(με τη Μαρία Λούκα. Αυγή 15-01-2012)
Η απεργία στην Χαλυβουργία Ελλάδος, αποτελεί την πρωτοπορία της αντίστασης των εργαζομένων στη συνεχιζόμενη νεοφιλελεύθερη επίθεση κατά της εργασίας εμπεριέχοντας ευρύτερους συμβολισμούς για το εργατικό κίνημα. Τα διακυβεύματα αυτής της σύγκρουσης επεκτείνονται πολύ πιο μακρία από τα μισθολογικά αιτήματα των εργαζομένων. Η εργοδοσία δίνει τη μάχη για την επιβίωση ενός βιομηχανικού μοντέλου που εδραιώθηκε κατά την περίοδο του “εκσυγχρονισμού”, συνδυάζοντας την βραχυπρόθεσμη κερδοσκοπική προσέγγιση της παραγωγής με την άντληση υπερκερδών από την επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και τη συμπίεση των αμοιβών. Η μείωση της εσωτερικής ζήτησης λόγω οικονομικής κρίσης και η εξάρτηση της αυξανόμενης παραγωγής από τις εξαγωγές οδηγούν σε αργούς ρυθμούς μεγέθυνσης, και η επάνοδος σε υψηλή κερδοφορία άμεσα εξαρτάται αποκλειστικά από τη στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης που προσπαθεί να επιβάλει η τρόϊκα.
Ακόμα και κατά την χρυσή περίοδο των μεγάλων έργων και των Ολυμπιακών Αγώνων, η επιχείρηση πάλευε να αποφύγει τη μακροπρόθεσμη προσέγγιση των επενδύσεων και της συγκρότησης ενός ασφαλούς χώρου παραγωγής, επεκτείνοντας το δικαίωμα της ιδιοκτησίας για να αποτελέσει στην πραγματικότητα ένα δικαιώμα ζωής και θανάτου επί των εργαζομένων, χαρη στην γνωστή ανέπαρκεια της νομοθεσίας, αλλά και της αναγκαίας πολιτικής βούλησης, για την αντιμετώπιση αυτών των εργοδοτικών συμπεριφορών. Την ίδια στιγμή που η Ελλάδα θεωρούσε οτι ανήκει στον “σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης”, η εκσυγχρονιστική ελίτ επέτρεπε στην εργοδοσία να πραγματοποιεί ανεπαρκείς επενδύσεις, ακόμα και σε κρίσιμο εξοπλισμό, να τις αποσβαίνει σε χρόνο ρεκόρ και να αγνοεί τις επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις των εργαζομένων για βελτίωση της ασφάλειας και της υγιεινής στους χώρους εργασίας, αλλά και στους χώρους αποθήκευσης υλικών.
Από τα στοιχεία που διαθέτει το Κέντρο Πρόληψης Επαγγελματικού Κινδύνου της Ελευσίνας, φαίνεται καθαρά μια έντονη ελεγκτική δραστηριότητα που υποδεικνύει την ύπαρξη χρόνιων προβλημάτων ασφάλειας. Τα δηλωμένα ατυχήματα ήταν 8 το 2009, 7 το 2010 και 11 το 2011 (τη χρονιά μετά το θανατηφόρο ατύχημα του Οκτωβρίου 2010), και οι έλεγχοι και επανέλεγχοι του ΚΕΠΕΚ ήταν 10 το 2009, 18 το 2010 και 14 το 2011 (οι έλεγχοι ρουτίνας είναι ένας ως δύο κατ’έτος και η ύπαρξη περισσοτέρων ελέγχων δείχνει οτι πολύ συχνά τα θέματα επανεξετάζονται). Τα δώδεκα πρόστιμα που επιβλήθηκαν καθ’όλη την τριετία έφθασαν συνολικά το ποσό των 57.500 Ευρώ: ένα ποσό μηδαμινό για χώρους παραγωγής και αποθήκευσης όπου απαιτούνται κατά πολύ υψηλότερες δαπάνες για την πραγματοποίηση των απαραίτητων επενδύσεων σε εξοπλισμό αλλά και για την αναδιοργάνωση ροών και θέσεων εργασίας. Συμφέρει δηλαδή την εταιρία να πληρώνει και να ξαναπληρώνει πρόστιμα, αντί να καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες για βελτίωση της ασφάλειας του χώρου εργασίας. Συνολικά τα 33 χρόνια λειτουργίας της επιχείρησης έχασαν τη ζωή τους 7 άνθρωποι σε εργατικά ατυχήματα.
Κατά την τελευταία πενταετία οι επιστολές του σωματείου των εργαζομένων στη διεύθυνση της επιχείρησης, αφορούν κατά κύριο λόγο τα σοβαρά ζητήματα ασφάλειας και τις ελλείψεις ή ζημιές που διαπιστώνονται από τους εργαζόμενους και δεν αντιμετωπίζονται απο την εταιρία. Ενδεικτικά μπορεί να σημειωθούν τα εξής:
- στις 8-6-2006 αναφέρθηκε οτι η δοκός στήριξης του μεγάλου γερανού παρουσιάζει ρωγμές άγνωστης αιτιολογίας και οτι οι εργασίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι ανεπαρκείς,
- στις 21-6-2006 αναφέρθηκαν προβλήματα λόγω μη επαρκούς αερισμού, με αποτέλεσμα την κόπωση και τις τάσεις λιποθυμίας, που θέτουν σε κίνδυνο τους εργαζόμενους, ενώ διατυπώνονται από το σωματείο προτάσεις,
- στις 14-7-2006 ζητούσε το σωματείο να παρθούν άμεσα μέτρα μετά μια έκρηξη που πραγματοποιήθηκε δύο μέρες πριν,
- στις 3-11-2008 αναφέρεται και πάλι το πρόβλημα των ραγισμένων δοκαριών,
- στις 24-6-2009 αναφέρονται πτώσης σκυροδέματος από την οροφή και προβλήματα με τις προστατευτικές μπάρες,
- στις 29-6-2009 επισημαίνεται οτι υπάρχουν στο γερανό καρούλια σπασμένα και παράκεντρα,
- στις 23-9-2009 επισημαίνεται οτι παρατηρείται αύξηση των ατυχημάτων (τα οποία δεν καταλήγουν όλα στην επιθεώρηση εργασίας),
- στις 13-10-2010 στέλνεται επιστολή στο υπουργείο Εργασίας η οποία περιγράφει τις συνθήκες που οδήγησαν στο θανατηφόρο ατύχημα,
- στις 8-3-2011 καταγγέλεται η αδράνεια τις εταιρείας μετά το ατύχημα,
- στις 18-6-2011 διαμαρτύρεται το σωματείο για τη μη υλοποίηση των οδηγιών του ΚΕΠΕΚ από την εταιρία.
Η έκθεση του ΚΕΠΕΚ μετά το θανατηφόρο ατύχημα του Οκτωβρίου 2010, επιβεβαιώνει οτι υπήρχαν σοβαρές και επικίνδυνες ελλείψεις στη φροντίδα των συνθηκών παραγωγής και εργασίας. Αντίστοιχα η πραγματογνωμοσύνη εντόπισε μια σωρεία από παραβάσεις του νόμου 3850/2010 για τη διαμόρφωση των χώρων και των θέσεων εργασίας μεταξύ των οποίων ο μη επαρκής φωτισμός, η έλλειψη σημάνσεων διαφυγής, το μπλοκάρισμα των διοδών διαφυγής από παρακείμενες πλακέτες, κακοσυντηρημένη γερανογέφυρα που δε διέθετε πιστοποιητικό ελέγχου ΑΑ, ο κάδος αιωρούνταν μεταφερόμενος πλησίον των θέσεων εργαζομένων χωρίς να έχει καπάκι και ο τεχνικός ασφαλέιας δούλευε και ως υπεύθυνος παραγωγής , δηλαδή ως ελεγχτης ήταν ταυτόχρονα και ελεγχόμενος.
Στο συγκεκριμένο ατύχημα τραυματίστηκαν συνολικά 4 άτομα, ένας εκ των οποίων ο Γιώργος Τσιακαράκης υπέκυψε στα τραύματα του. Ο Ιμανουμ Παρασκευάς που δούλευε στο εργοστάσιο με δίμηνη σύμβαση , υπέστη στο εν λόγω ατύχημα εγκαύματα 40% στην κατάθεση του επικυρώνει τα πορίσματα του ΚΕΠΕΚ και του πραγματογνώμονα: «Αρχικά κινήθηκα με ταχύτητα προς την κύρια πύλη εξόδου αλλά δε μπόρεσα να απομακρυνθώ διότι παραπλέυρως υπήρχαν τσουβάλια με άμμο και παλέτες με υλικά που εμπόδιζαν την κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση… Η αγωνιώδης προσπάθεια διαφυγής μου έγινε κυριολεκτικά στα τυφλά καθώς δεν υπήρχε φυσικό φως αλλά ούτε και φωτισμός ασφαλείας». Το δικαστήριο για τη συγκεκριμένη απόφαση έγινε στις 29 Νοεμβρίου το 2011 και η απόφαση δεν έχει εκδοθεί ακόμα. Πάντως μέχρι στιγμής τα θύματα δεν έχουν αποζημιωθεί από την εταιρεία.
Ας σημειωθεί οτι οι υπεύθυνοι της εταιρίας στο Βόλο καταδικάστηκαν σε 3 χρόνια και 6 μήνες με αναστολή πρίν ένα μήνα, λόγω ενός άλλου θανατηφόρου ατυχήματος στο εργοστάσιο που βρίσκεται εκεί.
Η διατήρηση επικίνδυνων συνθηκών παραγωγής και εργασίας, και η άρνηση πραγματοποίησης των αναγκαίων επενδύσεων, μετά μια περίοδο υψηλής κερδοφορίας (προς όφελος των μετόχων και όχι του παραγωγικού εξοπλισμού), κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000, είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την κατανόηση της στρατηγικής της εταιρίας, και επομένως και της σημερινής στάσης της απέναντι στους εργαζόμενους. Από την άποψη της παραγωγής η μονάδα του Ασπρόπυργου δεν παρουσίασε μείωση τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα, σύμφωνα με τα στοιχεία που εκ των πραγμάτων γνωρίζουν οι εργαζόμενοι στο χυτήριο, η παραγωγή ήταν γύρω στις 200.000 τόνους το 2009, τις 235.000 το 2010 και τις 260.000 το 2011. Μια εξέλιξη που συμβαδίζει με τη συνολική παραγωγή του τριψήφιου κλάδου (241 παραγωγή βασικών μετάλλων) στον οποίο ανήκει η επιχείρηση, του οποίου ο δείκτης παραγωγής αυξήθηκε από 83,25 (κατά μέσο όρο) το 2009 σε 99,77 τον Οκτώβριο του 2011, στο ύψος δηλαδή του 2008 (101,12), αλλά και του 2005 (100).
Κατά τις τριμερείς συζητήσεις που πραγματοποιούνται στο υπουργείο Εργασίας μετά την έναρξη της απεργίας, εκπρόσωπος της εταιρίας δικαιολόγησε τις προτεινόμενες μειώσεις μισθών και απολύσεις, με το γεγονός οτι η επιχείρηση δεν είναι πλέον κερδοφόρος και παρουσιάζει ζημίες που φθάνουν το τελευταίο έτος το ένα εκατομύριο Ευρώ. Ένα ποσό το οποίο δεν δικαιολογεί τις σαρωτικές επιπτώσεις για την απασχόληση και τις αμοιβές, τις οποίες προέβλεπε το σχέδιο που προκάλεσε την αντίδραση των εργαζομένων και την απεργία και σε κάθε περίπτωση δε συμψηφίζεται με τα κέρδη που είχε συσσωρεύσει η μέχρι προτινος δεύτερη μεγαλύτερη μη εισηγμένη βιομηχανία της Ελλάδας (σύμφωνα με δελτίο του ΧΑΑ). Ο στόχος δεν είναι η προσαρμογή σε μείωση της παραγωγής, αλλά η αύξηση της κερδοφορίας με μείωση των θέσεων στις βάρδιες, και επομένως με περαιτέρω επιδείνωση των συνθηκών εργασίας.
Η πολιτική της επιχείρησης, με την επιδίωξη μιας νέας “άνοιξης κερδών”, μέσω των απολύσεων και της ραγδαίας υποβάθμισης των αμοιβών και των συνθηκών εργασίας, και μέσω της διατήρησης απαρχαιωμένου και επικίνδυνου εξοπλισμού, εγκυμονεί προφανώς κινδύνους και για την ίδια την ύπαρξη του παραγωγικού δυναμικού. Τα βασικά μέταλλα είναι ένας στρατηγικός κλάδος για την οικονομία. Η ανάκαμψη του δε μπορεί να εξαρτάται από τη συμπίεση του εργατικού κόστους και συνθήκες που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή και την ασφάλεια των εργαζομένων, όπως επιδιώκει ο κ. Μάνεσης και όπως ίσως τον μιμηθούν αρκετοί. Χρειάζεται να υπάρξουν δημόσιες παρεμβάσεις σε αυτούς τους τομείς στην κατεύθυνση του σεβασμού των εργασιακών δικαιωμάτων και της φροντίδας του ανθρώπινου δυναμικού, οι οποίες θα επιβληθούν στους εργοδότες, ή θα πραγματοποιηθούν μετά την κρατικοποίηση των επιχειρήσεων που δεν αποδέχονται μια στρατηγική αναβάθμισης της παραγωγής και της εργασίας. Κυρίως όμως χρειάζεται η απεργία των Χαλυβουργών να αναδειχθεί από την αριστερά και το εργατικό κίνημα ως κεντρική ταξική σύγκρουση , που πρέπει να στηριχτεί και να νικήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου