Δεν μπορούμε να σκεφτούμε το μέλλον των κοινωνιών μας αν δεν θέσουμε ευθέως το πρόβλημα της ευρύτατης αποδοχής των ανισοτήτων, της αδυναμίας ως και της άρνησης αντιμετώπισης των νέων ανισοτήτων που διαμορφώνονται μέσα από τις σημερινές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης. Για να κατανοήσουμε τη σοβαρότητα αυτού του προβλήματος πρέπει να κατανοήσουμε οτι δεν οφείλεται σε αδυναμίες ορισμένων πολιτικών ηγεσιών ή ομάδων διανοουμένων, ή σε χαρακτηριστικά κάποιων κοινωνιών. Αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής κουλτούρας, που παρά το περίφημο “ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο”, έχει από πάντα αποδεχθεί οτι τα κοινωνικά δικαιώματα μπορεί να σταματούν στα σύνορα μιας χώρας ή μιας ομάδας χωρών, ακόμα και στα εσωτερικά σύνορα μιας κοινωνίας.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, η μεταπολεμική ευημερία στην Ευρώπη, οικοδομήθηκε σε έναν κόσμο εξαθλιωμένων αποικιών και μετααποικιακών καθεστώτων, όπου οι συμμαχίες με τις τοπικές ελίτ ήταν – και είναι – στα χέρια πολυεθνικών ή μαφιόζων με κρατικές πλάτες. Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οδήγησε προοδευτικά στην εγκατάλειψη των στόχων που αφορούσαν τη σύγκλιση των οικονομιών και των κοινωνιών, και μετά πλέον την ένταξη των “νέων χωρών μελών”, στην αποδοχή των διαφορετικών κοινωνικών δικαιωμάτων, των διαφορετικών βιωτικών επιπέδων, της ανεργίας και της εξαθλίωσης τμημάτων του πληθυσμού, της αδήλωτης απασχόλησης, της διαμόρφωσης σε όλη της Ευρώπη μιας πολυεθνικής αγοράς εργασίας με εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα, που τόσο καλά γνωρίζουμε στα Βαλκάνια.
Και για να δούμε την πραγματικότητα κατάματα, η επίδειξη αδιαφορίας και περιφράνησης για τους “υπερχρεωμένους” έλληνες από την πλευρά των γερμανικών μέσων ενημέρωσης και μέρους του πληθυσμού, δεν οφείλεται σε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γερμανών, αλλά στο ότι αποτελεί κοινό τόπο σήμερα στην Ευρώπη να μέμφεται κανείς τους φτωχούς και ανύμπορους, με το πρόσχημα οτι υπερασπίζεται την ευημερία και τα κοινωνικά δικαιώματά του. Όσο κι αν να έχει ριζώσει βαθειά στην κουλτούρα του ευρωπαίου η ιδέα οτι ο δικός του φτωχός είναι διαφορετικός από τον ξένο, και πόσο μάλλον τον μετανάστη ή πρόσφυγα, αποδεικνύεται καθημερινά και παντού οτι η άρνηση της αλληλεγγύης είναι πάντοτε ενιαία και αδιαίρετη. Και επειδή η γερμανική “ανταγωνιστικότητα” είναι, ας μην το ξεχνάμε, αποτέλεσμα συλλογικών διαπραγματεύσεων εργαδοτών και συνδικάτων, είναι προφανές οτι η υπεράσπιση της ευημερίας των εργαζομένων σε μια χώρα, σε βάρος των εργαζομένων των άλλων χωρών, μπορεί κάλλιστα να συνυπάρξει με συνδικαλιστικές στρατηγικές.
Στην Ελλάδα της κρίσης η αποδοχή της κουλτούρας των ανισοτήτων, εμφανίζεται με μορφές που είναι εξίσου σοβαρές. Κατηγορίες εργαζομένων ασχολούνται αποκλειστικά με τα δικά τους προβλήματα, στο εσωτερικό κατηγοριών που πλήττονται συνεχίζουν να λειτουργούν οι διαφοροποιήσεις “δικτυωμένων” και κοινών θνητών, συνδικαλιστικές και πολιτικές ηγεσίες ειδικεύονται στην επαναλβανόμενη διαμαρτυρία, χωρίς να αναζητούν λύσεις σε ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν καθοριστικά (οι εφοριακοί για την φοροδιαφυγή, οι γιατροί και νοσοκομιακοί για το σύστημα υγείας, οι πανεπιστημιακοίκαι και καθηγητές για την εκπαίδευση κλπ), ενώ οι τοπικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης προχωρούν αργά και με περιορισμένη στήριξη από πολιτικούς χώρους. Η σύνδεση επιστημόνων και κινηματικών πρωτοβουλιών συνεχίζει να είναι σπάνια και να αποτελεί όταν παρατηρείται εξαιρετική περίπτωση. Οι πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς αναζητούν την υποστήριξη των πολιτών και των εργαζομένων και δεν προτείνουν κατά κανόνα λύσεις για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων, για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών.
Η καθιέρωση και επιβίωση για μερικές δεκαετίες του φορντικού μοντέλου με το “κοινωνικό κράτος”, ήταν μια μορφή υποταγής των μισθωτών στην πειθαρχία του κεφαλαίου, αλλά και στις “άγριες” εκτροπές του στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της κάθε χώρας. Ο ιδιότυπος ελληνικός “φορντισμός” της μεταπολεμικής περιόδου, άφησε έξω από την κοινωνική διαπραγμάτευση και το κοινωνικό κράτος τις μεγαλύτερες κατηγορίες των μισθωτών. Ενσωμάτωσε παρόλ’αυτά στο προστατευμένο περιβάλλον των κοινωνικών κατακτήσεων ορισμένες σημαντικές ομάδες, οι οποίες παλεψαν να διατηρήσουν την ιδιαίτερη θέση τους φροντίζοντας συγχρόνως να μην θέσουν ευρύτερα ζητήματα κοινωνικής αλληλεγγύης. Όταν μάλιστα ξέσπασε η κρίση το πρόβλημα αυτό επιδεινώθηκε αντί να παρατηρηθεί – όπως πίστευαν οι ιδεολόγοι της ενιαίας εργατικής τάξης – μια συσπείρωση των διαφόρων κατηγοριών μισθωτών.
Οι δομές αλληλεγγύης του παρελθόντος που ήταν ιεραρχημένες και κερματισμένες, και ήταν μέρος μιας αποδοχής του υπαρκτού κάθε φορά καπιταλισμού, έχουν πλέον χαθεί ανεπιστρεπτεί, και αντικαθιστώνται από νέες ιεραρχίες, όπου μέρος των κοινωνικών κατηγοριών που είχαν ήδη ορατά προνόμια, έχει κατορθώσει να ενσωματωθεί. Καθώς η επιστροφή στους παλαιούς θεσμούς και στις παλαιές συμμαχίες είναι αδύνατη, οι μαζικές κατηγορίες των μισθωτών, των ανέργων, των φτωχών εργαζομένων κάθε είδους, αποτελούν το πλήθος μέσα από το οποίο μπορούν – και είναι δυνατό – να δημιουργηθούν νέες μορφές αλληλεγγύης, τόσο στον τομέα των κοινωνικών υπηρεσιών, όσο και στον τομέα της παραγωγής υλικών αγαθών.
Σε αυτές τις κατηγορίες του πληθυσμού μπορεί να γεννηθεί η εφευρετικότητα που απαιτείται για τη δημιουργία των νέων θεσμών αλληλεγγύης και των νέων μορφών άμεσης δημοκρατίας που θα τους κάνουν αποτελεσματικούς, καθώς συνδυάζουν τη γνώση και εμπειρία των πραγματικών αναγκών, με τις γνώσεις και τη γνωστική ικανότητα που είναι το προϊόν ενός υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης, και μιας διεθνούς πλέον δικτύωσης για την ανταλλαγή πληροφοριών, εμπειριών ή επιστημονικών αναλύσεων. Μια εφευρετικότητα που θα αντικαταστήσει την πρακτική της σύμπλευσης με την οικονομία του κέρδους και των ανισοτήτων - μέσω της κατανάλωσης και της εξασφάλισης κοινωνικών προνομίων – και θα σταθεί ικανή να προσεγγίσει όλες τις πλευρές των αναγκών, και να αναγνωρίσει οτι χρειάζεται να αντιμετωπιστούν μέσω ενιαίων αξιολογήσεων και σχεδιασμών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου