Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Ποιά κοινωνία της γνώσης θέλουμε



(δημοσιεύτηκε στο Διάλογο του booksjournal, τεύχος Μαρτίου 2011)
Η συσχέτιση της δυναμικής που εξυπακούει η “κοινωνία της γνώσης”, με την εξέλιξη των ανθρωπιστικών επιστημών είναι εύστοχη διότι θέτει ένα κρίσιμο ερώτημα: πώς θα συνδεθούν η αναβάθμιση και διάχυση των γνώσεων των ανθρώπων, με την ανάπτυξη και αξιοποίηση μιας επιστημονικής παραγωγής που επιδιώκει να κατανοήσει και να υποστηρίξει τη συλλογική ανθρώπινη δράση;
Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, κυρίως όταν η κατάληξη της συζήτησης θα πρέπει να είναι το Πανεπιστήμιο που θα ανταποκριθεί στη νέα σχέση γνώσης και κοινωνίας, πρέπει να αμφισβητήσει και να ξεπεράσει κανείς τη σημασία που αποδίδει στη κοινωνία της γνώσης ο Αντώνης Λιάκος στο άρθρο του “Τι Πανεπιστήμιο θέλουμε”, στο 3o τεύχος του “Περιοδικού των Βιβλίων”, όταν γράφει οτι σημαίνει δύο πράγματα: 1) Η γνώση έχει αποφασιστικό ρόλο στην οικονομία και την ανάπτυξη, και 2) Οι φορείς της γνώσης είναι τα ίδια τα άτομα, τα οποία μέσω της εκπαίδευσής τους αποκτούν κεφάλαιο, το οποίο είναι σημαντικότερο και παραγωγικότερο από το υλικό ή το χρηματικό κεφάλαιο.
Ο αποφασιστικός ρόλος της γνώσης στην οικονομία δεν είναι κάτι καινούργιο. Η αλλαγή που πραγματοποιείται κατά την μεταφορντική εποχή είναι οτι αλλάζει ριζικά ο καταμερισμός της γνώσης στην παραγωγή και στην κοινωνία, οτι παύουν όχι μόνο η χρήση αλλά και η παραγωγή γνώσης να είναι δραστηριότητες που αφορούν αποκλειστικά το περιβάλλον της κυρίαρχης τάξης και του μάνατζμεντ στις επιχειρήσεις, και επεκτείνονται και διαχέονται στην κοινωνία, όπως και στο εσωτερικό των χώρων παραγωγής αγαθών ή υπηρεσιών.
Οι παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την αλλαγή είναι η γενικευμένη και συνεχιζόμενη άνοδος του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού, η επιτάχυνση των τεχνολογικών αλλαγών και των καινοτομιών που χρειάστηκε να αξιοποιήσουν τις γνωστικές ικανότητες και τις πρωτοβουλίες των εργαζομένων πολύ πέρα από το στενό κύκλο του μάνατζμεντ, και η μαζική παραγωγή επιστημονικού έργου στα εκπαιδευτικά και ερευνητικά ιδρύματα, που μπόρεσε και μπορεί να ανταποκριθεί σε ανάγκες οι οποίες δεν προέρχονται μόνο από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ή τους δημόσιους οργανισμούς και θεσμούς, αλλά και από ανεξάρτητα κοινωνικά αιτήματα.
Το αποτέλεσμα είναι οτι η παραγωγή νέας γνώσης δεν προέρχεται μόνο από την οργανωμένη έρευνα στους δημόσιους οργανισμούς ή τις επιχειρήσεις, αλλά αποτελεί μια δραστηριότητα που συνοδεύει την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών στους χώρους εργασίας, όπως αποτελεί και το προϊόν των ανεξάρτητων “κοινοτήτων γνώσεων”1, που δημιουργούνται με σκοπούς ερευνητικούς και συγχρόνως κοινωνικούς ή πολιτικούς. Σε σχέση με το φορντιστικό παρελθόν, η διαφορά είναι οτι η παραγωγή και αξιοποίηση της γνώσης ξεφεύγει σε μεγάλο βαθμό από τον έλεγχο του κεφαλαίου και των κρατικών θεσμών, και η προσπάθεια διοχέτευσή της προς την ικανοποίηση των αναγκών της καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή η αποκατάσταση με νέους τρόπους αυτού του ελέγχου, απαιτεί ένα εντελώς νέο πλαίσιο διαχείρισης της σε επιχειρησιακό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο.
Η παρουσίαση αυτής της σύνθετης πραγματικότητας ως διαδικασία διαμόρφωσης αξιοποιήσιμων ατομικών κεφαλαίων γνώσης, είναι τελικά ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα το οποίο εξυπηρετεί την προσπάθεια επανάκτησης του ελέγχου της γνώσης από την οικονομική και πολιτική εξουσία. Είναι αλήθεια οτι έχει διευρυνθεί και μαζικοποιηθεί η λογική των ατομικών επιλογών για την απόκτηση γνώσεων, όχι μόνο μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος κατάρτισης, αλλά και μέσω των δυνατοτήτων που προσφέρει το διαδίκτυο και οι λοιπές πηγές. Δεν είναι όμως δεδομένο οτι αυτά τα ατομικά “κεφάλαια γνώσεων”, έχουν διαμορφωθεί ώστε να ανταποκρίνονται σε ανάγκες της οικονομίας, ούτε οτι μπορεί να ανταποκριθούν μόνο σε αυτές. Τόσο οι οικονομικές δυνατότητες του ατόμου, όσο και η υπάρχουσα προσφορά υπηρεσιών εκπαίδευσης και κατάρτισης από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, περιορίζουν σημαντικά το φάσμα των ατομικών επιλογών, ενώ από την άλλη μεριά οι γνώσεις που μπορεί να αποκτηθούν μέσω των τυπικών συστημάτων και των άτυπων κοινωνικών και εργασιακών εμπειριών, ξεπερνούν κατά πολύ τις ανάγκες συγκεκριμένων θέσεων εργασίας. 
Η περιγραφή επομένως της κοινωνίας της γνώσης ως μια νέα σχέση ανάμεσα στην οικονομία και το “παραγωγικό” πανεπιστήμιο, επιλέγει να αγνοήσει οτι στον σημερινό καπιταλισμό αυτό που συμβαίνει σχετικά με τη γνώση, είναι μια διάχυτη και πολυεπίπεδη σύγκρουση για την αξιοποίηση προς όφελος του κεφαλαίου των διάφορων μορφών παραγωγής και αναπαραγωγής γνώσης, αλλά και της “μαζικής διανοητικότητας”2 που χαρακτηρίζει τις σημερινές κοινωνίες. Η επίμονη προσπάθεια σύνδεσης των εκπαιδευτικών διαδικασιών, αλλά και της έρευνας, με τις ανάγκες και τις επιδιώξεις των επιχειρήσεων, και επομένως η προσπάθεια να περιοριστούν οι εκπαιδευτικές και ερευνητικές δραστηριότητες που δεν εξυπηρετούν αυτό τον στόχο, αποτελούν τα μέσα για να διοχετευθεί το νέο γνωσιακό δυναμικό προς μια νέου τύπου συμμαχία με το ιδιωτικό κεφάλαιο, παρόμοια (αν και πιο εύθραυστη) με αυτή που στήριξε την ανάπτυξη της φορντιστικής περιόδου. Παράλληλα, η συστηματική επιδίωξη της εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων και των επαγγελματικών διαδρομών, σε συνδυασμό με την καθιέρωση της γενικευμένης ανασφάλειας στην αγορά εργασίας, αποτελούν τα εργαλεία μιας γιγαντιαίας προσπάθειας αδρανοποίησης του συλλογικού γνωσιακού κεφαλαίου και της γνωστικής ικανότητας που συσσωρεύονται στην κοινωνία, αλλά και στους χώρους εργασίας.
Οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες είναι στο στόχαστρο αυτής της “μεταρρύθμισης”, όχι μόνο επειδή θεωρούνται ένα περιττό κόστος, αλλά και επειδή αποτελούν το κατ’εξοχήν πεδίο της παραγωγής και αναπαραγωγής γνώσης για συλλογική χρήση, μέσω κυρίως των κριτικών προσεγγίσεων στο πλαίσιο αυτών των επιστημονικών κλάδων. Η περίοδος κατά την οποία συνυπήρχαν “παραδοσιακές” και κριτικές προσεγγίσεις στο πανεπιστήμιο και τους ερευνητικούς οργανισμούς (μετά την μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τον αντίκτυπο των κοινωνικών κινημάτων των ετών του 60 και του 70) φαίνεται να οδηγείται σε ένα τέλος, και οι αντιστάσεις προέρχονται κυρίως από τις “συντεχνίες”, αν και υπάρχουν ακόμα κοινωνικές ομάδες και δυνάμεις που υποστηρίζουν την παραγωγή γνώσης από τη σκοπιά του δημοσίου συμφέροντος. 
Υπονομεύεται όμως διαρκώς το θεσμικό πλαίσιο το οποίο ανεχόταν και σε μεγάλο βαθμό προστάτευε την κριτική σκέψη, την ετεροδοξία, τη στρατευμένη επιστημονική παραγωγή. Το σημερινό τοπίο είναι ήδη πιό περίπλοκο, καθώς συνυπάρχουν κρατικοί ή διακρατικοί θεσμοί (πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα), με κινηματικές διαδικασίες που διεκδικούν ή επιβάλουν κριτικές γνωσιακές προσεγγίσεις, αλλά και με ανεξάρτητες πρωτοβουλίες επιστημονικών ομάδων. Στο τομέα των επιστημών που μελετούν τις αλλαγές στο περιβάλλον και τις επιπτώσεις τους για τις κοινωνίες των ανθρώπων, είναι με τον πλέον καθαρό και εκτεταμένο τρόπο αναπτυγμένη αυτή η πολυπλοκότητα. Στον τομέα αυτό είναι επίσης ορατό το πώς ο αγώνας για την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, είναι και ένας αγώνας για την ταυτόχρονη επέκταση των επιστημονικών γνώσεων και την αξιοποίησή τους για την προστασία των πληθυσμών. 
Η κοινωνία της γνώσης είναι το πεδίο όπου διεξάγεται ένας πόλεμος. Από τη μία μεριά βρίσκονται οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ που επιδιώκουν να ελέγξουν τη διαθέσιμη γνώση, την παραγωγή νέας και το ανθρώπινο δυναμικό που κατέχει την ικανότητα αξιοποίησής τους. Από την άλλη μεριά είναι οι κοινωνικές δυνάμεις και ανεξάρτητες κοινωνικές ομάδες που έχουν τη δυνατότητα χρησιμοποίησης του γνωσιακού κεφαλαίου και της διάχυτης γνωστικής ικανότητας, για να στηρίξουν την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, και να ανοικοδομήσουν θεσμούς και πρακτικές της αλληλεγγύης και της παραγωγής και αναπαραγωγής της γνώσης. Η πανεπιστημιακή κοινότητα μπορεί και πρέπει να παίξει πρωτεύοντα ρόλο, αναγνωρίζοντας όμως οτι το πεδίο της εκπαιδευτικής και ερευνητικής δραστηριότητας έχει επεκταθεί πέρα από τα όρια των θεσμικών λειτουργιών, οτι ένα σημαντικό μέρος των ερωτημάτων που της απευθύνονται γεννιόνται μέσα από τις κοινωνικές κινητοποιήσεις και τις πρωτοβουλίες των πολιτών, οτι οι ανεξάρτητες “κοινότητες γνώσης” είναι πλέον συστατικό μέρος του επιστημονικού κόσμου.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου