Η πυρηνική κρίση που εξελίσσεται στην Ιαπωνία, είναι το αποτέλεσμα της συνύπαρξης πολλών παραγόντων που εμποδίζουν στο σημερινό κόσμο την αποφυγή τέτοιων συμβάντων με τη λήψη των κατάλληλων αποφάσεων. Πρόκειται για τους ίδιους παράγοντες που εμποδίζουν τη λήψη αποφάσεων σχετικά με ορατές, εξελισσόμενες, ή απειλούμενες περιβαλλοντικές καταστροφές, αλλά και σχετικά με τις νεοφιλελεύθερες μεθόδους διαχείρισης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες έχουν επικρατήσει.
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα είναι σε θέση να εξελίξει την επιστημονική γνώση και την τεχνολογία, και ταυτοχρόνως να αναδείξει τους κινδύνους που συνεπάγονται για την επιβίωση των ανθρώπινων κοινωνιών οι τεχνικές και οικονομικές επιλογές που υιοθετούνται. Αλλά αυτό που συμβαίνει τελικά είναι οτι λαμβάνονται αποφάσεις οι οποίες δεν αξιοποιούν τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων, η ίδια η επιστημονική κοινότητα διχάζεται ή αδρανοποιείται, και οι πολίτες δεν κατανοούν τη σοβαρότητα των κινδύνων, δεν είναι ενημερωμένοι, ή παραμένουν εγκλωβισμένοι στην καταναλωτική κουλτούρα του φτηνού σήμερα με οποιοδήποτε κόστος αύριο.
Παρόλο που μπορεί να φανεί μια εύκολη ερμηνεία, δεν υπάρχει αμφιβολία οτι η επιδίωξη του κέρδους αποτελεί το κύριο παράγοντα που οδηγεί σε αποφάσεις οι οποίες αγνοούν τόσο τις μεσοπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις παραγωγικών και τεχνολογικών επιλογών για το περιβάλλον και την ασφάλεια των συνθηκών ζωής, όσο και τους άμεσους και υπολογίσιμους κινδύνους. Η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, και η βραχυπρόθεσμη επιδίωξη της κερδοφορίας, έχουν εντείνει την υποτίμηση αυτών των κινδύνων.
Αλλά ανάμεσα σε ένα καπιταλιστή που συμμετείχε ή συμμετέχει στο ξεκίνημα ενός πολέμου και έναν “επενδυτή” που βγάζει κέρδη απο την καταστροφή των τροπικών δασών, υπάρχει μια διαφορά: ο πρώτος είχε λόγους να είναι σίγουρος πως τα δεινά του πολέμου δεν θα τον αγγίξουν, ενώ ο δεύτερος συνδυάζει τις καταστροφικές επιλογές του με την αβάσιμη πίστη στην ικανότητα του συστήματος να εξασφαλίσει τουλάχιστον την επιβίωση των ισχυρών αυτού του κόσμου. Όσο κι αν αυτό ακούγεται ως ελαφρυντικό, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση από το ότι η αλλοτριωμένη αν και κυνική στάση απέναντι στην βιωσιμότητα του καπιταλισμού, έχει κυριαρχήσει και στην τάξη από την οποία θα περίμενε κανείς μια περισσότερο καθαρή συνείδηση.
Για τις γενιές που έχουν ενηλικιωθεί κατά την περίοδο του καπιταλισμού με κοινωνικό κράτος και με την παρουσία θεσμών προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, είναι δύσκολο να κατανοηθεί οτι η δραστηριότητα των κρατικών οργάνων και υπηρεσιών έχει μετατεθεί προς την εξυπηρέτηση της νεοφιλελεύθερης αντζέντας και έχει προσαρμοστεί στις επιταγές της επιχειρηματικότητας και της κερδοφορίας. Οι κυβερνήσεις εμπιστεύονται τους μηχανισμούς της αγοράς και τις πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων σε οτι αφορά την αντιμετώπιση των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων, παρά την εμφανή και επικίνδυνη καθυστέρηση που σημειώνεται σε όλους τους τομείς. Παρά τη σαφήνεια των προειδοποιήσεων και των στόχων που θέτουν ανεξάρτητοι ή διακρατικοί οργανισμοί, τα μεμονωμένα κράτη αντιστέκονται στη δημιουργία και λειτουργία θεσμών που υπερασπίζονται το κοινό συμφέρον, συγκρουόμενοι με τα ιδιωτικά συμφέροντα.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα εμφανίζει αντιφατικές συμπεριφορές. Από τη μία μεριά είναι γεγονός οτι η παραγωγή γνώσης σε σχέση με τους κινδύνους που συνεπάγεται η διατήρηση του σημερινού οικονομικού και τεχνολογικού μοντέλου έχει κάνει άλματα, ενώ από την άλλη οι στρατευμένες φωνές που ασκούν συστηματική κριτική στις πολιτικές των κυβερνήσεων και τις πρακτικές των επιχειρήσεων, αποτελούν μια μειοψηφία που έχει στη διάθεσή της πολύ περιορισμένα μέσα. Αλλά το αίτημα που πρέπει να απευθυνθεί προς την επιστημονική κοινότητα δεν είναι μόνο να τοποθετείται περισσότερο συστηματικά και με κάθε ευκαιρία. Είναι εμφανές οτι σε πολλούς τομείς οι γνώσεις που έχουμε στη διάθεσή μας δεν είναι επαρκείς και η στράτευση των επιστημόνων πρέπει να αφορά και την εμβάθυνσή των γνώσεων αυτών με την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας σε υπαρκτούς ή νέους τομείς.
Οι εργαζόμενοι και οι πολίτες είναι περισσότερο παρά ποτέ ικανοί να απορροφήσουν επιστημονικές γνώσεις και να δράσουν με βάση τις γνώσεις αυτές και τη γνωστική ικανότητα την οποία διαμορφώνουν. Τρείς κατηγορίες παραγόντων εμποδίζουν την ανάπτυξη αυτών των δυνατοτήτων και την μόνιμη παρέμβαση εργαζομένων και πολιτών σε κρίσιμα θέματα που δεν αφορούν μόνο το περιβάλλον, αλλά και το σύνολο των επιλογών που αφορούν άμεσα και μακροπρόθεσμα τις συνθήκες ζωής. Πρόκειται για την ελλειπή διάχυση γνώσεων και πληροφοριών, για την πίεση που ασκούν ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση και η έλλειψη ελεύθερου χρόνου στην πλειοψηφία του πληθυσμού, και για την άρνηση των πολιτικών ελίτ να υιοθετήσουν τοποθετήσεις και προγράμματα τα οποία να λαμβάνουν συστηματικά υπόψη το συνδυασμό του προϊόντος της επιστημονικής έρευνας με τις ανάγκες των ανθρώπων και των κοινωνιών.
Μια στρατηγική για τη γνώση αποτελεί προυπόθεση για τη μετάβαση στη βιώσιμη οργάνωση και διοίκηση της οικονομίας και της κοινωνίας και σε διαδικασίες υιοθέτησης αποφάσεων και διαχείρισης των πολιτικών, που βασίζονται σε δημοκρατικές λήψεις αποφάσεων από τους εργαζόμενους και τους πολίτες. Περιεχόμενο μιας τέτοιας στρατηγικής είναι η ενίσχυση και ανάπτυξη της ανεξάρτητης έρευνας σε όλους τους τομείς που αφορούν το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών, η επέκταση της εκπαίδευσης σε δημόσια ιδρύματα ως προς τη χρονική της διάρκεια και τα αντικείμενά της, η συστηματική επιμόρφωση και ενημέρωση των εργαζομένων και πολιτών σε όλες τις ηλικίες, η επέκταση με άλματα των δημοσίων βιβλιοθηκών με παραδοσιακή και ηλεκτρονική μορφή, η μείωση του εργάσιμου χρόνου που θα καταργήσει την ανεργία και θα αυξήσει τον ελεύθερο χρόνο, και η εξασφάλιση αξιοπρεπών αμοιβών και πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες για όλους.
Υπάρχουν σήμερα οι δυνατότητες να παλέψουμε την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής όχι μόνο με διεκδικήσεις σε υπάρχοντες θεσμούς και ιδρύματα, αλλά και με πρωτοβουλίες ομάδων που απασχολούνται στο πλαίσιο εκπαιδευτικών ή ερευνητικών θεσμών, με τη δημιουργία ανεξάρτητων μελετητικών ή εκπαιδευτικών ομάδων, με πρωτοβουλίες εργαζομένων ή πολιτών που επιδιώκουν να αξιοποιήσουν υπάρχουσες γνώσεις και να διεκδικήσουν την παραγωγή νέων. Τα κοινωνικά κινήματα δεν μπορούν πλέον να οικοδομηθούν και να έχουν διαρκή αποτελέσματα για το σύνολο της κοινωνίας, χωρίς την ενσωμάτωση και την ανάπτυξη γνωστικών λειτουργιών και στόχων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου