Δεν
χρειάζεται μια εκτεταμένη επιχειρηματολογία
για να εξηγήσει κανείς οτι η διαπραγμάτευση
από την πλευρά των “δανειστών” δεν
αφορά τα χρήματα που τους χρωστάμε. Σε
περίπτωση που, με τον ένα ή τον άλλο
τρόπο, θα οδηγηθεί η ελληνική οικονομία
στην ασφυξία και θα αναγκαστεί να
αποχωρήσει από τη ζώνη του Ευρώ και να
επιστρέψει σε ένα εθνικό νόμισμα, θα
υποτιμηθεί αμέσως το νόμισμα αυτό, το
εξωτερικό δημόσιο (αλλά και ιδιωτικό)
χρέος θα εκτοξευθεί, και μετά τη
διαπραγμάτευση στις νέες συνθήκες θα
γίνουν αναγκαστικά μεγάλες περικοπές,
πιο σοβαρές από αυτές που προτείνονται
τώρα. Η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί
ακόμα περισσότερο, αλλά και οι δυνατότητές
της να εξυπηρετεί το χρέος.
Το
Grexit
επομένως
δεν συμφέρει τους δανειστές. Και ενώ
κάποιοι εμφανίζονται ως αυτοί που δεν
θέλουν να χάσουν “τα λεφτά τους” (τα
περίφημα χρήματα των γερμανών, γάλλων
και άλλων φορολογουμένων), είναι στην
πραγματικότητα έτοιμοι να αντέξουν τις
απώλειες που αντιστοιχούν στη μικρή
Ελλάδα για να δώσουν μαθήματα στην ομάδα
των υπόλοιπων οφειλετών. Αυτή είναι η
γραμμή του “ηθικολόγου” Σόϊμπλε, που
βρίσκεται αντιμέτωπη με αυτούς που
κατανοούν οτι οι πληθυσμοί των χωρών
της Ένωσης δεν θα θεωρούσαν φυσιολογικό
να πεταχτεί μια ευρωπαϊκή κοινωνία
μακρυά από οτιδήποτε ευρωπαϊκό στον
παραγωγικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό
τομέα. Μια κοινωνία που την κυβερνάει
μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση,
η οποία συνεχίζει να έχει τη στήριξη
της πλειοψηφίας του πληθυσμού.
Αυτή
η προφανής συμπάθεια των ευρωπαίων
πολιτών για την αριστερή κυβέρνηση στην
Ελλάδα, και η στήριξή της στο εσωτερικό,
είναι η αιτία που κάνει πολύ πιθανό ένα
συμβιβασμό και μια συμφωνία κατά τη
σημερινή φάση των διαπραγματεύσεων,
αλλά και όταν θα τεθεί το θέμα της μείωσης
του χρέους. Αλλά ο συμβιβασμός – αν
επικρατήσει - δεν θα σημαίνει την
εγκατάλειψη της επιδίωξης για την
υψηλότερη δυνατή μεταφορά χρημάτων από
την Ελλάδα προς τους δανειστές, και
επομένως θα διατηρείται η στενότητα σε
οτι αφορά τους πόρους που μπορούν να
αξιοποιηθούν για την υλοποίηση του
προγράμματος της κυβέρνησης, και πόσο
μάλλον για την ανασυγκρότηση της
οικονομίας. Αυτό σημαίνει οτι ακόμα κι
αν δεν οδηγηθούμε σε έξοδο από το Ευρώ,
το ζήτημα της χρηματοδότησης της
οικονομίας και της ρευστότητας θα
παραμείνει, και οτι απέναντι στα
περιορισμένα οφέλη που θα έχει από αυτή
την άποψη μια μερική διαγραφή χρέους,
θα έχει μεγάλη βαρύτητα η αναδιανομή
εισοδήματος και πλούτου μέσω της
φορολογίας. Ήλθε επίσης η στιγμή να
αντιμετωπιστεί σοβαρά η δημιουργία
ρευστότητας μέσω ενός συμπληρωματικού,
ή συμπληρωματικών νομισμάτων, σύμφωνα
με μια πρόταση που έχει γίνει εδώ και
καιρό από τις πλέον έγκυρες “αντιμνημονιακές”
φωνές στην Ευρώπη.
Η
ανασυγκρότηση της οικονομίας, η κάλυψη
δηλαδή των απωλειών που προκάλεσε η
ύφεση και οι πολιτικές λιτότητας στην
οικονομία και τον κοινωνικό τομέα, αλλά
και οι μακροχρόνιες απώλειες παραγωγικού
δυναμικού που είχαν υποκατασταθεί από
την υπερχρέωση για μια μακρά περίοδο,
καθώς και οι επιβαρύνσεις του περιβάλλοντος
(μακροπρόθεσμα, αλλά και λόγω πρόσφατων
μνημονιακών επιλογών), απαιτούν την
υιοθέτηση στρατηγικών που θα μεταβάλουν
πλήρως το κοινωνικό, παραγωγικό και
θεσμικό τοπίο. Απαιτείται επομένως:
1)
Να υλοποιηθεί μια στρατηγική απόκτησης
του κοινωνικού ελέγχου επί της δημιουργίας
χρήματος και της χρηματοδότησης της
οικονομίας. Αυτό σημαίνει οτι λόγω
κυριαρχίας του νεο-φιλελεύθερου θεσμικού
πλαισίου στην Ευρώπη, χρειάζεται να
υιοθετηθεί σε αυτή τη φάση το εργαλείο
των συμπληρωματικών νομισμάτων, να
τεθούν υπό δημόσιο έλεγχο οι “συστημικές”
τράπεζες, να δημιουργηθεί μια αναπτυξιακή
τράπεζα και να υποστηριχθεί η δημιουργία
ηθικών συνεταιριστικών τραπεζών. Όλες
αυτές οι αλλαγές, που δεν είναι εύκολο
να πραγματοποιηθούν άμεσα και όλες
μαζί, έχουν ως προϋπόθεση – στον ένα ή
τον άλλο βαθμό - την ανάδειξη και την
υποστήριξη κινηματικών διαδικασιών,
που θέτουν και υλοποιούν αυτούς τους
στόχους.
2)
Να υιοθετηθεί σε εθνικό, περιφερειακό
και τοπικό επίπεδο η λογική του σχεδιασμού
της ανασυγκρότησης. Αυτό σημαίνει οτι
οι αντίστοιχοι αντιπροσωπευτικοί,
κοινωνικοί, κινηματικοί και επιστημονικοί
φορείς, καθώς και οι κρατικοί θεσμοί
και υπηρεσίες, θα συγκροτήσουν τα
κατάλληλα όργανα και τις αναγκαίες
διαδικασίες, για να επεξεργαστούν και
να αποφασίσουν τα ποσοτικά και ποιοτικά
χαρακτηριστικά των σχεδίων ανασυγκρότησης.
Ο καταμερισμός των πόρων για επενδύσεις
και δαπάνες, θα αφορά ταυτοχρόνως
δημόσιους φορείς και επιχειρήσεις,
ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και
κοινωνικές πρωτοβουλίες
3)
Να δημιουργηθεί ένα θεσμικό πλαίσιο
και πλαίσιο πολιτικών το οποίο θα
αναγνωρίσει και θα αξιοποιήσει τις
δυνατότητες των εγχειρημάτων της
κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας,
και την κινηματική τους βαρύτητα σε οτι
αφορά το σχεδιασμό και την υλοποίηση
της ανασυγκρότησης. Η κοινωνική και
αλληλέγγυα οικονομία πρέπει να αποτελέσει
μια βασική συνισταμένη της ενίσχυσης
των κοινωνικών κινημάτων.
4)
Να συνδυαστεί η στρατηγική αναδιανομής
του εισοδήματος και του πλούτου με ορατά
αποτελέσματα σε οτι αφορά τη δημιουργία
απασχόλησης, την κάλυψη κοινωνικών
αναγκών, την προσφορά κοινών αγαθών και
την προστασία των φυσικών πόρων. Η
αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου δεν
είναι σήμερα μια πολιτική αποκατάστασης
ισορροπιών στο πλαίσιο μιας “κανονικής”
καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά είναι
ένα αναγκαίο εργαλείο για την κοινωνική
ανασυγκρότηση.
5)
Να περιληφθεί στο σχεδιασμό της
ανασυγκρότησης, η άρνηση της λογικής
της εξωστρεφούς ανάπτυξης, και η υιοθέτηση
του προσανατολισμού μιας ενδογενούς
ανάπτυξης δραστηριοτήτων, η οποία θα
καλύπτει ανάγκες και θα αξιοποιεί
δυνατότητες, σε περιφερειακό και τοπικό
επίπεδο, και αν είναι αναγκαίο θα
προστατεύεται από τον ανταγωνισμό.
Ανάγκες στα επίπεδα της παραγωγής, των
κοινωνικών υπηρεσιών και της προστασίας
του περιβάλλοντος και των κοινών αγαθών.
Το
πλεονέκτημα με έναν τέτοιο προσανατολισμό,
που μπορεί να ξεκινήσει από τώρα, τόσο
με τη δραστηριοποίηση των κοινωνικών
κινημάτων, όσο και με την υλοποίηση των
κατάλληλων πολιτικών από τους κρατικούς
και περιφερειακούς θεσμούς, είναι οτι
προσφέρει λύσεις απέναντι σε όλες τις
εκδοχές των αποτελεσμάτων της
διαπραγμάτευσης. Θα ενισχύσει τη
συσπείρωση του κόσμου της εργασίας γύρω
από την κυβέρνηση, και θα προσφέρει
στους εργαζόμενους της Ευρώπης, όχι
μόνο το παράδειγμα της άρνησης των
πολιτικών λιτότητας, αλλά ακόμα πιο
πέρα της οικοδόμησης των βασικών
χαρακτηριστικών και εργαλείων μιας
νέου τύπου κοινωνίας, μιας στρατηγικής
ανασυγκρότησης που αντιμετωπίζει τις
πραγματικές προκλήσεις, και μιας ρύθμισης
της παγκοσμιοποίησης ανάλογα με τις
ανάγκες.
Η
επιδίωξη της υλοποίησης αυτών των
επιλογών, δεν αρνείται την ανάγκη της
διαπραγμάτευσης, και ούτε μάλιστα της
πραγματοποίησης υποχωρήσεων κατά τη
διαπραγμάτευση. Υπηρετεί όμως την
επείγουσα ανάγκη να εμφανιστεί η ελληνική
κυβέρνηση ως μια κυβέρνηση που εκφράζει
την πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού,
που προσφέρει ένα υλοποιήσιμο παράδειγμα
μετα-καπιταλιστικής διαχείρισης στην
Ευρώπη, που έχει την πρόθεση και τη
δυνατότητα να απαντήσει στις πρωτοφανείς
προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου