Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Πώς θα εκδηλωθεί και θα οργανωθεί η αλληλεγγύη στον κόσμο της εργασίας

 

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, οι μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης και εκδήλωσης της ταξικής αλληλεγγύης ήταν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, η οργάνωση του εργατικού ελέγχου ή της αυτοδιαχείρισης σε μεγάλες μονάδες παραγωγής. Και όλες αυτές οι μορφές οργάνωσης προέκυπταν κατά κύριο λόγο από την απασχόληση σε έναν ενιαίο εργοδότη, και από τη συγκέντρωση πολυπληθούς εργατικού δυναμικού σε σχετικά μεγάλες μονάδες παραγωγής. Σε επίπεδο τομέων ή περιοχών της παραγωγικής δραστηριότητας, αναμενόταν οτι η παρέμβαση της εργατικής τάξης θα είχε ως βάση τον συντονισμό της ταξικής δράσης στις μονάδες παραγωγής, είτε επρόκειτο για τις καθεστωτικές λειτουργίες εργατικού κράτους, είτε για τις μορφές κοινωνικής διαπραγμάτευσης σε ένα σοσιαλ-δημοκρατικό καθεστώς.


Από τη στιγμή που κυριάρχησε ο νεοφιλελευθερισμός ως πρότυπο διακυβέρνησης των καπιταλιστικών οικονομιών, και από τη στιγμή που έγινε αντιληπτή η καθοριστική σημασία της περιβαλλοντικής κρίσης για το μέλλον των κοινωνιών, άλλαξαν ριζικά οι συνθήκες στις οποίες μπορεί να γεννηθεί μια “ταξική” συνείδηση και να οργανωθεί η ικανοποίηση των αναγκών της πλειοψηφίας του πληθυσμού που αποτελείται από τον κόσμο της εργασίας, ο οποίος περιλαμβάνει πλέον εκτός των μισθωτών και μαζικές κατηγορίες μικροεπιχειρηματιών, ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών. Η εκμετάλλευση από το κεφάλαιο του κόσμου της εργασίας παρουσιάζει νέα χαρακτηριστικά:


- Η γενική στασιμότητα της παραγωγικότητας και η υπερχρέωση των οικονομιών οδηγούν σε συνδυασμούς καταστροφής παραγωγικού δυναμικού και αναδιανομής του εισοδήματος – και επομένως μείωσης της απασχόλησης και διεύρυνσης των ανισοτήτων – που είναι η μόνη διέξοδος για τη διατήρηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου.


- Η πλειοψηφία του πληθυσμού πλήττεται πλέον από τις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής κρίσης με πολλαπλούς τρόπους, που δεν απασχολούν πραγματικά τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, ως στρατηγικά θέματα.


- Ο κόσμος της εργασίας είναι σε μαζική κλίμακα εξατομικευμένος, ενώ ζεί σε συνθήκες επισφάλειας και μειωνόμενων εισοδημάτων.


Η συνείδηση που μπορεί να επιτρέψει την αντίσταση σε αυτές τις συνθήκες, και την επιδιώξη μιας εναλλακτικής απάντησης, δεν αρκεί να προκύπτει από την αντιπαράθεση κεφαλαίου και εργασίας σε χώρους παραγωγής, αλλά πρέπει να μπορεί να συνενώσει διαφορετικές κατηγορίες μισθωτών και άλλων κοινωνικών στρωμάτων που εντάσσονται στον κόσμο της εργασίας. Η συνείδηση που επιτρέπει την επεξεργασία του συνόλου των εναλλακτικών πολιτικών και θεσμικών αλλαγών, δεν γεννιέται αυθόρμητα λόγω κάποιας ταξικής θέσης, αλλά πρέπει να προκύψει από μια συνθετική επεξεργασία, αποδοχή και διαδικασία υλοποίησης. Αυτό σημαίνει οτι οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές αφορούν τόσο τη συγκρότηση ομάδων με επιστημονική κατάρτηση και εμπειρία στο σύνολο της αναπτυξιακής θεματολογίας, πολιτικά όργανα αποτελούμενα από εκπροσώπους των κοινωνικών κατηγοριών που εκφράζουν την κοινωνία (κατά κύριο λόγο τον κόσμο της εργασίας αν και όχι μόνο), αλλά και από δημόσιες υπηρεσίες ικανές να οργανώσουν και να παρακολουθήσουν την υλοποίηση των αποφασισμένων σχεδίων. Αυτές οι θεσμικές αλλαγές πρέπει να υλοποιηθούν και να οργανωθούν σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο σε όλη τη χώρα, πέρα από την αναγκαία εθνική συνθετική προσέγγιση του αναπτυξιακού σχεδιασμού.


Η προοπτική αυτών των θεσμικών αλλαγών απαιτεί τις σχετικές πολιτικές αποφάσεις αλλά και την προετοιμασία του κόμματος σε θεωρητικό επίπεδο και σε επίπεδο στελεχικού δυναμικού ικανού να συμμετάσχει στην επεξεργασία και την υλοποίηση των αντίστοιχων πολιτικών. Η οικοδόμηση της νέας αλληλεγγύης είναι απόλυτη προτεραιότητα για την Αριστερά, είναι η μέθοδος μέσω της οποίας θα δωθούν νέες απαντήσεις σε στρατηγικά και πολιτικά ερωτήματα. Αλλά είναι και η μέθοδος για να επιτευχθεί η συνειδητή, σταθερή και αποτελεσματική ενότητα της κοινωνίας μπροστά στις τρομακτικές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει.

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2020

Αντιμετωπίζοντας τις παγκόσμιες κρίσεις

 

Η απόφαση του Ντόναλντ Τράμπ να επιτεθεί κατά του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, την ίδια στιγμή που ο ίδιος είναι υπεύθυνος για την καθυστέρηση της λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, δείχνει οτι επιδιώκει να εντείνει τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική του σε διεθνές επίπεδο, παρά την κρίση. Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προσπαθεί να αξιοποιήσει το σύστημα υγείας, το οποίο επεδίωκε να ιδιωτικοποιήσει περαιτέρω, επεκτείνοντας τις επισφαλείς εργασιακές σχέσεις, ακόμα και για σκληρά εργαζόμενους ιατρούς και νοσηλευτές, συνεχίζοντας επίσης παρά την κρίση τη νεοφιλελεύθερη αντζέντα. Οι κυρίαρχες σήμερα νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, έχουν αγνοήσει τις προειδοποιήσεις των διεθνών οργανισμών για θέματα περιβάλλοντος και υγείας ειδικότερα, και αυτή η στάση συνυπήρξε με στρατηγικές ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και καταπάτησης των κοινωνικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα πλέον τον συνδυασμό οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών κρίσεων. Όπως δείχνει με κραυγαλέο τρόπο η περίπτωση της Ελλάδας, η πραγματικότητα αυτή δεν πτοεί τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, που δεν επηρεάζεται σχετικά με τον βασικό πυρήνα της πολιτικής της, παρόλο που οι ενισχύσεις του κεφαλαίου και της κερδοφορίας του, είναι προφανώς ανεπαρκείς απέναντι στις απειλές, αλλά και σε σχέση με συνθήκες σταθερότητας. Η Αριστερά πρέπει να γίνει το αντίπαλο δέος σε σχέση με αυτή την πραγματικότητα, κατανοώντας οτι το περιεχόμενο της σύγκρουσης του νεοφιλελευθερισμού με διεθνείς οργανισμούς και μέρος της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας, για ζητήματα περιβάλλοντος, είναι κατά βάθος πολιτικό και κοινωνικό.



Από όταν έγινε ευρύτερα γνωστή η περιοδική έκθεση της IPCC (της Διακυβερνητικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή) ήταν πλέον ορατή η ανάγκη να αλλάξει πλήρως ο τρόπος προσέγγισης της άσκησης πολιτικής από τις πολιτικές δυνάμεις που ασκούσαν κριτική στη διαχείριση του καπιταλισμού σε όλες τις εκδοχές του. Έπρεπε πλέον, όχι μόνο να ενσωματωθούν στους εναλλακτικούς προγραμματικούς λόγους τα ζητήματα του “περιβάλλοντος”, αλλά να παίζει πλέον πρωτεύοντα ρόλο σε κρίσιμα στρατηγικά ζητήματα μια γνώση που υποδεικνύει σαφώς νέες κατευθύνσεις πολιτικών. Για την Αριστερά που περιλαμβάνει τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οι οποίες επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν ζητήματα που προκύπτουν άμεσα από ορατές κοινωνικές συγκρούσεις στα επίπεδα των ανισοτήτων, της δημοκρατίας, και των σχέσεων παραγωγής, αυτό σήμαινε μια ριζική αλλαγή προσέγγισης. Έπρεπε πλέον άμεσα να γίνουν δεκτές προβλέψεις για γεγονότα που θα συμβούν μετά από κάποιες δεκαετίες, και να υιοθετηθούν πολιτικές που θα τα αντιμετωπίσουν στο μέλλον, ή θα αμβλύνουν τότε την εκδήλωση των επιπτώσεών τους. Η κρίση του κορωνοϊού μας έδειξε οτι αυτή η σκοπιά αντιμετώπισης μεγάλων προβλεπόμενων κρίσεων, είναι πλέον μια επείγουσα αναγκαιότητα.


Το ότι υπάρχει μια πολυμελής διεθνής ομάδα επιστημόνων που μας λέει σήμερα τι πρέπει να κάνουμε για να αντιμετωπίσουμε τις επερχόμενες αλλαγές στο κλίμα αλλά και σε πολλά άλλα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της ζωής στον πλανήτη, δεν είναι το πιό φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Όσο κι αν ψάξει εξάλλου κανείς δεν θα βρεί ένα κόμμα ή μια κυβέρνηση που έχουν υιοθετήσει και αξιοποιήσει πραγματικά τις προβλέψεις και τις προτάσεις της IPCC. Είναι όμως το αποτέλεσμα του βουβού κύματος για την κατάκτηση νέων γνώσεων που χαρακτηρίζει την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, και επηρεάζει την έρευνα και την εκπαίδευση, αλλά και της ιδιαίτερης συγκυρίας μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν θεωρήθηκε απαραίτητη η ύπαρξη ενός διεθνούς οργανισμού, ικανού να φροντίσει την ανθρωπότητα, πέρα από τα συμφέροντα και τις πολιτικές των εθνικών κρατών, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Αλλά η μεταπολεμική περίοδος, και η ονομαζόμενη “ένδοξη τριακονταετία”, ενίσχυσαν επίσης τους θεσμούς παραγωγής γνώσης σε όλους τους τομείς, με τη δημιουργία και ανάπτυξη, σε εθνικό επίπεδο, ακαδημαϊκών και ερευνητικών θεσμών, με μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας σε σχέση με τους κυβερνητικούς μηχανισμούς, τουλάχιστον στην Ευρώπη.


Η έκθεση “The limits to Growth” (τα όρια της μεγέθυνσης) που είχε παρουσιάσει το 1972 το λεγόμενο Κλάμπ της Ρώμης – ένας ανεξάρτητος οργανισμός που συνδεόταν και συνδέεται με μεγάλα τμήματα της διεθνούς ερευνητικής κοινότητας – απεκάλυψε οτι η συνεχιζόμενη μεγέθυνση των καπιταλιστικών οικονομιών θα συναντούσε αργά ή γρήγορα σοβαρά όρια καθώς θα έφθανε με διάφορους τρόπους στην εξάντληση φυσικών πόρων, με τη μορφή όχι μόνο κάποιων εξορύξεων, αλλά και των δασών ή του αέρα που αναπνέουμε. Καθώς έφθανε εκείνη την εποχή στα όριά του το φορντιστικό μοντέλο που εξασφάλισε την ταχεία ανάπτυξη και μεγέθυνση των ευρωπαϊκών οικονομιών, η πρόθεση των κυρίαρχων τάξεων στις καπιταλιστικές κοινωνίες δεν ήταν να πάρουν στα σοβαρά αυτές τις προβλέψεις, και ήταν μάλλον, με εργαλεία διαχείρισης των σχέσεων μεταξύ κοινωνικών τάξεων, να αναζητήσουν τρόπους αποκατάστασης της κερδοφορίας, αλλά και σταθεροποίησης του ταξικού χαρακτήρα αυτών των κοινωνιών. Μια πρώτη επιλογή ήταν η αποδυνάμωση του κόσμου της εργασίας, οργανωτικά και πολιτικά, με στόχο όχι μόνο τη συγκράτηση των μισθολογικών αμοιβών, αλλά και τη μείωση της αντίστασης σε επιλογές αμφισβήτησης του κοινωνικού κράτους. Αλλά μια σημαντική επίσης επιλογή ήταν η ενίσχυση της συμμαχίας του κεφαλαίου με κατηγορίες πνευματικά εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας παράλληλα με την επέκταση αυτού του τομέα σε βάρος του δημοσίου και του κοινωνικού τομέα ειδικότερα. Η παραγωγή γνώσης δεν έπρεπε πλεόν να είναι στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου και του δημοσίου συμφέροντος, αλλά στην υπηρεσία τόσο της κερδοφορίας του κεφαλαίου όσο και της αύξησης των αμοιβών των “knowledge workers”, ή τουλάχιστον ενός σημαντικού ποσοστού αυτής της κατηγορίας. Η υιοθέτηση αυτής της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης, δεν έγινε όμως δεκτή από όλους, στη διεθνή επιστημονική κοινότητα.


Πρέπει να παραδεχτούμε οτι η Αριστερά, ως σύνολο σχεδόν, δεν έχει ως σήμερα κατορθώσει να αντλήσει τα απαιτούμενα διδάγματα από τη σχέση κρατικών πολιτικών και προβλέψεων σε οτι αφορά τις πλανητικές εξελίξεις, ακόμα κι αν οι προβλέψεις αυτές προέρχονται από έγκυρες πηγές και έχουν εξάλλου αρχίσει να επαληθεύονται με τον πλέον δραματικό τρόπο. Και είναι προφανές οτι τέτοια διδάγματα δεν είναι μόνο συνάρτηση των εκτιμήσεων της IPCC, αλλά και εκτιμήσεων που συνδέουν τη δυναμική της κλιματικής αλλαγής με επιλογές που αφορούν διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών κοινωνιών, όπως ο απόλυτος έλεγχος από ιδιωτικά συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η επιδίωξη του ελέγχου από τα ίδια συμφέροντα της παραγωγής και διάδοσης της γνώσης, και η διεύρυνση για χάρη τους των κοινωνικών ανισοτήτων, ακόμα κι αν το κοινωνικό και απλά ανθρώπινο κόστος ακολουθεί μια ανοδική εξέλιξη. Δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι δεν υπάρχουν σήμερα οι κατάλληλες γνώσεις που μπορούν να αξιολογηθούν και να αξιοποιηθούν ώστε να θεμελιώσουν στρατηγικές και πολιτικές επιλογές προς όφελος της πλειοψηφίας των πληθυσμών. Αυτές οι γνώσεις όμως είναι διάσπαρτες σε θεσμούς και πολλές φορές σε άτομα που έχουν εργαστεί προς αυτή την κατεύθυνση στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων.


Όσο κι αν φαίνεται οτι η Αριστερά έχει ως πλεονέκτημα το γεγονός οτι αντλεί τις προγραμματικές θέσεις της από τη στράτευση προς όφελος των αδύναμων και με στόχο μια κοινωνία της ισότητας και της δικαιοσύνης, η επεξεργασία του σχεδίου για την επικράτησή της στην κοινωνία, είναι μια επίπονη γνωσιακή διαδικασία που πρέπει να πραγματοποιηθεί σε συνθήκες αντίξοες ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά. Έχει να αντιμετωπίσει αντιστάσεις που οφείλονται σε παραμορφωτικές διαδικασίες στην ίδια την Αριστερά, ή την επικράτηση επιτυχημένων καπιταλιστικών μοντέλων, ή ακόμα και την επιθετικότητα των κυρίαρχων ταξικών δυνάμεων απέναντι στις κοινωνικές τάξεις που μπορούν να υιοθετήσουν ένα ανατρεπτικό σχέδιο. Η επικράτηση του σταλινισμού στο μεσοπόλεμο, επέβαλε ηγεσίες της Αριστεράς εξαρτημένες πολιτικά και αδύναμες ως προς τη δυνατότητα χειρισμού απρόσμενων και ιδιαίτερων καταστάσεων. Η άνθηση του καπιταλισμού μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης, φάνηκε να υποδεικνύει μια νέα οδό για την Αριστερά, την ένταξη στους θεσμούς των καπιταλιστικών κοινωνιών, με την προοπτική της μεταρρυθμισής τους προς όφελος των λαϊκών τάξεων. Η ανάπτυξη ριζοσπαστικών λαϊκών και εργατικών κινητοποιήσεων στη δεκαετία του 70, και η αμφισβήτηση της πειθαρχίας του φορντιστικού εργοστασίου, μαζί με τη συνέχιση της δυναμικής ενίσχυσης των εργατικών μισθολογικών κατακτήσεων, οδήγησαν στην αντεπίθεση του κεφαλαίου και την πραγματοποίηση της νεοφιλελεύθερης στροφής, που βρήκε την Αριστερά εντελώς απροετοίμαστη.


Χρειάζεται σήμερα ένα νέο πειστικό σχέδιο, που θα προκύψει από την αξιοποίηση πολλών διαθέσιμων γνώσεων, αλλά και εμπειριών, ώστε να προστατευθεί το σύνολο του πληθυσμού από πιθανές ή αναμενόμενες κρίσεις, και από τις επιπτώσεις αναγκαίων αναδιαρθρώσεων και αλλαγών προσανατολισμού. Οι απειλές για την υγεία είναι αναμενόμενες και επομένως είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν επαρκή συστήματα υγείας, με προσωπικό που ζει και εργάζεται σε αξιοπρεπείς συνθήκες, και να υποστηριχθεί η σχετική επιστημονική έρευνα και παραγωγή υλικών και φαρμάκων. Οι κίνδυνοι από τις αλλαγές στο κλίμα, σχετικά με την παραγωγή, την κατοικία και τις μεταφορές πρέπει να καταγραφούν, να προγραμματιστούν τα κατάλληλα έργα και να αναπτυχθούν περαιτέρω οι αναγκαίες υπηρεσίες. Οι υστερήσεις σε κατάλληλες υποδομές, σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής, απαιτούν ένα ανανεωμένο σχεδιασμό της χρήσης και ανακύκλωσης των υδάτων. Η αποανθρακοποίηση της παραγωγής ενέργειας απαιτεί συγκεκριμένα σχέδια ανασυγκροτήσεων της παραγωγής και της απασχόλησης, στις περιοχές του λιγνίτη, και εγκατάστασης ανανεώσιμων πηγών μέσω διαδικασιών διαβούλευσης και έγκρισης από τους τοπικούς πληθυσμούς.


Οι κοινωνίες που θα εξελιχθούν υπο τις απειλές κρίσεων, εκτός του ότι πρέπει να επιδιώξουν την άμβλυνση αυτών των κινδύνων, πρέπει να επιτύχουν μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα, όχι μόνο για την απασχόληση του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού, αλλά για την παραγωγή κοινωνικού πλούτου ικανού να εξασφαλίσει την προσφορά των αναγκαίων υπηρεσιών – στην υγεία πρωτίστως – και την χρηματοδότηση νέων έργων και επενδύσεων. Ο σχεδιασμός της παραγωγικής ανασυγκρότησης και ενίσχυσης, ο οποίος θα πάρει κατά τόπους μεγάλες διαστάσεις, ιδιαίτερα σε τουριστικές περιοχές μετά τη σημερινή κρίση, χρειάζεται να προετοιμαστεί και να υλοποίηθεί σε στενή συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες, ακολουθώντας οταν είναι δυνατόν έναν εσωστρεφή προσανατολισμό, χωρίς να εξαρτάται δηλαδή αποκλειστικά από εξωστρέφεια, χωρίς να ακολουθεί το αποτυχημένο δόγμα της παγκοσμιοποίησης. Στις συνθήκες του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, η κάθε κρίση προσθέτει χρέος. Είναι προφανές οτι αυτό θα συμβεί στην Ευρώπη αν δεν ακολουθήσουν τα διάφορα κράτη λογικές άλλες, δημιουργίας απευθείας δημοσίου χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες, ή χρησιμοποίησης συμπληρωματικών νομισμάτων.


Για το σύστημα υγείας, το οποίο απέκτησε λόγω της κρίσης του κορωνοϊού μεγάλη ορατότητα, θα μπορούσε να πεί κανείς οτι η κατάλληλη προετοιμασία έχει γίνει. Είναι αρκετά καθαρό το πώς πρέπει να λειτουργεί και με ποιές συνθήκες για τους εργαζόμενους. Μια παρόμοια ορατότητα πρέπει να αποκτήσουν όλες οι πολιτικές που θα προτείνει η Αριστερά, υπό την προϋπόθεση οτι είναι θεμελιωμένες, και έχουν διαμορφωθεί με επαρκή θεωρητική γνώση και γνώση του πεδίου, αλλά και μεγάλη συμμετοχή των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων. Σήμερα και εν μέσω κρίσης μάλιστα, εγκαθιδρύεται ένα καθεστώς για το οποίο δεν υπαρχει άλλη στρατηγική από την εξυπηρέτηση των ημετέρων και την απορρύθμιση και επομένως αποδυνάμωση της εργασίας. Είναι ένα καθεστώς που δεν μπορεί να αποτρέψει τη μετατροπή της κρίσης του κορωνοϊού σε οικονομική και κοινωνική κρίση. Η επεξεργασία και παρουσίαση ενός εναλλακτικού σχεδίου, με λεπτομέρειες τομεακού και τοπικού χαρακτήρα πρέπει να ξεκινήσει από τώρα, αξιοποιώντας τις διαθέσιμες γνώσεις και το διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό. Αυτός είναι ο δρόμος για τη στενότερη σύνδεση με τις λαϊκές τάξεις και την ικανοποίηση των αναγκών τους, σε περίοδο απειλών για όλες τις πλευρές της ζωής τους.



Η Αριστερά μετά τον κορωνοϊό

 

Όταν έγιναν ευρύτερα γνωστές οι προβλέψεις για υπερθέρμανση του πλανήτη και συνεχιζόμενη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, ήταν πλέον σαφές οτι σε όλες τις χώρες έπρεπε να γίνει μια μεγάλη αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης των επεξεργασιών όλων σχεδόν των πολιτικών. Ο σχεδιασμός για την αντιμετώπιση και αναστροφή της καταστροφικής δυναμικής έπρεπε να αποκτήσει την πρωτεύουσα σημασία, και η εξειδίκευση αυτού του σχεδιασμού έπρεπε να γίνεται πάντα εκ των προτέρων μέσα από τη συνύπαρξη επιστημονικού έργου και δημοκρατικών διαδικασιών αξιολόγησης και νομιμοποίησής του από κατάλληλα συγκροτημένους θεσμούς. Ξαφνικά έγινε κατανοητό οτι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, που γεννήθηκε μετά τη φρίκη του τελευταίου πολέμου, και κατέκτησε μια ευπρόσδεκτη ουδετερότητα σε σχέση με τις κυβερνήσεις, μπορούσε να συγκεντρώνει αξιόπιστες επιστημονικές κοινότητες, και να διατυπώνει εξίσου αξιόπιστες προβλέψεις και προτάσεις.


Αφού ξοδεύτηκαν πολλά χρήματα για να διαδοθούν οι αμφιβολίες των δήθεν “σκεπτικιστών”, όταν πλέον τα σημάδια που επιβεβαίωναν τις προβλέψεις έγιναν φανερά, οι πολιτικές ηγεσίες και οι οικονομικές ελίτ, διάλεξαν να αγνοήσουν τις απειλές, ή να παρουσιάσουν στόχους που επεδίωξαν να συνδυάσουν κάποια αναγνώριση των κινδύνων με τη διατήρηση της ισχύος των κυρίαρχων συμφερόντων. Η συμφωνία του Παρισιού του 2015, και το Green New Deal, είναι κραυγαλέες αποδείξεις της άρνησης να πάρουν υπόψη οι κυβερνήσεις τις πραγματικές εκτιμήσεις για τη δυναμική της περιβαλλοντικής κρίσης. Σήμερα εν μέσω μιας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης, για την οποία κανείς δεν είχε προετοιμαστεί, γίνεται παρόλ'αυτά γνωστό οτι τα κορυφαία πολιτικά επιτελεία του πλανήτη – και επομένως οι Βρυξέλλες - είχαν σαφή ενημέρωση για μια επερχόμενη κρίση. Αλλά ακόμα και τώρα, η συζήτηση για το ευρωομόλογο αποκαλύπτει οτι το κύριο μέλημα είναι πώς θα προφυλαχθούν (με μνημόνια) οι τράπεζες, και όχι πως θα ανακάμψουν και θα προστατευθούν στο μέλλον οι κοινωνίες.


Η ελληνική νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση συμπεριφέρεται σαν να μην είναι αναγκαία μια αλλαγή πορείας εκ μέρους της, και ενώ ξεκίνησε υπονομεύοντας το Εθνικό Σύστημα Υγείας, επωφελήθηκε από την κρίση για να ταΐσει κάποιους ημετέρους και να προχωρήσει σε περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Και συζητάει το ενδεχόμενο εκλογών τον Σεπτέμβριο, επιδιώκοντας να αξιοποιήσει ιδιαίτερες δημοσκοπικές εκτιμήσεις για να ενισχύσει τον εναγκαλισμό του κράτους και να αποδυναμώσει μια αντιπολίτευση που θέτει δύσκολα ερωτήματα και κάνει ενοχλητικές προτάσεις. Η ελίτ του παλαιού πολιτικού συστήματος αρκείται στην προοπτική της περαιτέρω εισχώρησης στους μηχανισμούς που μοιράζουν χρήμα και εξουσία, και οραματίζεται τη “στρατηγική ήττα” της αριστεράς ως βασική εγγύηση της κυριαρχίας της. Χωρίς να δείχνει οτι ενδιαφέρεται στο ελάχιστο για την ανάγκη να αντικατασταθεί η παντοδυναμία του κέρδους, από την προστασία του πληθυσμού, απέναντι στις επιπτώσεις διαδοχικών και συνδυασμένων κρίσεων.


Μετά τις απώλειες που άφησε πίσω της η κρίση του 2008, αυτό που αναμένεται να συμβεί είναι οτι οι κοινωνίες και οι παραγωγικές δραστηριότητες που θα υποστούν σοβαρά πλήγματα λόγω της κρίσης του κορωνοϊού, θα χρειαστεί να δανειστούν περαιτέρω - υπό όρους φυσικά – ιδιωτικά κεφάλαια, με κάποιο τρόπο που μένει να αποφασιστεί. Υπάρχουν όμως και φωνές που λένε οτι η αντιμετώπιση διαδοχικών οδυνηρών κρίσεων με επιπλέον δανεισμό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ Laurence Boone, έγραψε στους Financial Times πως αντι να επιλέγονται προγράμματα που αυξάνουν το χρέος, θα μπορούσε να επιλεγεί η απ'ευθείας δημιουργία χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες. Μια τέτοια πρόταση πρέπει να βρεθεί στο επίκεντρο μιας αναγκαίας συζήτησης για τον μελλοντικό ρόλο του τραπεζικού συστήματος, της αμφισβήτησης δηλαδή της δυνατότητας των τραπεζων να δημιουργούν οι ίδιες νέο χρήμα μέσω του δανεισμού, και στη συνέχεια να αξιοποιούν τους κρατικούς και διακρατικούς θεσμούς για την εξασφάλιση της εξυπηρέτησης των χρεών αυτών.


Αν προστεθούν οι επιπτώσεις της τρέχουσας κρίσης στα αποτελέσματα της προηγούμενης και στις εκκρεμότητες που έχουν αναδειχθεί στο μεταξύ, διαπιστώνουμε οτι ενώ οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την κάλυψη άμεσων κοινωνικών κατά κύριο λόγο αναγκών, αποτελούν ένα αναγκαίο και ρεαλιστικό πακέττο, τίποτα δεν εγγυάται όμως οτι θα μπορούσαν αυτές οι προτάσεις να οδηγήσουν σε μια “επανεκκίνηση” της οικονομίας που θα έλυνε σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα. Γνωρίζουμε οτι η ελαφρά ανάκαμψη της οικονομίας από το 2017 και μετά δεν φρόντισε πραγματικά την ονομαζόμενη “παραγωγική ανασυγκρότηση”, αλλά η ορατή ήδη επιπτωση της τρέχουσας κρίσης δείχνει οτι οι προηγούμενες αβεβαιότητες σχετικά με την ανασυγκρότηση που πραγματικά επιθυμούμε, έχουν μετατραπεί σε μια βεβαιότητα τουλάχιστον, για το ότι η κατάρρευση του τουρισμού πρέπει να αντιμετωπιστεί με ισχυρές διαρθρωτικές παρεμβάσεις, που δεν μπορούν να προκύψουν από την “επανεκκίνηση”.


Γνωρίζουμε επίσης οτι το “κοινωνικό πρόβλημα” δεν είχε αντιμετωπιστεί με επάρκεια από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, και οτι αυτή ήταν η βασική αιτία της ήττας στις εκλογές. Μετά όμως τις επιπτώσεις του κορωνοϊού και των αναμενόμενων αρνητικών αποτελεσμάτων της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η επανασύνδεση του κόμματος της Αριστεράς με ευρύτερα λαϊκά στρώματα, θα είναι συνάρτηση της δυνατότητας να πειστεί αυτός ο κόσμος οτι υπάρχουν νέες προοπτικές για την απασχόληση και τις συνθήκες ζωής του. Οτι υπάρχουν επίσης νέες προοπτικές για τις εκκρεμότητες στον τομέα των περιβαλλοντικών πολιτικών, και φυσικά στον τομέα της υγείας όπου έχει ο ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσει τις καλύτερες επιδόσεις. Το μέλλον θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα σχεδιασμού νέων πολιτικών, και από τη δυνατότητα συμμετοχής των ενδιαφερομένων κατηγοριών του πληθυσμού, σε τοπικό κυρίως επίπεδο, στην αποδοχή των στόχων και των μεθόδων τους.


Στο σημερινό και αυριανό κόσμο η πολιτική πρέπει να είναι συνάρτηση συγκέντρωσης και επεξεργασίας έγκυρων και ανανεωνόμενων γνώσεων για εξελείξεις, δυνατότητες και απειλές. Από τη δυνατότητα να ανταποκριθούν σε αυτές τις ανάγκες θα κρίνεται η απήχηση των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς. Το άμεσο και επείγον καθήκον μας είναι να δημιουργήσουμε τις συνθήκες ώστε να μπορούμε να ανταποκριθούμε σε αυτές τις ανάγκες, υπερασπιζόμενοι το σύνολο του πληθυσμού απέναντι στις πολύπλευρες κρίσεις που έχει γεννήσει η προσπάθεια επιβίωσης με κάθε μέσο των καπιταλιστικών σχέσεων.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020

Μετά το νεοφιλελευθερισμό τι;


Η αντιμετώπιση της επιδημίας του κορωνοϊού, απαίτησε την επείγουσα ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ξεκινούσε την υλοποίηση πρωτοβουλιών ιδιωτικοποίησης των υπηρεσιών υγείας. Το ίδιο έχει συμβεί σε όλη την Ευρώπη και ειδικότερα στη Νότια Ευρώπη, όπου οι υπηρεσίες αυτές είχαν πληγεί σοβαρά από πολιτικές λιτότητας. Παράλληλα, και πρίν ξεκινήσει η επιδημία, είχε φανεί στην Ελλάδα οτι η πίστη στην αγορά, η μείωση των φόρων, και το άθροισμα των εξυπηρετήσεων σε ημετέρους, δεν έχουν τα αναμενόμενα “αναπτυξιακά” αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα ο νεοφιλελευθερισμός απαξιώνεται μπροστά στα μάτια μας και η μόνη ελπίδα των υποστηρικτών του είναι να επιστρατεύσουν πολιτικά μια άκρα δεξιά αντικοινωνική, ρατσιστική, οπαδό της πιό φτηνής ιδιοτέλειας.

Από τον Μαύρο Κύκνο στον Πράσινο Κύκνο


Μετά τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 επικράτησε να ονομάζεται Μαύρος Κύκνος ένα συμβάν στο πλαίσιο του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, μη αναμενόμενο, με ευρύτερες και ακραίες επιπτώσεις, που δεν μπορεί να γίνει κατανοητό παρά εκ των υστέρων, και επομένως δεν μπορεί να προβλεφθεί. Το περασμένο μήνα, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, η κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών που εδρεύει στη Βασιλεία της Ελβετίας, δημοσίευσε μια έκθεση με τίτλο ο Πράσινος Κύκνος, που προβλέπει τον πολλαπλασιασμό συμβάντων τύπου Μαύρου Κύκνου, λόγω της εξέλιξης τη περιβαλλοντικής κρίσης, και προτείνει μια ριζική αλλαγή προσέγγισης αυτών των κινδύνων από τις κεντρικές τράπεζες και τις κοινωνίες συνολικά.

Αριστερά και κλιματική κρίση


Εδώ και μια εικοσαετία περίπου έφθασε σε ένα ευρύ κοινό η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή. Και η έκθεση Stern (2005), αποτέλεσε μια προσπάθεια να υπολογιστεί το κόστος της αντιμετώπισής της. Κατά την περίοδο αυτή οι αρνητές της εξέλιξης αυτής είχαν ισοδύναμη πρόσβαση στα μέσα ενημέρωσης παντού, σε σύγκριση με τους υποστηρικτές της πραγματικότητας του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής.

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Ποιο σχέδιο για τη μεταλιγνιτική εποχή;


Η μετάβαση σε μια οικονομία που μειώνει ταχύτατα ως την εξαφάνισή της την κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, απαιτεί έναν λεπτομερή σχεδιασμό που να προβλέπει συγχρόνως την ανάπτυξη νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων, την αλλαγή του χάρτη των επαγγελμάτων και ειδικοτήτων, την υποστήριξη από δημόσιους φορείς αυτών των αλλαγών. Είναι πολύ ανησυχητικό και επικίνδυνο το γεγονός οτι δεν υπάρχουν ούτε κάν σκέψεις προς αυτή την κατεύθυνση από την πλευρά του πολιτικού κόσμου, ή των επιστημονικών ιδρυμάτων. Όπως δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα ο ευρωβουλευτής Στέλιος Κούλογλου, η Δυτική Μακεδονία κινδυνεύει να γνωρίσει μια κοινωνική και οικονομική καταστροφή, η οποία θα οφείλεται στην έλλειψη ενός πραγματικού σχεδίου για τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή και την επιτάχυνση μιας απρογραμμάτιστης μετάβασης από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.