξει και σημαντικά τμήματα του
τοπικού επιχειρηματικού κόσμου. Σε όλη
την Ευρώπη υπάρχουν θεσμοί και πρακτικές
που μπορούν να αποτελέσουν εμπειρίες
πάνω στις οποίες θα στηριχθεί ένας
τέτοιος προσανατολισμός. Στην Ισπανία
οι δήμοι που είναι το προϊόν του κινήματος
15Μ, αναπροσανατολίζουν τις πολιτικές
και τις πρακτικές τους προς την κατεύθυνση
του τοπικού δημοκρατικού σχεδιασμού.
Δεν υπάρχουν πουθενά σοβαρά εμπόδια
για την ανάπτυξη τέτοιων πολιτικών,
πέρα από την πολιτική ατολμία και
υστέρηση της Αριστεράς, και την αδράνεια
των κοινωνικών κινημάτων, που οφείλεται
σε μεγάλο βαθμό στην απουσία ενός
επεξεργασμένου και υλοποιούμενου
πολιτικού σχεδίου.
Yπάρχουν
εμπόδια και από την πλευρά των διαθέσιμων
πόρων, αλλά στην περίπτωση τουλάχιστον
της Ελλάδας, η απουσία σχεδιασμού και
η χρησιμοποίηση δημοσίου χρήματος με
λογικές μεμονωμένων έργων ή χρηματοδοτήσεων,
καταδικάζει σε αναποτελεσματικότητα
τις πραγματοποιούμενες δαπάνες. Από τη
προγραμματισμένη και συστηματική
υλοποίηση τοπικών ή τομεακών σχεδίων,
θα προέκυπτε μια σημαντική αύξηση του
αναπτυξιακού αποτελέσματος. Από την
άλλη μεριά, ακόμα και η ελληνική εμπειρία
έχει δείξει οτι αξιόπιστα επενδυτικά
σχέδια ή χρηματοδοτικές δραστηριότητες
μπορούν να αξιοποιήσουν διαθέσιμους
τραπεζικούς πόρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η νέα Δημόσια Αναπτυξιακή Τράπεζα που
θα δημιουργηθεί στην Ελλάδα θα μπορέσει
να παίξει έναν ενεργό ρόλο σε οτι αφορά
τη χρηματοδότηση του αναπτυξιακού
σχεδιασμού. Δεν θα έπρεπε να αγνοηθεί,
σε πόλεις ή περιοχές όπου έχει εγκαθιδρυθεί
μια πρακτική διαλόγου για έναν τοπικό
σχεδιασμό, η δυνατότητα ανάπτυξης
τοπικών νομισμάτων, που επιτρέπουν την
αύξηση της ρευστότητας προς όφελος της
τοπικής παραγωγής. Η στρατηγική της
Αριστεράς δεν μπορεί να μην περιλαμβάνει
την αφαίρεση, με όποιο ρυθμό μπορεί να
επιτευχθεί, του δικαιώματος της
δημιουργίας χρήματος από ιδιωτικά
συμφέροντα, και πόσο μάλλον την κατάργηση
της πλήρους προστασίας από τα κράτη των
κεφαλαίων των μεγαλομετόχων των τραπεζών.
Η
υιοθέτηση μιας μετα-καπιταλιστικής
προοπτικής
Η
αμηχανία του αριστερού λαϊκισμού
απέναντι στο ζήτημα του καθεστώτος που
μπορεί να διαδεχθεί τον σημερινό
καπιταλισμό, τον καπιταλισμό της
κλιματικής αλλαγής, της κυριαρχίας του
χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και της
καταδίκης των φτωχών και ανέργων, είναι
μια αδυναμία η οποία πρέπει να ξεπεραστεί.
Πρόκειται για μια αδυναμία η οποία είναι
ορατή σε όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα εκεί
όπου υπάρχει υπολογίσιμη παρουσία
κομμάτων της Αριστεράς, μια αδυναμία η
οποία ενισχύεται από την άρνηση των
περισσοτέρων να αντλήσουν διδάγματα
από τις εμπειρίες άλλων χωρών, ιδιαίτερα
δε από την ελληνική εμπειρία, που
αντιμετωπίζεται ως μια δυσάρεστη
οικογενειακή υπόθεση για την οποία
είναι καλύτερα να μη μιλάνε. Η επιδίωξη
συμμαχιών με κόμματα της σοσιαλ-δημοκρατίας
δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί αρνητικά,
αν και η απόδοση στρατηγικής σημασίας
σε αυτές τις συμμαχίες, οδηγεί σε
υιοθέτηση της προοπτικής αναζωογόνησης
του καπιταλιστικού καθεστώτος, που
αγνοεί την πραγματική δυναμική αυτού
του καθεστώτος στις σημερινές συνθήκες.
Η
ικανότητα εθνικών αριστερών κομμάτων
να δώσουν κατευθύνσεις στις πολιτικές
τους που υιοθετούν μια μετα-καπιταλιστική
λογική, σε οτι αφορά το κοινωνικό και
θεσμικό περιεχόμενο αυτών των πολιτικών,
ιδιαίτερα όταν ασκούν κυβερνητική ή
αυτοδιοικητική πολιτική, μπορεί να
αποτελέσει την κινητήρια δύναμη της
δημιουργίας νέων πολιτικών και κοινωνικών
συμμαχιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η
υιοθέτηση ριζοσπαστικών περιβαλλοντικών
στρατηγικών σε μια χώρα μπορεί να
ενισχύσει τη συμμαχία των δυνάμεων που
επιδιώκουν την υιοθέτηση τέτοιων
στρατηγικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η
ανάδειξη περιπτώσεων ισχυρών οικοσυστημάτων
τοπικού αναπτυξιακού σχεδιασμού, ή
δικτυώσεων ανάπτυξης καινοτομιών, που
επιτυγχάνουν παραγωγικούς και κοινωνικούς
στόχους, μπορεί να οδηγήσει σε ανταλλαγές
μεθόδων και συνεργασίες σε ευρύτερη
ευρωπαϊκή κλίμακα.
Μπορεί
κανείς να ισχυριστεί οτι η αδυναμία των
αριστερών κομμάτων να αποτολμήσουν
στρατηγικές επιλογές οι οποίες ξεφεύγουν
από την αναπόληση του φορντιστικού
καπιταλισμού, οφείλεται τόσο στην
πλειοψηφική εκπροσώπηση στα κόμματα
αυτά μεσαίων κοινωνικών κατηγοριών που
κατείχαν ευνοϊκή αν όχι προνομιούχο
κοινωνική και εισοδηματική θέση πριν
την κρίση, όσο και σε ένα σημαντικό
γνωσιακό έλλειμμα στη συντριπτική
πλειοψηφία των μελών, σε σχέση με τα
καταστροφικά χαρακτηριστικά της
σημερινής καπιταλιστική δυναμικής,
αλλά και σε σχέση με τις δυνατότητες
που προσφέρουν σε κάθε χώρα αλλά και
διεθνώς οι πολιτικές και ιδιαίτερα οι
νέες θεσμικές εμπειρίες με ριζοσπαστική
κατεύθυνση. Ο κοινωνικός συντηρητισμός,
η επιλογή προσεγγίσεων που παραπέμπουν
στην εμπειρία προηγούμενων περιόδων,
η επιδίωξη της επιστροφής στο βελτιωμένο
γνώριμο, είναι ακόμα στην Αριστερά
κυρίαρχες συμπεριφορές. Στην περίπτωση
της διακυβέρνησης μια τέτοια συμπεριφορά
εμφανίζεται είτε ως εγκλωβισμός στη
διαχείριση του υπάρχοντος, είτε ως
εγκλωβισμός στη διεκδίκηση του μερικού
και του ειδικού.
Για
έναν γνωσιακό εξοπλισμό της κοινωνίας
Η
προοπτική ενός παραγωγικού, κοινωνικού
και περιβαλλοντικού ορθολογισμού, ως
απάντηση στην καπιταλιστική παρακμή,
ήταν πάντα ένας αναγκαίος συνδυασμός
αξιόπιστης και επιβεβαιωμένης κατανόησης
πραγματικών δεδομένων και δυνατοτήτων,
δηλαδή ενός συγκροτημένου κριτικού
γνωσιακού κεφαλαίου, και πολιτικών
υιοθέτησης και έκφρασης αυτής της
προοπτικής από δημοκρατικές μορφές
οργάνωσης της κοινωνίας. Τις οποίες
προωθούν πολιτικές οργανώσεις που έχουν
ως στόχο την επικράτηση αυτού του
ορθολογισμού, και πολιτικές οργανώσεις
σε διάλογο και αυτές με τις διαδικασίες
της θεωρητικής και προγραμματικής
επεξεργασίας. Δεν μπορεί να υπάρξει
σχεδιασμός ενός ορθολογικού από όλες
τις απόψεις μέλλοντος, χωρίς αναφορά
στο έργο του Μάρξ, στις επεξεργασίες
των θεωρητικών της ιταλικής Αυτονομίας,
χωρίς το έργο του Διακυβερνητικού Πάνελ
για την Κλιματική Αλλαγή, χωρίς τις
άλλες ανατρεπτικές θεωρήσεις κρίσιμων
θεμάτων που αφορούν τη μεταβατική εποχή
μας.
Οι
διαδικασίες των θεσμικών ανατροπών που
μπορούν να επιτευχθούν μέσω πολιτικών
και κοινωνικών αγώνων, και αφορούν τον
τοπικό σχεδιασμό παραγωγικών δραστηριοτήτων
και περιβαλλοντικών ζητημάτων, τη
διεκδίκηση και κατάκτηση κοινωνικών
και εργασιακών δικαιωμάτων, την επίτευξη
κατακτήσεων σε επίπεδο εργατικού
ελέγχου, αυτοοργάνωσης και αλληλέγγυας
οικονομίας, δεν μπορούν να μη συνοδεύονται
από διαδικασίες σε μεγάλη κλίμακα,
εκπαίδευσης των εργαζομένων και των
πολιτών, και παραγωγής γνώσης από
πανεπιστημιακούς και ερευνητικούς
θεσμούς, ή και από ανεξάρτητες γνωσιακές
πρωτοβουλίες, με γενικό προσανατολισμό
τη δυνατότητα επιλογής, οργάνωσης και
υλοποίησης ορθολογικών επιλογών σε
παραγωγικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό
επίπεδο. Ο γνωσιακός εξοπλισμός της
κοινωνίας είναι σήμερα μια παραμελημένη
– αν όχι αγνοημένη – προϋπόθεση της
στρατηγικής κυριαρχίας της Αριστεράς,
μια πολύπλευρη δραστηριότητα η οποία
είναι απολύτως εφικτή, και είναι απολύτως
απαραίτητη αν παίρνουμε στα σοβαρά τόσο
την οικοδόμηση ώριμων κοινωνικών
κινημάτων, όσο και την οικοδόμηση των
θεσμών ενός μετακαπιταλιστικού κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου