(είναι στο Rednotebook)
Διαβάζοντας τα βιβλία της τριλογίας του Stieg Larsson (“Το κορίτσι με το τατουάζ”, “Το κορίτσι που έπαιζε με τη φωτιά”, και “Το κορίτσι στη φωλιά της σφήγκας”), ή βλέποντας τις σουηδικές κινηματογραφικές ταινίες που έχουν εμπνεύσει, καθώς και την αμερικανική ταινία με τον τίτλο του πρώτου τόμου, που παίζεται τώρα στους αθηναϊκούς κινηματογράφους, δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί κάθε φορά τον άτυχο συγγραφέα, ο οποίος πέθανε αιφνιδίως μετά την παράδοση των χειρογράφων στον εκδότη, και δεν έζησε να δεί όχι μόνο την τεράστια εκδοτική επιτυχία των βιβλίων του αλλά και τον ιδιαίτερο και ενδιαφέροντα τρόπο με τον οποίο έγινε δεκτή η ιστορία του σε ένα κόσμο όπου οργανώνεται η καταστροφή του σοσιαλδημοκρατικού κόσμου στον οποίο μεγάλωσε και αγωνίστηκε.
Γιατί ο Stieg Larsson ήταν πριν απ’ολα ένας αγωνιστής των δικαιωμάτων, εκδότης του αντι-ρατσιστικού περιοδικού Expo, ένας διεθνώς αναγνωρισμένος ειδικός σε θέματα που αφορούν νεο-ναζιστικές οργανώσεις, ο οποίος δεχόνταν συστηματικά απειλές από ακροδεξιές ομάδες και κατοικούσε σε άγνωστη διεύθυνση. Ήταν ένας αγωνιστής των κινημάτων για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των γυναικών, και ο τίτλος στα σουηδικά του πρώτου τόμου της τριλογίας είναι “Οι άντρες που μισούν τις γυναίκες”. Ένας γνώστης της σκοτεινής πλευράς του σουηδικού κράτους δικαίου και κράτους πρόνοιας, αλλά και ένας διεισδυτικός παρατηρητής των ανθρώπων, και ειδικότερα των σχέσεων ανάμεσα στις αδυναμίες τους, όπως και τις ακρότητες στις οποίες μπορούν να φθάσουν, και τις διαδρομές που οι εξουσιαστικές σχέσεις τους έχουν αναγκάσει να ακολουθήσουν.
Η Lisbeth Salander, η ηρωϊδα του Larsson, με εξαιρετική ευφυία, φωτογραφική μνήμη και συμμετοχή σε μια μικρή διεθνή κοινότητα ικανότατων χάκερ, είχε προσπαθήσει να κάψει ζωντανό τον πατέρα της όταν ήταν 10 ετών, όταν αυτός είχε αφήσει παράλυτη τη μητέρα της μετά την τελευταία μιας μακράς σειράς κακοποιήσεων: μια γυναίκα αδύναμη, “ερωτευμένη”, ανίκανη να υπερασπιστεί την ίδια τη σωματική της ακεραιότητα, αλλά και ανίκανη να μεταφέρει στην κόρη της τα πιό απλά ανακλαστικά που πάνε μαζί με ένα στοιχειώδες ένστικτο αυτοσυντήρησης. Ο μπαμπάς δεν είχε ενοχληθεί από τις αρχές διότι ήταν ένας πολύ σημαντικός σοβιετικός πράκτορας, εξαιρετικά χρήσιμος για τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας, με αποτέλεσμα η μικρή Lisbeth να κλειστεί μετά την απόπειρα σε ψυχιατρείο και να παραμείνει όλη την υπόλοιπη ζωή της υπο επιτήρηση, ως ανίκανη και επικίνδυνη.
Οι πολύ πιστές μεταφορές στον κινηματογράφο - ως προς τα πολιτικά μηνύματα της τριλογίας - των τριών σουηδικών ταινιών, δεν ενέπνευσαν τον αμερικανό σκηνοθέτη Daniel Fincher. Δεν επωμίζεται τις κριτικές και τις αγωνίες του Larsson ως προς τις εκτροπές του πολιτικού καθεστώτος της Σουηδίας (οι πολιτικές αναφορές έχουν σχέση με τη ναζιστική δράση στο παρελθόν ορισμένων βιομηχάνων), ούτε υπερασπίζεται την “ιδιομορφία” της Lisbeth, που διαμορφώθηκε λόγω των τραγικών και τραυματικών συνθηκών στις οποίες ενηλικιώθηκε. Η ηρωϊδα του σουηδού συγγραφέα μεταφέρεται κατά τη διάρκεια της ταινίας, από το περιθώριο όπου τη συναντάει ο Mikael Blomkvist, ο δημοσιογράφος σε σύγκρουση με τα οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα και τη διαφθορά των πολιτικών, στους προβλέψιμους δρόμους μιας ερωτικής ιστορίας που τελειώνει με μια κλασική ερωτική απογοήτευση. Μια νέα γυναίκα που στην εκδοχή του συγγραφέα αρνείται να επιλέξει έναν μόνιμο σύντροφο, και ζεί μια έντονη εσωτερική σύγκρουση λόγω της επιθυμίας της για τον Mikael, μετατρέπεται στην τελευταία αυτή ταινία σε ένα κορίτσι που πέφτει με τα μούτρα σε μια σχέση χωρίς ανταπόκριση.
Το πώς διαβάστηκε και πώς διαβάζεται η τριλογία αυτή, δεν αφορά μόνο την ανάγνωση του Fincher. Ξαναδιαβάζοντας (το ομολογώ!) τους τρείς τόμους του Larsson μπορεί κανείς σήμερα (η έκδοση συνέπεσε με την αρχή της οικονομικής κρίσης) να δεί αυτό το κλασικό πλέον αστυνομικό μυθιστόρημα ως μια τελευταία περιγραφή ενός κόσμου που χάνεται, και ενός είδους αγωνιστών των δικαιωμάτων που χάνουν τα σημεία στήριξής τους σε θεσμούς ατελείς μέν, αλλά κατά βάση δημοκρατικούς και μεταρρυθμίσιμους: μην ξεχνάμε οτι το φινάλε της ιστορίας και η σύλληψη της ειδικής ομάδας των μυστικών υπηρεσιών που προστάτευε το πρώην σοβιετικό πράκτορα και στη συνέχεια επιχειρηματία του εμπορίου ναρκωτικών και του τράφικινγκ, δεν οφείλεται μόνο στις χακερικές δεξιότητες της Lisbeth και της παρέας της, αλλά και στην υγιή αγανάκτηση και αντίδραση των αρμόδιων κυβερνητικών παραγόντων.
Στον κόσμο του Larsson, η Lisbeth, που γοήτευσε εκατομύρια αναγνώστες, βρίσκεται σε ρήξη με το σύνολο των εκφραστών της καλώς ή κακώς εννοούμενης νομιμότητας, αλλά και με τους αγωνιστές τύπου Blomkvist που καταγγέλουν ενώ χρησιμοποιούν αυτή τη νομιμότητα. Είναι ο χαρακτήρας που δεν ξέρει απλώς πόσο εύκολα μπορεί να εκτραπεί το σύστημα, αλλά γνωρίζει πραγματικά πόσο δαιμόνιο και απάνθρωπο είναι στην πραγματικότητα. Δεν έχει επιλέξει απλά τον ατομισμό και την παρανομία, αλλά μια ιδιαίτερη εκδοχή κοινωνικότητας με αδιάλλακτες επιλογές και κανόνες. Υιοθετεί μια απολύτως νομιμοποιημένη και καθαρή άρνηση της υποκρισίας του κόσμου γύρω της, και εξασφαλίζει έτσι μια αναμφισβήτητη ηθική ανωτερότητα και πολιτική διορατικότητα. Ο Fincher που προέρχεται από μια κοινωνία που έχει ξαναδεί τέτοια φρικιά και δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να ψάξει και τι έχουν να του πούν, χάνει φυσικά όλο το point επιλέγοντας και μια ηθοποιό που ούτε ήξερε να οδηγεί μοτοσυκλέττα, ούτε ήθελε να μάθει. Οι σουηδοί όμως έδειξαν πολύ περισσότερο ενδιαφέρον για την προσωπικότητα της Lisbeth. Ενώ στο τέλος του τρίτου τόμου η ηρωϊδα “ανοίγει ξανά την πόρτα της ζωής της” στον Mikael Blomkvist, στην τρίτη και τελευταία ταινία παραμένει στο ακέραιο ο εαυτός της και τον αποπέμπει με ένα καθόλου τρυφερό “θα τα πούμε”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου