Έχουμε πλέον μπεί στην περίοδο κατά την οποία θα επιλεγεί η μορφή διαχείρισης της χρεοκοπίας της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και κατά πάσα πιθανότητα της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Οι πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις στην Ελλάδα και την Ευρώπη δεν κατορθώνουν όμως να διαμορφώσουν προγραμματικές απαντήσεις και κινηματικές πρακτικές ικανές να σπάσουν το νεοφιλελεύθερο κλοιό και να προσφέρουν διεξόδους στα εκατομύρια των ανθρώπων που πλήττονται από την πολύπλευρη κρίση.
Η αδυναμία αυτή εκδηλώνεται σε τρία επίπεδα: Δεν γίνεται προσπάθεια να διατυπωθεί και να προβληθεί μια λογική διαχείρισης των χρεών που να αντιστρέφει τη σημερινή μονομερή επιβάρυνση των μισθωτών και των κατώτερων εισοδημάτων. Δεν γίνεται κατανοητό οτι η προοπτική της αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων μέσω της ανάπτυξης, πρέπει να αντικατασταθεί από την προτεραιότητα στα κοινωνικά ζητήματα και στο περιβάλλον. Δεν αξιοποιούνται σημαντικές αντιδράσεις εργαζομένων και πολιτών στον τομέα κυρίως των δημοσίων επιχειρήσεων, για να δωθούν απαντήσεις που διαμορφώνουν ευρείες κοινωνικές συμμαχίες με στόχους επιθετικούς, τόσο για τις κοινωνικές υπηρεσίες, όσο και για το περιβάλλον.
Μπροστά στην προφανή αδυναμία της Ελλάδας και της Ιρλανδίας να εξυπηρετήσουν το δημόσιο χρέος τους, υπάρχει σήμερα η προοπτική της “επιμήκυνσης” της αποπληρωμής (δεν μειώνεται το χρέος αλλά επεκτείνεται η εξυπηρέτησή του, και φυσικά το κόστος της εξυπηρέτησης), αλλά και η προοπτική της “αναδιαπραγμάτευσης” (που περιλαμβάνει και περικοπή μέρους του χρέους). Στο ερώτημα για το κατά πόσο τέτοιες λύσεις είναι επαρκείς, η απάντηση είναι όχι. Εφόσον μιλάμε στην πραγματικότητα για ελεγχόμενη χρεοκοπία, δεν είναι παρά αναβολές εν όψει της επόμενης ρύθμισης, δηλαδή των μεγαλύτερων επιβαρύνσεων για τους μισθωτούς και τά κατώτερα εισοδήματα.
Η ιδέα του ευρωομόλογου, δηλαδή του δανεισμού μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης με επιτόκια που θα είναι χαμηλότερα από το 5 ή 6% με τα οποία δανείζονται από το “μηχανισμό στήριξης” η Ελλάδα και η Ιρλανδία, δεν θα αμβλύνει σημαντικά τις πιέσεις που θα δέχονται οι δύο χώρες (και ίσως άλλες) από αυστηρότερους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, για να συνεχίσουν τις πολιτικές λιτότητας: οι δυνατότητες επιμήκυνσης και αναδιαπραγμάτευσης δεν θα υπάρχουν πιά. Αναπόσπαστο μέρος όλων αυτών των εκδοχών διαχείρισης του χρέους είναι η διατήρηση της απαλλαγής του τραπεζικού κεφαλαίου και των ανώτερων εισοδημάτων από κάθε επιβάρυνση.
Η αντιστροφή αυτής της στρατηγικής επιλογής, με την επιβάρυνση αντίθετα των τραπεζών και των υψηλών εισοδημάτων, δεν αποτελεί τη μαγική λύση όλων των προβλημάτων, αλλά είναι σίγουρα αναπόσπαστο μέρος της λύσης. Πρόκειται για ένα θέμα που ενώ είναι πλέον ευρύτατα κατανοητό, δεν αντιμετωπίζεται από πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις ως ένα πεδίο διατύπωσης προτάσεων και οικοδόμησης νέων πρακτικών, παρόλο που μια προγραμματική και πρακτική παρέμβαση οργανώσεων του δημόσιου τομέα θα ήταν αποφασιστική.
Γνωρίζουμε πλέον σήμερα οτι η προοπτική της συνεχιζόμενης μεγέθυνσης της οικονομίας δεν έχει μέλλον. Ο πλανήτης γενικά και η κάθε χώρα ειδικότερα δεν αντέχει τη συνέχιση της καταστροφής και εξάντλησης των φυσικών πόρων, και είναι αναγκαίο να δοθεί το συντομώτερο προτεραιότητα στην προστασία και την αποκατάστασή τους, όπως και στην ανάπτυξη ανανεώσιμων μορφών παραγωγής ενέργειας και βιώσιμων παραγωγικών δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε επιβράδυνση (αν όχι σε μηδενισμό) της αύξησης του προϊόντος και της κατανάλωσης.
Τα ζητήματα της απασχόλησης και της κοινωνικής προστασίας, δεν μπορούν σε τέτοιες συνθήκες να λυθούν μέσω της μεγέθυνσης του προϊόντος και πρέπει άρα να αποτελέσουν επίσης προτεραιότητες με βάση τις οποίες θα επιτευχθεί ο ανασχεδιασμός της οικονομίας. Μια τέτοια προοπτική δεν απαιτεί μόνο αναδιανομή εισοδήματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, αλλά και σημαντικές αναδιανομές δαπανών μεταξύ κατανάλωσης και επενδύσεων, και την αποφασιστική ενίσχυση της δημόσιας παρέμβασης στην οικονομία καθώς και των δημόσιων πολιτικών. Όταν μιλάμε για ανασχεδιασμό των οικονομικών πολιτικών, προς όφελος του περιβάλλοντος και των κοινωνικών αναγκών, εννοούμε ότι χρειάζονται νέοι στόχοι και μέθοδοι για την επίτευξή τους, τους οποίους πρέπει κατά κύριο λόγο να προτείνουν οι οργανωμένες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν να προωθήσουν και να επιτύχουν μια τέτοια αλλαγή προσανατολισμού.
Οι πολιτικές που επιβάλει σήμερα η στρατηγική της κυβέρνησης σε βάρος των δημοσίων επιχειρήσεων και των εργαζομένων σε αυτές, έχουν προσφέρει και προσφέρουν διαδοχικές ευκαιρίες για να οργανωθεί μια αντίσταση η οποία θα υπερβεί τις αμυντικές αντιδράσεις και θα παρει κάθε φορά και τον χαρακτήρα μιας εναλλακτικής πρότασης. Μιας πρότασης που θα αφορά ταυτοχρόνως την αποφαστική βελτίωση και όχι απλώς τη διατήρηση των υπηρεσιών, την επέκταση ή την προσαρμογή της δραστηριότητας της κάθε επιχείρησης προς όφελος του περιβάλλοντος, και την εξεύρεση των αναγκαίων πόρων για την υλοποίηση αυτού του προσανατολισμού.
Οι κινητοποιήσεις των πολιτών δείχνουν (τιμές εισητηρίων, διόδια) οτι υπάρχει σήμερα η δυνατότητα μιας συνάντησης εργαζομένων και χρηστών των δημοσίων ή ιδιωτικών υπηρεσιών, η οποία θα μπορούσε να πάρει και τον χαρακτήρα προγραμματικών επεξεργασιών, τοπικού ή ευρύτερου χαρακτήρα. Ως τώρα δεν έχουν αξιοποιηθεί αυτές οι δυνατότητες και έχουν μάλιστα χαθεί ευκαιρίες. Και είναι ορατός ο κίνδυνος να μην αξιοποιηθούν και στο μέλλον, αν οι οργανώσεις των εργαζομένων δεν κατανοήσουν οτι η εποχή της μεμονωμένης συναλλαγής με το κράτος έχει περάσει και οτι το μέλλον ανήκει στις συμμαχίες εργαζομένων και πολιτών για την εξεύρεση κοινωνικά οφέλημων και βιώσιμων λύσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου